ΔΙΗΓΗΜΑ

Είναι αργά, όλο και πιο αργά του Αntonio Tabucchi

παπαρούνες
© crossie

«Παράθυρα: το εύρος της πραγματικότητας είναι ακατανόητο, μου είπε κάποτε ένας γέρος σοφός σε μία μακρινή χώρα, για να το κατανοήσουμε πρέπει να το κλείσουμε σε ένα τετράγωνο, η γεωμετρία αντιτίθεται στο χάος, γι’ αυτό οι άνθρωποι εφηύραν τα παράθυρα που είναι γεωμετρία, και η κάθε γεωμετρία προϋποθέτει ορθές γωνίες. Να είναι και η ζωή μας υποταγμένη στις ορθές γωνίες; Ξέρεις, εκείνες οι δύσκολες διαδρομές, οι φτιαγμένες από κομμάτια,, που όλοι εμείς πρέπει να διασχίσουμε απλώς για να φτάσουμε στο τέλος μας. Ίσως, αλλά αν μια γυναίκα σαν κι εμένα σκέφτεται αυτά τα πράγματα από μια βεράντα ανοιχτή στο Αιγαίο, ένα βράδυ σαν κι αυτό, καταλαβαίνει πως όλα όσα σκεφτόμαστε, όσα ζούμε, όσα ζήσαμε, όσα φανταζόμαστε, όσα ποθούμε, δεν μπορούν να κυβερνώνται από γεωμετρίες. Και ότι τα παράθυρα είναι μονάχα μια φοβισμένη γεωμετρική μορφή των ανθρώπων που φοβούνται το κυκλικό βλέμμα, στο οποίο όλα μπαίνουν χωρίς έννοια και χωρίς γιατρειά, όπως όταν ο Θαλής κοίταξε τα αστέρια που δεν χωράνε στο τετράγωνο του παραθύρου».

 

Είναι αργά όλο και πιο αργά
Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης (Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2003) Εκδόσεις ΑΓΡΑ Σελ: 312 Eικόνα εξωφύλλου: KULIGOWSKI,  Ζευγάρι, Chateau-Landon, 1978

Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις της ζωής, δύο διαφορετικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας αποτελούν εν τέλει το σταυροδρόμι, στο οποίο στεκόμαστε κάποιες φορές στη ζωή μας. Ένα σταυροδρόμι, στο οποίο άλλοτε προχωράμε προς μία κατεύθυνση γυμνοί, γεμάτοι ερωτήματα, αβέβαιοι για το τι ακολουθεί, και άλλοτε νομίζουμε ότι προχωράμε, αλλά στην ουσία μένουμε ακίνητοι, χωρίς να τολμούμε να κοιτάξουμε πέρα και πάνω από τους περιορισμούς μας, φοβούμενοι γι’ αυτό που θα αντικρύσουμε και ενδεχομένως δεν κατανοήσουμε.

Στεκόμαστε έτσι πίσω από ένα παράθυρο, πολλές φορές κλειστό, άλλες ανοιχτό, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ανοίγοντάς το εκτεθήκαμε, σκεφτήκαμε, καθησυχάσαμε τον εαυτό μας ότι πήγαμε παραπέρα. Το παράθυρο λοιπόν από τη μια, στενό, μικρό, περιορισμένο στο χωροχρόνο με μια κάποια αίσθηση ασφάλειας, και η ακάλυπτη θέα από την άλλη, γεμάτη νοήματα, συναισθήματα, ερωτήματα χωρίς καμία βεβαιότητα.

Χωρίς παράθυρα είναι και η λογοτεχνία του Tabucchi.

Windows

Πολλά τα αποσπάσματα που θα ήθελα να παραθέσω από το αριστουργηματικό «Είναι αργά, όλο και πιο αργά», πολλά και τα νοήματα σε κάθε ένα από αυτά. Ερωτικό, ανθρώπινο και ονειρικό, γραμμένο υπό μορφή επιστολών, η κάθε μία εκ των οποίων ξεδιπλώνει άφοβα τον κόσμο και τα συναισθήματα του αποστολέα της, χωρίς τετράγωνα, ορθές γωνίες και περιορισμούς. Δεκαεπτά επιστολές γραμμένες από αντρικό χέρι και μία επιστολή με γυναικεία φωνή, η οποία στο τέλος του βιβλίου, ψάχνοντας τον αγαπημένο της σε ένα ελληνικό νησί, αποτυπώνει με οδύνη τον έρωτά της γι’ αυτόν, προσφέροντας στον αναγνώστη μια σχεδόν βιωματική εμπειρία ανάγνωσης.

«Εισιτήριο στη θάλασσα»

Περιγραφές βουτηγμένες στο γαλάζιο και τον ήλιο. Αυτός σε ένα νησί. Αυτή μπορεί να είναι μαζί του, μπορεί και όχι. Αυτός στη θάλασσα. Αυτή στην ακτή ή στη θύμησή του, προσπαθώντας να την αναπλάσει δίπλα του, αφού στον πανικό που τον καταλαμβάνει (από τη συνειδητοποίηση της απουσίας της;) αυτή είναι το σημείο αναφοράς του, ο ορίζοντάς του:

«…Κι εσύ ήσουν μακριά, ακίνητη στην παραλία, πολύ μακριά για να μου έχεις ψιθυρίσει εκείνη τη φράση. Ακούω φωνές, σκέφτηκα, είναι μια ηχητική παραίσθηση. Και για μια στιγμή ένιωσα να παραλύω, παγωμένος ιδρώτας έτρεχε γύρω από το λαιμό μου, και το νερό μου φάνηκε σαν από τσιμέντο, σαν να με είχε ήδη φυλακίσει και τώρα έπρεπε να πνιγώ χτισμένος μέσα σ’ αυτό για πάντα, όπως μια απολιθωμένη λιβελούλη που εγκλωβίστηκε σε έναν όγκο χαλαζία…οπισθοχώρησα προς την ακτή όπου τουλάχιστον ήξερα πως ήσουν εσύ σαν σημείο αναφοράς, εκείνο το σίγουρο σημείο αναφοράς που μου δίνεις πάντα, ξαπλωμένη σε μια πετσέτα δίπλα στη δική μου».

Λίγες στιγμές μετά, ένα εισιτήριο επιπλέει στη θάλασσα και κατευθύνεται μακριά από αυτόν, που μένει να ανεμίζει την πετσέτα του κοιτάζοντας τον ορίζοντα και χαιρετώντας το κενό.

Άντρας στη θάλασσα
© opheliact

«Το ποτάμι»

Σαν ένα ημερολόγιο θρυμματισμένο που επιχειρεί να καταγράψει με αγωνία τον επίσης θρυμματισμένο χρόνο. Σαν ένα παραλήρημα, ένα όνειρο μαζί με εφιάλτη, παρουσία και απουσία μαζί. Μια εκκλησούλα κάπου στην Κρήτη, ένα παρόν που διαφεύγει ή κάνει κύκλους στο διηνεκές χωρίς διέξοδο, ένα μέλλον αβέβαιο και ένα παρελθόν που τον κάνει να αναλογίζεται τη ζωή και τα δεσμά της, τη ζωή που φυλακίστηκε σε μια φωτογραφία:

βιβλία«Ή παίρνεις ένα άλμπουμ φωτογραφιών, ένα οποιοδήποτε ενός οποιουδήποτε προσώπου, σαν εμένα, σαν εσένα, σαν όλων. Και συνειδητοποιείς ότι η ζωή είναι εκεί, στα διάφορα κομμάτια που μικρά κι ανόητα ορθογώνια χαρτιού περικλείουν χωρίς να την αφήνουν να ξεφύγει από τα στενά τους όρια. Και στο μεταξύ η ζωή πρήζεται, ανυπομονεί, θέλει να ξεφύγει από τούτο το ορθογώνιο, γιατί ξέρει ότι εκείνο το ασπροντυμένο παιδί με τα χέρια σε στάση προσευχής και την κορδέλα της πρώτης μετάληψης στο μπράτσο, αύριο (λέω «αύριο» απλώς για να πω μια οποιαδήποτε μέρα) θα κλάψει στα κρυφά γιατί θα ντραπεί για τον εαυτό του: ίσως κάποια μικρή επαίσχυντη πράξη; Μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία, γιατί η πράξη αυτή προβλέπει την τύχη, και είναι γι’ αυτήν την τύχη που τώρα συζητάμε. Εκείνη όμως η άγρια φωτογραφία, πιο αυστηρή από μια γκουβερνάντα, δεν αφήνει την αληθινή αλήθεια να δραπετεύσει από τα λίγα εκατοστά της. Η ζωή είναι φυλακισμένη στην ίδια της την απεικόνιση: την επόμενη μέρα, τη θυμάσαι μόνο εσύ.»

«Forbidden Games (Aπαγορευμένα Παιχνίδια)»

Παρίσι και Προβηγκία. Νοσταλγία, νιάτα, άλλη μουσική, ίδια βλέμματα, μια ωραιοποιημένη ανάμνηση:

«Τι θα λέγατε να ωραιοποιούσαμε τις αναμνήσεις; Να τις παραποιούσαμε; Η μνήμη βρίσκεται εδώ γι’ αυτό το λόγο. Ας πούμε πως ήταν Ιούνιος. Ένας γλυκός Ιούνιος, όπως πρέπει να είναι στην Προβηγκία. Κι εγώ ίσως να διέσχιζα ένα χωράφι με λεβάντες, και στην άκρη του χωραφιού να υπήρχε ένα σπίτι από ακατέργαστη πέτρα κυκλωμένο από μια αμυγδαλιά. Μερικές φορές, όπως μας διδάσκει η κινέζικη σοφία, κάτω από τις αμυγδαλιές μπορείς να θυμηθείς τις αναμνήσεις ενός άλλου».

λουλούδια
© erosturranos

«Η κυκλοφορία του αίματος»

Αυτή χειρουργός, αυτός ερωτευμένος, τη φωνάζει Αιμοσφαιρίνη. Αυτός θέτει ερωτήματα για τον έρωτα και τη ζωή, για την αναιμική Σελήνη, για την αιωνιότητα με έναν τρόπο μοναδικό, μέσα από την επιστήμη της Ιατρικής, μήπως έτσι την πλησιάσει:

«Πρέπει να καταλάβετε ότι Σας θέτω αυτό το πρόβλημα όχι μόνο επειδή αυτή τη στιγμή έχω πάρει μια εμβρυώδη στάση που μου φαίνεται πιο αναπαυτική και, αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω έτσι, πιο προστατευτική, ίσως και η πιο κατάλληλη για να επιστρέψουμε στην κοιλιά της γης από την οποία βγήκαμε. Και δεν είναι τυχαίο που στον μινωικό πολιτισμό μας έθαβαν έτσι: γόνατα κολλημένα στο πιγούνι και χέρια που κρατούν τα πόδια διπλωμένα, σαν ελατήριο έτοιμο να πεταχτεί μόλις παρουσιαστεί η αιωνιότητα, την οποία πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς με τη μέγιστη ενεργητικότητα, αφού η αιωνιότητα δεν είναι δα και μικρό πράγμα.»

Σελήνη
Νate Ζeman

«Κάστα Ντίβα»

Μια άλλη «Νόρμα» του Μπελλίνι, όπως θέλει να τη διευθύνει αυτός, με την πρωταγωνίστρια να αυτοσχεδιάζει, να υποτάσσεται και να ερμηνεύει σύμφωνα με τη διάθεσή του:

«Ο άνθρωπος που έγραφε αυτά τα λόγια πήρε από το αναλόγιο την μπαγκέτα κι έκανε μια ελαφριά κίνηση στον αέρα, σαν να προσκαλούσε μια μακρινή μουσική, ένα μυστικό πιάνο για να παίξει μια nocturne. Και ως δια μαγείας ακούστηκαν οι νότες από κάποια μακρινά πλήκτρα, τα φώτα χαμήλωσαν, και στο βάθος άρχισε να κατεβαίνει ένα σκηνικό διαφορετικό από εκείνο το βρόμικο θολό παράθυρο από το οποίο κοίταζε η Κάστα Ντίβα. Ήταν ένα τελάρο γαλαζωπού χρώματος, αλλά με μια κορνίζα, ένα είδος τεράστιου παραθυριού που έπιανε όλο το θέατρο, χάρη στο οποίο, όπως σε μερικούς πίνακες του Μαγκρίτ, το έξω έμοιαζε να μπαίνει στο μέσα και να το ακυρώνει. Και πράγματι το μέσα διαλύθηκε στη στιγμή, η ύλη χάθηκε σ’ εκείνο το γαλάζιο σαν καπνός τσιγάρου και έμεινε μόνο ο αέρας, ένας μεγάλος χώρος με κυκλικό ορίζοντα, το κενό που μπορεί να φιλοξενήσει οποιοδήποτε σώμα, οποιαδήποτε κατάσταση, οποιαδήποτε πράξη και κίνηση που εκτελείται από ένα σύμφυρμα ατόμων και πυρήνων. Με την άκρη της μπαγκέτας του ο άντρας κάρφωσε μια άκρη της σελήνης και την κατέβασε κάτω, μέχρι το κέντρο εκείνου του γαλάζιου, εκείνου του τεράστιου παραθυριού που τώρα πια είχε ρουφήξει μέσα του όλα τα άλλα υλικά σώματα που γέμιζαν το χώρο».

Στροβιλιζόμενες νότες


«Πέρασα να σε βρω αλλά δεν ήσουν»

Περιγραφή μιας διαδρομής μετά από ένα πρωινό σε γυαλί Μουράνο. Μια μέρα περπάτημα, μια άσχημη παραθαλάσσια πόλη, ένας αστερίας που δεν πρόλαβε να αποξηραθεί, αλλά διώχνει μακριά τα κουνούπια, ένα σύμπαν που δεν είναι και τόσο απέραντο, ένας πεπερασμένος έρωτας, παιδιά που δεν μεγαλώνουν:

«Έμοιαζε να είναι ένα μωρό, ή ένα παιδί που δεν κατόρθωνε να μεγαλώσει, κι αυτό είναι κάτι που προκαλεί μεγάλο πόνο στις γυναίκες αλλά και σε όλους εμάς, αν και πρόκειται για έναν άχρηστο πόνο, και καλό θα ήταν να το λαβαίναμε υπόψη μας: τα παιδιά που δεν κατορθώνουν να μεγαλώσουν γίνονται τέλειοι ενήλικοι. Αν υπάρχει πρόβλημα, αυτό είναι με τα ευτυχισμένα παιδιά όπως ήμουν εγώ, που χαλάνει μεγαλώνοντας, και κάνουν τη διαδρομή αντίστροφα, μέχρι τη μέρα που, πλάφ, σκάνε όπως η φούσκα της τσίχλας του σύμπαντος που διαστέλλεται προς το τίποτα».

Τσιχλόφουσκα
© czochrajbobra

«Περί της δυσκολίας να γλιτώσει κανείς από το συρματόπλεγμα»

Η ψυχή και το αίμα, το νοητικό συρματόπλεγμα, το παράθυρο στην Τοσκάνη και μια ανάμνηση καταιγίδας, οι καμπάνες του Σαίν-Ζερμαίν:

«Και εκείνη η καλοκαιρινή καταιγίδα πριν από τριάντα χρόνια επέστρεψε ως δια μαγείας, την έζησα και πάλι γιατί μπορείς να ξαναζήσεις τα πράγματα μέσα σ’ένα λεπτό, ένα λεπτό φευγαλέο και μικρό σαν μια σταγόνα βροχής που χτυπάει στο τζάμι και διαστέλλει το σύμπαν της ορατότητας. Και από εκείνο το παράθυρο έβλεπα μια μεγάλη πόλη, έβλεπα τις στέγες του Παρισιού, έβλεπα τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, έβλεπα τον κόσμο. Κι ίσως άκουγα τις καμπάνες της εκκλησίας του Σαιν-Ζερμαίν.»

βροχερό Παρίσι
© perfect dream

«Καλά νέα από το σπίτι»

Οικογενειακή συγκέντρωση, απουσία σωματική, παρουσία ψυχική, μια νόστιμη συνταγή με ταλιατέλες, μέρα λαμπρή, ένας γιος που άρχισε να γκριζάρει πιο γρήγορα από τον πατέρα του, η πτώση στο πηγάδι, η ζωή κατά το ένα δέκα τοις εκατό:

«Τώρα πια τα χρόνια έχουν περάσει, κι είναι πολλά χρόνια, αγαπημένη μου, πολλά. Κι όμως, βλέπεις, ακόμα σε θυμόμαστε, σε θυμάμαι. Είσαι πάντα μαζί μου, το ξέρεις, με συνοδεύεις σε κάθε στιγμή της ζωής μου. Αν και τώρα πια η ζωή μου λειτουργεί μόνο κατά ένα δέκα τοις εκατό. Όταν όμως λειτουργούσε εκατό τοις εκατό, ήταν ωραία, κι ήταν μεγάλο το πάθος μας. Τόσο μεγάλο που τα κύτταρα του κορμιού μου είναι ακόμα νοτισμένα, σαν σφουγγάρι που διατηρεί το θαλάσσιο νερό που το έθρεψε».

«Σε τι χρησιμεύει μια άρπα με μια μόνο χορδή»

Αλήθεια, «πως απευθυνόμαστε σε μια αγαπημένη γυναίκα η οποία μας λέει γεια, θα τα πούμε αύριο και μας εγκαταλείπει χωρίς να αφήσει ούτε ένα επεξηγηματικό σημείωμα;», πως γίνεται από μια φωτογραφία σε εφημερίδα να ανοίγει η σχισμή του χρόνου και να επαναλαμβάνεται με πολλά χρόνια διαφορά το κονσέρτο μιας βραδιάς;

«Στο άρθρο, που είναι γραμμένο με κομψότητα, λέγεται πως έπαιξε στο όργανο το κονσέρτο που ο Καρ Φίλιπ Εμμάνουελ Μπαχ συνέθεσε το χίλια εφτακόσια εξηνταδύο και ονομάζεται Σόλο για άρπα, και ότι το κοινό συγκινήθηκε. Πόσο παράξενα είναι τα πράγματα: ίσως να είναι και αυτός ένας λόγος που βρήκα το κουράγιο να σου γράψω: γιατί ο εγγονός σου έπαιξε στο όργανο εκείνο το σόλο που εγώ είχα παίξει στην άρπα μόνο για σένα, στο λιβάδι εντός αγροτόσπιτου, μια βραδιά του χίλια εννιακόσια σαρανταοχτώ, όταν ετοιμαζόταν να βγει το καινούργιο φεγγάρι του Αυγούστου. Και με το χαμόγελό σου, το κονσέρτο εκείνης της βραδιάς, με το φεγγάρι που ανέτειλε πίσω από την κερασιά, απλώνεται στον αέρα, κατευθύνεται προς τους λόφους, σκοντάφτει πάνω τους, γυρίζει πίσω, περνά ξυστά από δίπλα μας, διαλύεται ανάμεσα στους ήχους της φύσης μαζί με το αεράκι που αγγίζει τα φύλλα».

Μουσικό όργανο
© makto


«Καλός όπως είσαι»

Μια απιστία που εκφράζεται με ένα γράμμα στην εταζέρα, όταν μετά από εφτά μήνες επιστρέφει εκείνος στο σπίτι του, ένα γράμμα που στέλνει σ’ εκείνη, μορφίνη σε βαλίτσες και μια κάποια εκδίκηση, ένας έρωτας με διαβαθμίσεις, σαν πυρετός:

«Ανταποκρινόμαστε σε έναν έρωτα όταν είμαστε ερωτευμένοι, αγαπητή μου, κι εγώ αυτό περίμενα να μου γράψεις, με εκείνη την αξιοπρέπεια που χαρακτήρισε την κοινή ζωή μας. Θα μπορούσες (θα έπρεπε) να μου πεις: ξέρεις, συνέβη να ερωτευτώ ενώ εσύ έλειπες. Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία, γιατί υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις στον έρωτα, όπως και στον πυρετό: μπορεί να είναι ένας υψηλός πυρετός ή ένας ασήμαντος πυρετός, αλλά πάντως πρόκειται έτσι κι αλλιώς για άνοδο της θερμοκρασίας.»

«Βιβλία που δεν γράφτηκαν ποτέ, ταξίδια που δεν έγιναν ποτέ»

Σαμαρκάνδη, Οριάν – Εξπρές, το Μπλε Τρένο στη Gare de Lyon, οι αποχαιρετισμοί που είναι σαν μικροί θάνατοι, η ανάμνηση από ένα ταξίδι που δεν έγινε ποτέ, αφού το ταξίδι με τη φαντασία είναι πάντα το καλύτερο, ο Δον Κιχώτης που γίνεται Μαντάμ Μποβαρύ:

Τραίνο
© osephlister

«Είναι γι’ αυτό που σου θυμίζω το ταξίδι που δεν κάναμε στη Σαμαρκάνδη, γιατί εκείνο το ταξίδι ήταν αληθινό και ήταν δικό μας και ήταν ολοκληρωμένο και το ζήσαμε. Και επομένως συνεχίζω το παιχνίδι μας. Όπως λέει εκείνος ο φιλόσοφος για τον οποίο σου έλεγα, η μνήμη μνημονεύει το βιωμένο, είναι ακριβής σωστή, αδίστακτη, αλλά δεν παράγει τόποτα το καινούργιο: αυτό είναι το όριό της. Η φαντασία, αντίθετα, δεν μπορεί να μνημονεύσει τίποτα, γιατί δεν μπορεί να θυμηθεί, κι είναι αυτό το όριό της: σε αντιστάθμισμα όπως παράγει το καινούργιο, ένα κάτι που πριν δεν υπήρχε, που δεν υπήρξε ποτέ. Γι’αυτό χρησιμοποιώ αυτές τις δύο ιδιότητες που μπορούν να αλληλοβοηθηθούν βουβά και έρχομαι να σου επαναφέρω στη μνήμη εκείνο το ταξίδι μας στη Σαμαρκάνδη που δεν τον κάναμε αλλά το φανταστήκαμε και στις πιο ακριβείς του λεπτομέρειες.»

 

«Η μάσκα κουράστηκε»

Λονδίνο, ένα μικρό θέατρο στο Σόχο, Σαίξπηρ με υπόκρουση Μπητλς, ένας θάνατος ή πολλοί, μικροί, καθημερινοί:

«Τα λιγοστά φώτα του Λονδίνου έλαμπαν στο πάρκο. Πίσω μάντευε κανείς τα κτίρια της πόλης, τη ζωή. Έμαθα μονάχα χθες πως θα εγκαταλείψεις τον μικρό μας θίασο. Εσύ είσαι η καλύτερη ηθοποιός από όλους εμάς, ή τουλάχιστον αυτή που οι εφημερίδες θυμούνται ακόμα, ενώ εμείς οι υπόλοιποι είμαστε εντελώς ξεχασμένοι. Δεν πιστεύω όμω ότι είναι αυτός ο λόγος που αποφάσισες να μπεις σε ένα άλλο δράμα. Δεν είναι επειδή είσαι καλή, είναι επειδή κουράστηκες: κουράστηκες από τις ασυνάρτητες κουβέντες μου, κουράστηκες να πεθαίνεις κάθε βράδυ. Και ίσως να έχεις επίσης τη διάθεση να αγαπήσεις, με μια μορφή που εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να σου δώσω. Γνωρίζεις τους κινδύνους που ένας νέος έρωτας συνεπάγεται, αλλά τους προτιμάς από την ατέρμονη τρέλα μου».

Κουρτίνα Θεάτρου

«Μια παράξενη μορφή ζωής»

Αφρική, Βαρκελώνη, Μότσαρτ, ένα βιβλίο που προβλέπει τα πάντα για σένα, παιδικά χρόνια που βιώνονται ξανά:

«…Αγάπη μου, παράξενη μορφή ζωής αυτή, όπου μια νύχτα συμβαίνει να ξυπνήσουμε στο σκοτάδι, να ακούσουμε να κακαρίζει ο πετεινός και να έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στην αγροικία όπου περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Κοιτάζεις το σκοτάδι με τα μάτια γουρλωμένα και περιμένεις να χαράξει, και στο μεταξύ τα παιδικά σου χρόνια είναι εκεί, παρόντα, δίπλα στο κρεβάτι σου, θα μπορούσες σχεδόν να τα αγγίξεις με το χέρι, μα ναι, πιάσε από το χέρι τα παιδικά σου χρόνια, λες στον εαυτό σου, άντε, κάνε κουράγιο, αν και πέρασε πολύς καιρός, αν και η ζωή μοιάζει να τα έχει θάψει, αυτά βρίσκονται εκεί σε λίγα μόνο εκατοστά απόσταση, έχεις τα παιδικά χρόνια στη διάθεσή σου, άντε, πιάσ’τα από το χέρι, κουράγιο. Απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι και τα αισθάνεσαι, τα παιδικά σου χρόνια.»

Σκοτεινό αρκουδάκι
© eriktjernlund

«Παραμονή της Αναλήψεως»

Ένα χωριό βυθμισμένο στις ελιές, η Ιμέλντα Μάρκος «εκείνη που έκανε συλλογή από παπούτσια για τον εαυτό της και από κρεμάλες για τους συμπολίτες της», η γιορτή της Αναλήψεως:

«Κι αυτές οι εικόνες που σου περιγράφω, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, είναι εικόνες ενοχής και μετάνοιας, γιατί κανείς δεν θα μπορέσει να μου ξαναδώσει το χρόνο που άφησα να κυλήσει μέσα από τα δάχτυλά μου, κανείς δεν θα μπορέσει να μας ξαναδώσει όσα χάσαμε μόνο και μόνο επειδή εγώ δεν είχα τη δύναμη να μην τα χάσω.»

«Μάτια μου ανοιχτόχρωμα, μελένια μου μαλλιά»

Η «λευκή εβδομάδα», απότομες καταβάσεις σε ολόλευκες πλαγιές, δύο γάμοι, ένας Μιλανέζος «που με το αριστερό του χέρι έκανε τον ζωγράφο και με το δεξί του έπαιζε στο χρηματιστήριο», μια πρωτοχρονιά, με την οποία άρχιζε η δεκαετία του ογδόντα, φουά γκρα σε φύλλα μαρουλιού, ένα κερί που φωτίζει τα μάτια που λένε την αλήθεια:

«Κι εσύ με κοίταζες στο μισοσκόταδο όπως δεν με είχες ξανακοιτάξει ποτέ αυτά τα πέντε χρόνια, είχες τα μάτια υγρά, και στις κόρες των ματιών σου αναπηδούσε η φλόγα του κεριού. Κι εγώ κατάλαβα ότι υπήρχε μια σπαρακτική νότα σ’ εκείνο τον όψιμο έρωτα που ένιωθες για μένα και που είχε φτάσει στο τέλος του, γιατί ο άλλος έρωτας είναι πιο μεγάλος και ο δικός μας αδύνατος. Κατάλαβα όμως επίσης ότι ο πόνος που ένιωθες επειδή μου προξενούσες πόνο, έκανε τον έρωτά σου για μένα πιο πολύτιμο και έντονο, επομένως μπορούσες να αφεθείς σ’ αυτόν με την παραφορά της λήθης και μιας άνευ όρων παράδοσης.»

«Σε θέλω, σε ψάχνω, σε φωνάζω, σε βλέπω, σε νιώθω, σε ονειρεύομαι»

Χίλιες και μία νύχτες, το Χαλέπι, μια εκκλησία, δύο φοίνικες και η γεωγραφία μιας γυναίκας:

«Από που αρχίζει η γεωγραφία μιας γυναίκας; Αρχίζει από τα μαλλιά, απάντησε στον εαυτό του. Το ξέρεις ότι η γεωγραφία μιας γυναίκας αρχίζει από τα μαλλιά; της ψιθύρισε στο αυτί. Εκείνη είχε ξαπλώσει γερμένη στο ένα της πλευρό και του γύριζε την πλάτη. Κι ύστερα συνεχίζει με το σβέρκο και τους ώμους, είπε εκείνος, μέχρι εκεί που τελειώνει η σπονδυλική στήλη, αυτός είναι η είσοδος στη γεωγραφία μιας γυναίκας, γιατί εκεί, μετά τον κόκκυγα υπάρχει ένας μικρός θρόμβος λίπους ή ένας μικρός μυς σαν στήθος κότας, κι εκεί αρχίζει η πιο μυστική περιοχή, πριν όμως έχω ανάγκη να σου χαϊδέψω τα μαλλιά κι ύστερα να σου ξύσω σιγά σιγά το σβέρκο, έχω την αίσθηση ότι χωρίς το κορμί σου τα χέρια μου έχασαν την αφή τους, έγιναν άσχημα, στεγνά, γεμάτα πανάδες.»

 

«Γράμμα που κάποτε πρέπει να γραφτεί»

Πως θα ήταν ένα γράμμα που περικλείει την αγάπη, τον έρωτα, τη ζωή, πόσο καθησυχαστικές μπορούν να είναι οι λέξεις του, πόσο νέα μπορεί να μείνει η καρδιά που χτυπά όπως τότε, πόσο μπορεί να περιμένει ο χρόνος;

«…και για να με πάρει ο ύπνος σκέφτομαι ότι θα σου έγραφα πως δεν ήξερα ότι ο χρόνος δεν περιμένει, πραγματικά δεν το ήξερα, κανείς δεν σκέφτεται ποτέ ότι ο χρόνος αποτελείται από σταγόνες, και αρκεί μια περισσή σταγόνα για να χυθεί το υγρό στο χώμα και ν απλωθεί σαν κηλίδα και να χαθεί».

«Είναι αργά, όλο και πιο αργά»

«Μάζεψα τα πάντα από σένα: ψίχουλα, κομματάκια, σκόνη, ίχνη, υποθέσεις, προφορές που έμειναν στις φωνές αλλονών, κάποιους κόκκους άμμου, ένα κοχύλι, το παρελθόν σου έτσι όπως εγώ το φαντάστηκα, το υποτιθέμενο μέλλον μας, αυτά που θα ήθελα από σένα, αυτά που μου είχες υποσχεθεί, τα παιδικά μου όνειρα, τον έρωτα που σαν κορίτσι ένιωσα για τον πατέρα μου, ορισμένες γελοίες ρίμες των νεανικών μου χρόνων, μια παπαρούνα στην άκρη ενός σκονισμένου δρόμου…Τα γύρισα όλα αυτά τα νησιά, ψάχνοντάς σε. Κι αυτό είναι το τελευταίο, όπως εγώ είμαι η τελευταία. Μετά από μένα, τίποτα. Ποια θα μπορούσε να σε ψάξει ακόμα αν όχι εγώ;»

παπαρούνες
© crossie


Στο τέλος του βιβλίου, ο μεγάλος Tabucchi, αναφερόμενος στο βιβλίο του και στις επιστολές που περιέχονται σε αυτό γράφει:

«Μερικές φορές μπορεί να μας συμβεί να γράψουμε στον εαυτό μας. Και δεν αναφέρομαι σε μυθοπλασίες, συχνά υπέροχες, που ήταν ικανοί να γράψουν κάποιοι συγγραφείς του παρελθόντος: αναφέρομαι σε αληθινές επιστολές, με γραμματόσημο και ταχυδρομική σφραγίδα. Μερικές φορές μπορεί να συμβεί επίσης να μας έχουν απαντήσει οι νεκροί, σε κάποια μορφή που μονάχα εκείνοι γνωρίζουν. Αυτό όμως που μας προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία, που μας κατατρώγει σαν πεισματάρικό σαράκι χωμένο σ’ ένα παλιό τραπέζι και που είναι αδύνατο να κάνουμε να σωπάσει παρά μόνο μ’ ένα δηλητήριο που θα δηλητηρίαζε κι εμάς, είναι η επιστολή που δεν γράψαμε ποτέ. «Εκείνη» η επιστολή. Εκείνη που όλοι μας σκεφτήκαμε να γράψουμε, κάποιες άγρυπνες νύχτες, και που αναβάλαμε πάντα για την επόμενη μέρα».

Μοιάζει να απευθύνεται σε όλους μας. Καλά Χριστούγεννα.

Επιστολή
© orzz

 

TABUCCHI
Φωτo: Σ. Σκοπελίτης, 2002

Ο συγγραφέας

Ο Antonio Tabucchi τιμήθηκε το 1997 με το Ευρωπαϊκό Αριστείο Γραμμάτων. Έχουν εκδοθεί πολλά από τα βιβλία του από τις εκδόσεις Άγρα, ενώ ο  μεταφραστής του, Ανταίος Χρυσοστομίδης, βραβεύτηκε το 2003 για το «Είναι αργά, όλο και πιο αργά» με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης. Τα δύο πρώτα από τα διηγήματα του τόμου («Εισιτήριο στη θάλασσα», «Το ποτάμι») πρωτοεκδόθηκαν στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Άγρα σε ανεξάρτητο τόμο με τίτλο «Δύο ελληνικά διηγήματα» το Δεκέμβριο 2000. Μία από τις σπουδαιότερες φωνές της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, έχει βραβευτεί με πλήθος βραβείων όπως τα «Pen Club», «Campiello», «Viareggio-Repaci», «Prix Medicis Etranger», «Prix Europeen de la Litterature», «Orux Neduterrabee», «Νossack», «Europaeischer Staatspreis», «Hidalgo», «Francisco Cerecedo», ενώ έχει τιμηθεί με τους τίτλους «Οfficier des Arts et des Lettres» στη Γαλλία και του «Comendador da Ordem do Infande Dom Henrique». Δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Σιένας και σε πολλά ακόμα από τα πιο καταξιωμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου. Πέθανε τον Μάρτιο του 2012, αφήνοντάς μας μία σπουδαία λογοτεχνική κληρονομιά.

tabucchi signature

Τα βιβλία του Antonio Tabucchi από τις εκδόσεις Άγρα

 

Δείτε και ακούστε τον Antonio Tabucchi στην ομιλία του «Ταξίδια μέσα και έξω από τον χρόνο»:

http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=309

 

Διαβάστε για τον συγγραφέα και τα βιβλία του

 

  1. http://www.lifo.gr/team/readersdigest/29611
  2. http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=450528
  3. http://www.academia.edu/5870543/B-40_%CE%94%CE%A5%CE%9F_%CE%9A%CE%95%CE%99%CE%9C%CE%95%CE%9D%CE%91_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_%CE%9C%CE%91%CE%A1%CE%99%CE%9F_%CE%A3%CE%A0%CE%95%CE%9A%CE%9A%CE%99%CE%9F_%CE%93%CE%99%CE%91_%CE%A4%CE%9F%CE%9D_%CE%91%CE%9D%CE%A4%CE%9F%CE%9D%CE%99%CE%9F_%CE%A4%CE%91%CE%9C%CE%A0%CE%9F%CE%A5%CE%9A%CE%99
  4. http://www.kathimerini.gr/131188/article/politismos/arxeio-politismoy/fwnh-kai-logos-syn8etoyn-th-zwh
  5. http://vivliocafe.blogspot.gr/2012/03/antonio-tabucchi-1943-2012.html
  6. http://www.complete-review.com/authors/tabucchia.htm
  7. http://www.nytimes.com/2012/04/05/books/antonio-tabucchi-elegiac-italian-writer-dies-at-68.html?
  8. pagewanted=all&_r=0