ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Aστερισμός Ζωτικών Φαινομένων του Anthony Marra

Καιόμενο σπίτι
© viggo1

«ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ έκαψαν το σπίτι της και της πήραν τον πατέρα, η Χαβάα ονειρεύτηκε θαλάσσιες ανεμώνες».

Στην παραπάνω εναρκτήρια πρόταση του αριστουργήματος του Marra εμπεριέχεται όλο το βιβλίο: η φρίκη του (εμφυλίου) πολέμου και η ομορφιά της ζωής, το όνειρο και η αισιοδοξία που προσπαθούν κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες να ξεφυτρώσουν. Και το καταφέρνουν. Στο τέλος, αυτό που μένει στη θύμηση και στην καρδιά είναι οι θαλάσσιες ανεμώνες: το όμορφο, η ζωή, η χαρά, η ελπίδα, το πρόσωπο που το όνομά του και μόνο σε κάνει να στροβιλίζεσαι από ευτυχία.

Αστερισμός ζωτικών Φαινομένων εξώφυλλο
Mετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης Εκδόσεις Ίκαρος Σελ. 486 Σχεδιασμός-Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου – Indivisuals Collective

Έχοντας διαβάσει πολλές κριτικές (από καλές έως αποθεωτικές) για το εν λόγω βιβλίο, ήμουν αρκετά επιφυλακτικός. Το είχα στη βιβλιοθήκη μου για καιρό ως  «must – read» και απλώς περίμενε κι αυτό τη σειρά του, για να διαβαστεί δίπλα σε πολλά άλλα βιβλία. Το ξεκίνησα πριν λίγες μέρες. Διαβάζοντας χθες την τελευταία σελίδα, έμεινα άφωνος.

Το πρώτο (!) βιβλίο του τόσο νέου συγγραφέα (τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα «Whiting Writers’ Award», βραβείο που έλαβαν κατά το παρελθόν συγγραφείς όπως ο Jeffrey Eugenides και ο David Foster Wallace, αλλά και το «δικό μας» Athens Prize for Literature 2013, ενώ ήταν υποψήφιο για το «National Βook Award»), είναι ένα αντιπολεμικό αριστούργημα που εστιάζει στα πρόσωπα, τους ήρωες της ιστορίας του και τις συμπτώσεις που περιπλέκουν τις ζωές τους. Το βιβλίο δε μπορείς να το «ξεπετάξεις». Σε παρασύρει σε μία αργή ανάγνωση και αυτό όχι λόγω πλοκής, αλλά λόγω της ικανότητας του Marra να αφηγείται -ακόμη και τα πιο δύσπεπτα θέματα- με έναν μοναδικά λυρικό, ποιητικό τρόπο. Πολλές φορές διάβαζα παραγράφους ξανά και ξανά και άλλες τόσες το άφηνα δίπλα μου και σκεφτόμουν για αυτά που διάβαζα, γιατί το βιβλίο με αφορά, μας αφορά, παρά το ότι η υπόθεσή του εκτυλίσσεται στη Τσετσενία κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων (1995-2005) που κατέστρεψαν τη χώρα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης:

«Το άλλο πρωί, καθώς κανένας δεν τολμούσε να μετακινήσει τις άσκαστες οβίδες που ήταν σπαρμένες στο χωριό, οι γονείς της Χαβάας και άλλοι χωριανοί πήραν όσες λεκάνες τουαλέτας μπόρεσαν να βρουν σε γκρεμισμένα σπίτια και, κουβαλώντας τες ανάποδα, δυο δυο, τις έβαλαν πάνω απ’ τις οβίδες. Η Χαβάα δεν έμελλε να ξεχάσει ποτέ εκείνο το θέαμα. Δεκάδες αναποδογυρισμένες λεκάνες είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους απ’ όπου δε θα περνούσε αυτοκίνητο για βδομάδες ολόκληρες. Όλες αυτές τις βδομάδες, εκείνη θ’ άκουγε σποραδικά τις καθυστερημένες εκρήξεις και τα θραύσματα να κουδουνίζουν μέσα στο κεραμικό καύκαλο, αλλά οι λεκάνες, η μοναδική αξιοπρεπής κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης, δεν έσπασαν ποτέ.»

Διαβάστε πώς περιγράφει ο συγγραφέας την απαρχή του δεύτερου εμφυλίου πολέμου:

Πηγάδι
© jjuuhhaa

«ΟΤΑΝ ΗΡΘΕ ΣΤΟ ΒΟΛΤΣΑΝΣΚ ο δεύτερος πόλεμος, ήρθε χωρίς βόμβες ή όλμους, χωρίς τροχιοδεικτικές σφαίρες ή τανκς. Πέρασε πρώτα απ’ το παζάρι: λίγα καπίκια πιο ακριβό το γραμμάριο κάρδαμο, λίγα ρούβλια παραπάνω το καρότο – ένα πολύ ελαφρό τσίμπημα στις τιμές, ώστε να μπορεί να αποδοθεί στον πληθωρισμό, στις παγκόσμιες αγορές ή σε φυσικές καταστροφές. Στη συνέχεια κόπηκε το ρεύμα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, οι δημοτικές γραμμές του ηλεκτρικού, που είχαν αποκατασταθεί μετά τον πρώτο πόλεμο, δεν είχαν μεταφέρει ποτέ ρεύμα για παραπάνω από δυο ώρες συνεχώς, είτε ξημερώματα είτε τα μεσάνυχτα, δεκαπέντε – είκοσι λεπτά μέσα στα οποία η Νατάσα έπρεπε να φορτίσει τις μπαταρίες της, ν’ αρπάξει καμιά είδηση απ’ τα ραδιοκύματα, να μπει κάτω απ’ το ντους και να στεγνώσει τα μαλλιά της πριν τα φώτα τρεμοπαίξουν και η πόλη ξαναβυθιστεί στο σκοτάδι. Μετά, κόπηκε το νερό της βρύσης. Μαζί με όσους πολίτες είχαν μείνει στην πόλη, έβγαζε και η Νατάσα κουβάδες μέσα από ακάλυπτα πηγάδια και, πριν βράσει το νερό, το σούρωνε με μαξιλαροθήκες. Ακολούθησαν οι ελλείψεις τροφίμων. Στην αρχή, έλειψε το γάλα, μετά, τα δαμάσκηνα, μετά, τα λάχανα, μετά το καλαμποκάλευρο. Ακόμα και τ’ αγρίμια ηρέμησαν, τα σκυλιά σταμάτησαν ν’ αλυχτούν, τ’ αηδόνια σταμάτησαν να κελαηδούν. Και παρ’ όλο που οι Ομοσπονδιακές δυνάμεις είχαν εισβάλει στην Τσετσενία τον Αύγουστο του 1999, ο δεύτερος πόλεμος δεν άρχισε για τη Νατάσα παρά το απόγευμα του 2001, όταν πέρασε τις πύλες του Έκτου Νοσοκομείου».

Ιχθυόσκαλα
© brokensticksorginalo

Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση, ούτε κατηγορεί στον παράλογο αυτό πόλεμο Τσετσένων και Ρώσων. Αυτό που τον νοιάζει είναι ο άνθρωπος και η προσωπική του ιστορία, η επιθυμία του να ζήσει και να βρει ένα φωτάκι που θα τον κρατήσει έστω λίγες στιγμές παραπάνω στη ζωή, όσο δύσκολη κι αν είναι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ίδιοι χαρακτήρες θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε οποιονδήποτε πόλεμο και σε οποιοδήποτε ιστορικό φόντο. Γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο η ιστορία του βιβλίου του γίνεται πανανθρώπινη και νιώθει κανείς διαβάζοντάς το ότι τον αφορά. Το βιβλίο σε ξεβολεύει, σε κάνει να θέτεις ερωτήματα, ακόμα και να αναρωτηθείς τι θα έκανες εσύ στη θέση ενός «προδότη», αν είχες υποστεί βασανιστήρια που δεν χωράει ανθρώπινος νους. Είναι αρκετά τα «δύσκολα» σημεία της ιστορίας του Marra. Μπαίνεις στον πειρασμό να τα περάσεις γρήγορα ή ακόμα και να μην τα διαβάσεις. Ακόμη όμως και τα χειρότερα βασανιστήρια, ο θάνατος, οι σφαγές, οι εξαφανίσεις και η πείνα, ανθρώπων και ζώων, περιγράφονται με τέτοιο τρόπο που τελικά δεν αφήνεις όχι μόνο σελίδα, αλλά ούτε λέξη αδιάβαστη.

Οι σελίδες, στις οποίες περιγράφεται η σχέση πατέρα και γιου, η ντροπή του πατέρα για τον προδότη γιο του και τα ακραία συναισθήματα του πρώτου για τον δεύτερο είναι από τις πιο δυνατές

Τα περισσότερα από τα εξιστορούμενα γεγονότα εκτυλίσσονται μέσα σε πέντε μόλις ημέρες του 2004, αλλά ο συγγραφέας, επιλέγοντας τη μη γραμμική αφήγηση, μας ταξιδεύει σε συγκεκριμένα γεγονότα του παρελθόντος των ηρώων του που εξηγούν τη μετέπειτα πορεία τους και ιδίως τις μεταξύ τους σχέσεις.

Οι βαθιά ανθρώπινοι χαρακτήρες του βιβλίου του Marra που μένουν στην καρδιά και το μυαλό του αναγνώστη είναι η μικρή Xαβάα που χάνει τον πατέρα της, τον Ντόκα, ο Άχμεντ, ο γείτονας φίλος τους, πιο πολύ ζωγράφος παρά γιατρός, με μία γυναίκα κατάκοιτη από άγνωστη ασθένεια του νευρικού συστήματος, ο Χασάν, ήρωας πολέμου και ιστορικός που έχει γράψει την ιστορία της Τσετσενίας και την έχει ξαναγράψει (αναγκαστικά) τόσες φορές, όσοι και οι πρόεδροι που πέρασαν από τη χώρα, ο προδότης γιος του Χασάν, ο Ραμζάν, η Σόνια, γιατρός στο μοναδικό νοσοκομείο της πόλης που παρά τις αντίξοες συνθήκες καταφέρνει να το λειτουργεί μόνη της ράβοντας τραύματα ακόμη και με οδοντικό νήμα (!), η αδελφή της Σόνιας, Νατάσα, εξαφανισμένη δύο φορές.

Ο Άχμεντ, προσπαθώντας να σώσει την μικρή Χαβάα, μετά τον θάνατο του πατέρα της, την πηγαίνει στο νοσοκομείο της διπλανής πόλης, στο οποίο εργάζεται η Σόνια ως γιατρός. Της ζητάει να κρατήσει και να κρύψει το παιδί στο νοσοκομείο, ενώ αυτός, ως αντάλλαγμα, θα εργάζεται στο νοσοκομείο γι’ αυτήν. Αυτός που κατέδωσε τον πατέρα της Χαβάα, είναι ο γιος του Χασάν, ο Ραμζάν. Οι σελίδες, στις οποίες περιγράφεται η σχέση πατέρα και γιου, η ντροπή του πατέρα για τον προδότη γιο του και τα ακραία συναισθήματα του πρώτου για τον δεύτερο είναι από τις πιο δυνατές:

«Πως μπορούσε να φανταστεί ότι θα νοσταλγούσε τη μονοσύλλαβη αποδοκιμασία του πατέρα του; Πως μπορούσε να ξέρει ότι ζούσε σε αντίδραση στις προσδοκίες του πατέρα του, ότι τις χρειαζόταν για να ξέρει ακριβώς τι σόι άνθρωπος είχε αποτύχει να γίνει…Mια θαμπή προφάνεια συνέθλιβε σαν μέγγενη όση πατρική αγάπη είχε επιβιώσει στη σιωπή. Παρ’όλα τα ψέματα με τα οποία ζούσε ο Ραμζάν, ήταν ακόμα ικανός να λέει αλήθειες, κι αν ο Χασάν τον μισούσε, δεν ήταν για τα ψέματα, αλλά γι’ αυτές ακριβώς τις αλήθειες. Κάποτε είχε βάλει το χέρι του πάνω απ’ την κούνια του Ραμζάν, και τα δάχτυλα του αγοριού είχαν τυλιχτεί γύρω απ’ τα δικά του σαν μικρές κληματσίδες. Κάποτε, είχε σηκώσει το αγόρι κι είχε δει θαύματα μες στα βαθιά, ορθάνοιχτα μάτια του. «Δε μου είσαι τίποτα» είπε στο τέλος.»

Η Σόνια και η σχέση της με την αδελφή της Νατάσα, η εξαφάνιση της τελευταίας και η αναζήτησή της από τη Σόνια, τα ναρκωτικά, τα κυκλώματα της πορνείας που εκμεταλλεύονται χιλιάδες «Νατάσες» που φεύγουν από τον τόπο τους για την αναζήτηση του «ονείρου» αποτελούν κεντρικά θέματα του βιβλίου, ενώ οι σελίδες που περιγράφουν τη ζωή της Νατάσας είναι συγκλονιστικές:

Πορνείο
© sadi_c

«ΠΟΥΛΗΘΗΚΕ Σ’ΕΝΑ ΜΠΟΡΝΤΕΛΟ, μια σφαίρα δρόμο από το Κόσοβο, κι από κει, νότια μέσα απ’ την πλινθόκτιστη πόλη των Τιράνων και πάνω στην Αδριατική, όπου λικνιζόμενη στα θολά πράσινα νερά, είδε το πρόσωπο του φεγγαριού για πρώτη φορά μέσα σε πέντε εβδομάδες. Είχε κι αυτό κρατήρες από κάψιμο τσιγάρου. Το διαβατήριό της ήταν το επίτευγμά της, ο τίτλος της και το πωλητήριο που το κρατούσε όποιος κι αν ήταν αυτός στον οποίο ανήκε εκείνη τη μέρα, και που ταξίδευε σε απόσταση αναπνοής από το χέρι της, αλλά πότε μέσα στο χέρι της. Το μόνο στο οποίο μπορούσε να βασιστεί, ήταν μια τελετουργία καθημερινή και τόσο τακτική όσο η ανατολή και η δύση του ήλιου…Δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε τη χρονιά ούτε σε ποια πόλη είναι, δεν μπορεί να θυμηθεί τη γεύση του καθαρού αέρα ή την υφή του διαβατηρίου της, τη φωνή της αδελφής της ή την αγάπη και την απόγνωση που την ανάγκασαν να φύγει μακριά, αλλά στέκεται στο παράθυρο και θυμάται τη θέα σε οκτώ μήνες, όταν όλα τελειώσουν και κάνει τρίωρα μπάνια σ’ ένα άσυλο γυναικών, θα πάει στον καθρέφτη του μπάνιου και, γωνία γωνία, θα την ζωγραφίσει στο αχνιστό γυαλί. Οι άνδρες τη φωνάζουν Νατάσα, αλλά δεν ξέρει πώς ξέρουν τ’όνομά της. Κάποια στιγμή, η Κάτια τής λέει ότι έτσι ονομάζουν κάθε κορίτσι από την Ανατολική Ευρώπη-γι’αυτους, όλες είμαστε Νατάσες.»

Τα μικρά και ανθρώπινα είναι αυτά που συγκρατούν τους ήρωες του Marra στη ζωή και αυτά που μάλλον (μόνο υποθετικά μπορούμε εμείς να το πούμε) θα κρατούν τους ανθρώπους σε τόσο απάνθρωπες καταστάσεις: το πλύσιμο και το ντύσιμο μιας άγνωστης νεκρής με όμορφο όνομα, τα πορτρέτα των εξαφανισμένων συγχωριανών που στέκονται περήφανα στους δρόμους, για να τους θυμούνται οι ζωντανοί, η πιστή αναπαράσταση σε μακέτα της πόλης, ώστε από γκρεμισμένη και ρημαγμένη που είναι να αναστηθεί, τα ενθύμια που κρατά ένα κορίτσι στη βαλίτσα του από τους μετανάστες που φιλοξενήθηκαν σπίτι του, μικρά αντικείμενα που οι ιδιοκτήτες τους ήθελαν να ζήσουν, να επιβιώσουν, ώστε κατά κάποιον τρόπο να ζήσουν και οι ψυχές τους μέσα από αυτά, να ξεφύγει ένα κομμάτι τους από τον παράλογο πόλεμο, δύο γόνατα που αγγίζονται. Και πάνω και πριν απ’ όλα η ίδια η επιθυμία για ζωή, ο ορισμός της οποίας (σε ρωσικό ιατρικό λεξικό) δίνει και τον τίτλο στο υπέροχο αυτό βιβλίο: αστερισμός ζωτικών φαινομένων.

O συγγραφέας μιλάει για το βιβλίο του

Έγραψαν για το βιβλίο

  1. http://lou-read100.blogspot.gr/2013/12/2013.html
  2. http://www.kathimerini.gr/793740/article/politismos/vivlio/apwleia-ponos-agaph
  3. http://librofilo.blogspot.gr/2014/10/blog-post_15.html
  4. http://www.lifo.gr/mag/features/4594
  5. http://archive.efsyn.gr/?p=157333
  6. http://www.kathimerini.gr/787507/article/politismos/vivlio/me-prwth-ylh-thn-istoria
  7. http://www.nytimes.com/2013/06/09/books/review/a-constellation-of-vital-phenomena-by-anthony-marra.html?pagewanted=all&_r=0
  8. http://www.washingtonpost.com/entertainment/books/anthony-marras-a-constellation-of-vital-phenomena-reviewed-by-ron-charles/2013/05/07/8c2dec20-b6bc-11e2-b94c-b684dda07add_story.html