ΝΟΥΒΕΛΑ

Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη του Laurent Mauvignier

Γκράφιτι
© ugaldew

Μετάφραση & Eπίμετρο: Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Άγρα
Μακέτα Εξωφύλλου: Γιώργος Χατζημιχάλης
Σελ. 74

«Είναι απαράδεκτο να πεθαίνει κανείς για μερικά κουτάκια μπίρας».

Λέγεται ότι αυτά ήταν τα λόγια του εισαγγελέα, όταν άσκησε ποινική δίωξη κατά των τεσσάρων ανδρών της ασφάλειας ενός καταστήματος της Carrefour στην περιοχή Παρ Ντιε της Λυών για «απρόκλητη σωματική βία με συνέπεια τον ακούσιο θάνατο του θύματος». Τι είχε συμβεί;

Ένα απόγευμα της 28ης Δεκεμβρίου 2009, ένας 25χρονος Γάλλος με καταγωγή από τη Μαρτινίκα, ο Μικαέλ Μπλαίζ, συλλαμβάνεται στο εν λόγω κατάστημα της Carrefour από τους άνδρες της ασφάλειας κλέβοντας κουτάκια μπίρας. Η ασφάλεια οδηγεί τον νεαρό σε έναν απομονωμένο χώρο εντός του καταστήματος, όπου λίγη ώρα αργότερα βρίσκει τραγικό θάνατο «από μηχανική ασφυξία λόγω συμπίεσης του θωρακικού κλωβού και απόφραξης των ανώτερων αεροφόρων οδών». Η ασφάλεια του καταστήματος έδειρε τον νεαρό μέχρι θανάτου. Ο εισαγγελέας δήλωσε σοκαρισμένος από την πρωτοφανή αγριότητα του βίντεο, που κατέγραφε τα πάντα από το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης του καταστήματος. Το συμβάν πέρασε στα ψιλά της ειδησεογραφίας έως ότου αντικαταστάθηκε από κάτι πιο επίκαιρο.

Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη εξώφυλλοΟ συγγραφέας, ως κεραία της εποχής του, στέκεται σε αυτό ακριβώς το συμβάν και μας παραδίδει έναν μονόλογο υψηλής λογοτεχνικής αξίας για έναν νεαρό που χάνει τη ζωή του χωρίς λόγο. Ο αναγνώστης παρασύρεται από την αγχώδη φωνή του άγνωστου αφηγητή (ο οποίος διηγείται το γεγονός στον μικρότερο αδερφό του θύματος) από την αρχή της αφήγησης:

«και αυτό που είπε ο εισαγγελέας είναι πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, πως είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπίρα που ο τύπος κράτησε στα χέρια του τόσο ώστε να μπορέσουν οι φύλακες να τον κατηγορήσουν για ληστεία και να περηφανεύονται αργότερα πως τον εντόπισαν και τον ξεχώρισαν, εκεί, ανάμεσα στους άλλους που ψώνιζαν…».

Η γραφή είναι αγχωτική, ασθμαίνουσα, με πολλά στοιχεία προφορικότητας. Η γλώσσα σε πολλά σημεία της νουβέλας είναι ψυχρή και η οπτική του συγγραφέα αποστασιοποιημένη, με αποτέλεσμα να γίνεται απόλυτα συναισθηματική, αφού πλέον είναι η σειρά του αναγνώστη να τη ντύσει με το συναίσθημα που του προκαλεί κάθε φορά αυτό που διαβάζει: θυμό, φόβο, αποτροπιασμό. Είναι μερικά σημεία όπου οι περιγραφές σε κάνουν να σταματήσεις, για να πάρεις ανάσα:

Ψυγείο σούπερμαρκετ
© kga245

«…γιατί στην αρχή δεν μπορούσε να διανοηθεί ούτε να φανταστεί πως σύντομα δεν θα του απομένουν παρά μονάχα η γύμνια και η παγωνιά πάνω σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι ή ένα κρεβάτι από ίνοξ, κι ακόμα, μια ταμπελίτσα δεμένη σ’ ένα δάχτυλο του ποδιού με το όνομά του, έναν αριθμό, ποιος ξέρει; Ούτε κι εκείνος ξέρει, αυτά τα πράγματα δεν τα ’χει δει παρά μονάχα στις ταινίες, όπως και τα κορμιά εκείνα, στις ταινίες, με παγωμένα πλέον τραύματα που ο ιατροδικαστής κι η αστυνομία εξετάζουν με αδιάφορο βλέμμα προτού το πρόσωπό του καλυφθεί με άσπρο ύφασμα, ένα πλαστικό, δεν ξέρει πως πολύ σύντομα θα μιλούν για κείνον λέγοντας ότι η καρδιά του τον πρόδωσε, πως το συκώτι του έγινε κομμάτια, έπαθε διάτρηση των πνευμόνων, η μύτη του έσπασε, τα αιματώματά του ήταν μεγάλα σαν παλάμες, πράγματα που εκείνος δεν πρόκειται να ακούσει και που εσύ δεν θα έπρεπε ποτέ, ούτε θα ήθελες ποτέ σου να ακούσεις…».

Η απουσία τελείας και η αρχή της νουβέλας με το «και» σαν πρώτη λέξη δίνει την αίσθηση ότι ο αναγνώστης ήδη μπαίνει στη μέση κάποιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει να συμβαίνει από πριν. Όλη η νουβέλα αποτελεί στην ουσία μία πρόταση, σαν την τελευταία ανάσα του νεαρού, σαν τις σκέψεις του λίγο πριν ο θάνατος που προκλήθηκε από τα πρωτοφανούς αγριότητας χτυπήματα πάρει και αυτήν την τελευταία πνοή του μαζί με την ελπίδα ότι κάποτε θα σταματήσουν να τον χτυπούν.

Πέραν από τον ίδιο τον θάνατο όμως είναι και αυτά που ένιωθαν οι δολοφόνοι του νεαρού κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού, συναισθήματα που ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να συλλάβει, ίσως δε να αδυνατεί τη στιγμή εκείνη να κατανοήσει και ο νους του ίδιου του θύματος:

«…κι εκείνοι, βλέποντάς τον κολλημένο στον τοίχο που σχημάτιζαν οι κονσέρβες, φοβισμένο, με τρελαμένο, σε λίγο, ύφος, τους διεγείρει ακόμα περισσότερο, χωρίς να το λένε, εξαιτίας του δικαιώματος που αναγνωρίζουν στον εαυτό τους και της δύναμης που απολαμβάνουν, ο ένας μετά τον άλλο, ρίχνονται πάνω του […] κι ο αδελφός σου σε λίγο δεν θα έχει πια τη δύναμη να φωνάξει άλλο και να παλέψει για να φύγει, κρατιέται από μια ιδέα, θα σταματήσουν σε λίγο, όσο μπορεί ακόμα να σκέφτεται, σκέφτεται, θα σταματήσουν σε λίγο […] δεν μπορεί να συλλάβει αυτό που εξακολουθεί να διακρίνει στο βλέμμα τους, τη σοβαρότητα με την οποία τον δέρνουν, και την επιμέλεια, λες και εξαρτάται η ζωή τους απ’ αυτή, εκείνος με τα δόντια που καβαλικεύουν το ένα το άλλο δείχνει χαρούμενος και βαράει χωρίς συγκρατημό, το ευχαριστιέται, καταλαβαίνεις, πες μου, πες μου αν ξέρεις, αν εσύ καταλαβαίνεις, γιατί δεν έχουν μέσα τους ούτε καν θυμό για να τους παρακινήσει, αλλά εμψυχώνουν ο ένας τον άλλο για να προθερμανθούν ενώ έχουν ήδη όλα τελειώσει, είναι ήδη το τέλος […] δεν ξέρω κι εγώ για ποιον εξευτελισμό θέλουν να εκδικηθούν, κι αυτό το έχω επίσης απορία, όταν μένουν εμβρόντητοι από την ίδια τους τη βία […] δικός τους είναι, αυτός ο γαμημένος ο νεκρός, οπότε θέλουν να τον χτυπάνε μέχρι να βάλει τις φωνές, μέχρι να ξυπνήσει και να πει, φτάνει, όμως αυτό δεν πρόκειται να το πει, θα τους αφήσει μ’ ένα πτώμα στα χέρια, γιατί η σιωπή του είναι το τελευταίο δικό του πράγμα, όπως πολύ σύντομα ο φόβος θα είναι δικός τους, όταν θα αλλάξει στρατόπεδο, αποφασίζοντας να επισκεφτεί πρώτα τον πιο μεγάλο και σιγά σιγά τον καθέναν απ’ αυτούς, και τους τέσσερις, γιατί ενώ εκείνος είχε απομείνει εντελώς άδειος εκείνοι πήραν το σώμα του για να το φορτώσουν με όλα τα κουσούρια που ήθελαν να βγάλουν από πάνω τους…».

Είναι η λογοτεχνία όμως που μας κάνει να στοχαζόμαστε περισσότερο γι’ αυτούς και που εν τέλει βγάζει αυτούς από τη λήθη και εμάς από την ψευδαίσθηση της ασφάλειάς μας. Αν καταφέρει δε να μας κάνει να κοντοσταθούμε στο δρόμο, για να βοηθήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο τον επόμενο Μικαέλ που θα συναντήσουμε, τότε θα ‘χει πετύχει τον σκοπό της.

Ο ρατσισμός των δολοφόνων του νεαρού αποδίδεται συγκλονιστικά με τα ερωτήματα/σκέψεις που θέτει το ίδιο το θύμα:

«…εμένα γιατί με υποτιμήσατε έτσι, αλήθεια με υποτιμήσατε εξαιτίας μιας φόρμας κι ενός κοντομάνικου, εξαιτίας των μαλλιών μου, του προσώπου μου, της φυσιογνωμίας μου, αυτός είναι αλήθεια ο λόγος που θεωρήσατε πως μπορείτε να ξεσπάσετε πάνω μου, πως θέλετε να το πιστέψω χωρίς να σας γελάσω, εγώ, κατάμουτρα, για αυτό που είστε, γι’ αυτό που θεωρείτε ότι είσαστε όταν εγώ το μόνο που είδα ήταν κάτι τύπους που δεν καταδέχονταν να με κοιτάξουν στα μάτια, ενώ θα έπρεπε να είχαν χαμηλώσει το βλέμμα τους, όπως οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος που επιτίθεται άνανδρα…».

Ο μονόλογος του Mauvignier είναι βαθύτατα πολιτικός και θυμίζει, ιδίως σε εμάς, στην Ελλάδα της κρίσης, αφενός τα πολλά επεισόδια αποτρόπαιης βίας απέναντι στο διαφορετικό (θρησκεία, εθνικότητα, σεξουαλικός προσανατολισμός κα) που παρελαύνουν από τους δέκτες μας συνεχώς και καθημερινά, και αφετέρου την ευτέλεια της ανθρώπινης ζωής, την απαξίωσή της από τον σύγχρονο πολιτισμό και την μετατροπή των προσώπων σε αριθμούς (στα καθ’ ημάς: 20.000 άστεγοι, 3.800.000 φτωχοί, 1.300.000 άνεργοι κοκ).

Υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί Μικαέλ Μπλαίζ και στη χώρα μας. Τους βλέπουμε κάθε μέρα, μαθαίνουμε γι’ αυτούς και την κατάληξή τους από τους καναπέδες μας, στα δελτία των οκτώ, κοιτάζοντας την τηλεόραση με απάθεια, μέχρι να δούμε αν θα βρέξει ή όχι την επόμενη μέρα. Είναι η λογοτεχνία όμως που μας κάνει να στοχαζόμαστε περισσότερο γι’ αυτούς και που εν τέλει βγάζει αυτούς από τη λήθη και εμάς από την ψευδαίσθηση της ασφάλειάς μας. Αν καταφέρει δε να μας κάνει να κοντοσταθούμε στο δρόμο, για να βοηθήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο τον επόμενο Μικαέλ που θα συναντήσουμε, τότε θα ‘χει πετύχει τον σκοπό της.

Laurent MauvignierΟ συγγραφέας

Γεννημένος στην Τούρ της Γαλλίας το 1967, ο Laurent Mauvignier, έχει τιμηθεί με τα βραβεία Prix du Livre Inter, το βραβείο μυθιστορήματος Fnac, το βραβείο των Βιβλιοπωλών και το βραβείο Amerigo Vespucci.

 

 

Έγραψαν για το βιβλίο

  1. http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=670149
  2. http://www.toperiodiko.gr/%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%B3%CF%8E-%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B6%CF%89-%CE%BB%CE%AE%CE%B8%CE%B7-laurent-mauvignier-%CE%B5%CE%BA%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/
  3. https://www.efsyn.gr/arthro/neo-katigoro