Mετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Ωκεανίδα
Σελ. 584
Μακέτα εξωφύλλου: Νατάσσα Πάντου
Φωτογραφία εξωφύλλου: iStock. By Getty Images
«Όταν η βροχή αρχίζει να χύνεται από εκείνα τα λευκά σαν χτυπημένο ασπράδι σύννεφα που φαντάζουν πάρα πολύ ντελικάτα για να ΄χουν εμφανιστεί μετά από τέτοιον κατακλυσμό, παγώνω. Οι βαριές σταγόνες αφρίζουν πέφτοντας με δύναμη πάνω στο ξερό γρασίδι. Έχω την αίσθηση ότι κάπως έτσι πρέπει ν’ ακούγεται κι ένας λάκκος με φίδια. Και ξαφνικά η βροχή πέφτει σαν καταρράχτης, παρότι ο ουρανός είναι ακόμα γαλανός, κι ο ήλιος λάμπει ακόμα.»
Πολλές οι συγγραφικές εμμονές του Τσιόλκα, πολλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται και μάλιστα με μαεστρία. Η γλώσσα του σκληρή, ρεαλιστική, που σε παρασύρει άλλοτε σαν ένα ήπιο ζεστό ρευματάκι (με τη βοήθεια της αποστασιοποιημένης τριτοπρόσωπης αφήγησης), άλλοτε σαν δίνη που σε στροβιλίζει στα τρίσβαθα του είναι σου (χρησιμοποιώντας την πιο προσωπική και ζωντανή πρωτοπρόσωπη αφήγηση), αφού δεν υπάρχει περίπτωση να μην σε αγγίξει αναγνωστικά κάποια από τις εμμονές του: οικογένεια, φιλία, έθνος, πρωταθλητισμός, ρατσισμός, ταξικές διαφορές, ντροπή, bullying, σεξουαλική ταυτότητα, πατρότητα και κυρίως η ζωή ως μία ακολουθία επιτυχιών και αποτυχιών.
Το μπαρακούντα είναι το γνωστό επιθετικό, αρπακτικό ψάρι που μπορεί να πιάσει ταχύτητα πάνω από 40 χλμ την ώρα. «Μπαρακούντα» αποκαλούν οι συμμαθητές του τον Ντάνι Κέλι, τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος ενηλικίωσης του Τσιόλκα και όχι άδικα. Γρήγορος, επιθετικός, οργισμένος, προσηλωμένος στο στόχο:
«Τίναζε τα πόδια. Ο Μπαρακούντα. Εισπνοή. Οργή. Το νερό σκίστηκε στα δυο για χάρη του. Του Μπαρακούντα. Εκπνοή. Γρήγορα. Το νερό άλλaξε ροή για χάρη του. Πήρε εισπνοή. Ο Μπαρακούντα. Το νερό τον υπάκουσε. Επικίνδυνος. Έβγαλε τον αέρα.»
Ο Ντάνι ή Νταν ή Ντάνιελ ή Μπαρακούντα ή Ψυχάκιας Κέλι (ο ίδιος και συνάμα διαφορετικός ανάλογα με την περίοδο που διανύει και ανάλογα με την υιοθέτηση από τον ίδιο του ρόλου που του αποδίδουν οι απ’ έξω) είναι ένας έφηβος με εξαιρετικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, που μέσα από την απολύτως ανθρωποφάγα μανία του πρωταθλητισμού προσπαθεί να αποδείξει τί είναι: στον εαυτό του, στους γονείς του, στους φίλους του, στα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα του πανάκριβου κολεγίου όπου φοιτεί από μία υποτροφία που κέρδισε λόγω των ικανοτήτων του στην κολύμβηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της φοίτησής του εκεί, η διαφορετικότητα ακόμα και στο χρώμα του δέρματός του με αυτήν των συμμαθητών του τού προκαλεί αυτολύπηση. Το συναίσθημα της διαφορετικότητας σωματοποιείται στο μυθιστόρημα του Τσιόλκα μοναδικά:
«Αγόρια τον έσπρωχναν προσπερνώντας τον, περνώντας από γύρω του κι από μπροστά του και πίσω του, κι είχαν την πιο καθαρή επιδερμίδα που είχε δει ποτέ και το καλύτερο κούρεμα και τα πιο λευκά και τα πιο τέλεια δόντια. Ένιωσε βρόμικος κι άσχημος και σκεφτόταν τα σπυράκια στο μέτωπό του, μια αλυσίδα από δαύτα πάνω στο πιγούνι του, κι άλλα, σαν άσχημη κόκκινη καμτσικιά κατά μήκος του αυχένα. Τα αγόρια όλα φώναζαν το ένα στο άλλο, όλα γνωρίζονταν αναμεταξύ τους, κανένα όμως δε γνώριζε αυτόν και τον έσπρωχναν, τον γρονθοκοπούσαν, τον παράσερναν προς μια άλλη είσοδο γρανίτη και ψαμμίτη και τώρα βρισκόταν σ’ένα καθαρό λιθόστρωτο μονοπάτι που ξετυλιγόταν ανάμεσα από μια έκταση αψεγάδιαστα κουρεμένου γρασιδιού, απόλυτα επίπεδη, απόλυτα πράσινη, χωρίς ίχνος από ξερά κιτρινισμένα χόρτα».
Από την αρχή του βιβλίου, όπου βρίσκουμε τον Ντάνι με τον σύντροφό του στη Γλασκώβη, μαθαίνουμε ότι έχει αναπτύξει μια κάποια φοβία για το νερό. Πια δεν κολυμπάει, το νερό δεν τον υπακούει, δεν υποχωρεί, για να κολυμπήσει ο Ντάνι, όπως κάποτε γινόταν, και που σταμάτησε να γίνεται εκείνα τα λίγα λεπτά σ’εκείνον τον αγώνα που τον βύθισε στη ντροπή, την οργή και στη συνέχεια στη φυλακή. Τον λόγο τον υποψιαζόμαστε, αλλά ο συγγραφέας τον καλύπτει τεχνηέντως, έως ότου μας τον αποκαλύψει, όταν εκείνος το επιθυμεί.
Δεν ξέφευγε ποτέ από τον στόχο του: το χρυσό μετάλλιο. Η ζωή του Ντάνι, ή μάλλον, η ζωή όπως την έβλεπε ο Ντάνι, δεν ήταν μια ζωή αναμνήσεων, βιωμάτων, αλλά μία αλληλουχία μεταλλίων που θα τον οδηγούσε στην πολυπόθητη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ.
Η αποδοχή από τον κολλητό του, τον Μάρτιν και ο λανθάνων ερωτισμός που ένιωθε γι’αυτόν, ερήμην του τελευταίου, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του μυθιστορήματος…
«Το ξεκίνημα της μέρας και το τέλος της μέρας, αυτά ήταν τα μόνα που είχαν σημασία. Το τελευταίο πράγμα που έκανε ο Ντάνι κάθε βράδυ ήταν να βάζει το ξυπνητήρι για το επόμενο πρωί στις τεσσερισήμισι. Το έκανε αυτό ανελλιπώς, παρότι το σώμα του δεν είχε ανάγκη από ξυπνητήρι. Πάντα ξυπνούσε προτύ χτυπήσει, όμως το να το ρυθμίσει ήταν μέρος της ρουτίνας. Πάντα το έβαζε στο βόμβο: δεν ήθελε πετσοκομμένους στίχους τραγουδιών ή επίμονους ρυθμούς να του ποτίζουν τον εγκέφαλο και να συσκοτίζουν το στόχο του».
Η αποδοχή από τον κολλητό του, τον Μάρτιν και ο λανθάνων ερωτισμός που ένιωθε γι’αυτόν, ερήμην του τελευταίου, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του μυθιστορήματος και εξηγεί πολλά από αυτά που προηγήθηκαν ή ακολουθούν με κορυφαίο τη στιγμή της συνειδητοποίησης ότι ο φίλος/αντικείμενο του πόθου του, πίσω από την τέλεια ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και το αστραφτερό κάτασπρο χαμόγελο, ήταν κενός:
«Του άρεσε που ο Μάρτιν τον περιέλαβε αμέσως, ενστικτωδώς. Ο Μάρτιν και ο Ντάνι – τώρα σχεδόν πάντα ήταν ο Μάρτιν και ο Ντάνι. Στο σχολείο, στην πισίνα, τώρα ήταν μόνο Κέλι και Τέιλορ. Όλα τα παιδιά το ήξεραν, το θεωρούσαν δεδομένο. Κέλι και Τέιλορ, κολλητοί. Πήγαιναν στην παραλία, σ’ ένα άλλο σπίτι των Τέιλορ, για να γιορτάσουν τα εβδομηκοστά πέμπτα γενέθλια της γιαγιάς της Έμα και του Μάρτιν. Ο Μάρτιν μπορούσε να έχει καλέσει τον Γουίλκο ή τον Φρέιζερ – η οικογένειά του ήξερε ανέκαθεν τις δικές τους-, όμως τελικά τον Ντάνι κάλεσαν. Ο Γουίλκο δεν είχε παραπονεθεί, ο Φρέιζερ δεν είχε πει λέξη. Ήταν ο Μάρτιν και ο Ντάνι, πάει και τέλειωσε».
Η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ δεν ήρθε ποτέ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Ντάνι δεν μπορούσε να νιώσει με κανέναν τρόπο τη συλλογική τρέλα των Αυστραλών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ούτε φυσικά να παρακολουθήσει την τελετή έναρξης, αφού δεν ήταν εκεί, δεν παρήλαυνε μαζί με την εθνική συμμετοχή στο κέντρο του σταδίου. Ήταν σε λάθος μεριά. Αυτόν θα’ πρεπε να παρακολουθούν να παρελαύνει. Τα συναισθήματα του νεαρού αθλητή αποδίδονται και εδώ σωματοποιημένα με τρόπο μοναδικό:
«Ο μπασκετμπολίστας κρατούσε με καμάρι την αυστραλιανή σημαία και δωσ’του τα Aussie, Aussie, Aussie, Oi, Oi, Oi, και τ’ αυτιά του δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν, και τα μάτια του δεν μπορούσαν να δουν και άφησε το χέρι της Ντέμετ κι έβαλε τα χέρια του στ’ αυτιά του και πάσχιζε να ρουφήξει λίγο αέρα, επειδή όλη του η δουλειά κι όλη του η προετοιμασία και τα νιάτα του και τα όνειρά του, όλος του ο εαυτός…Έπρεπε να είναι εκεί. Με τον να μην είναι εκεί, με τον να μην εκπληρώνει εκείνο τον απλό όρο, ο Νταν συνειδητοποιούσε ότι ήταν το τίποτα προσωποποιημένο, δεν κατάφερε να υπάρξει και παρότι είχε τα μάτια του κλειστά και παρότι προσπαθούσε ν’ απομονώσει τον ήχο, ο κόσμος είχε εφορμήσει, δεν μπορούσε να τον σταματήσει, τον κατέκλυζε και τον διαπερνούσε και τον τύλιγε: ορμητικές κόκκινες και κίτρινες φωτεινές κηλίδες διασταυρώοντναν στο σκοτάδι πίσω απ’ τα κλειστά του βλέφαρα, συμπλήρωναν τα σώματα και σκάρωναν ολόκληρους αθλητές. Άνοιξε τα μάτια του και εκεί, σε κοντινό πλάνο, ήταν ο Κίρεν Πέρκινς, που χαιρετούσε το ξαναμμένο πλήθος και, καθώς η κάμερα άρχισε να στρέφεται προς την αυστραλιανή ομάδα, προς εκείνο το γκρουπ των χρυσών αγοριών και των χρυσών κοριτσιών, κατάλαβε ότι έπρεπε να εισπνεύσει, έπρεπε ν’ ανοίξει τα πνευμόνια του κι έτσι γύρισε και πάλεψε να πάρει ανάσα, σπρώχνοντας και κλοτσώντας και δίνοντας αγκωνιές δεξιά κι αριστερά, ώσπου έσπασε την εκκωφαντική μάζα και βρέθηκε στο δρομάκι, στον καθαρό αέρα. Δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο στον ορίζοντα, ψυχή ζώσα στο δρόμο – ούτε ένα ανθρώπινο πλάσμα να μοιραστεί την ταπείνωσή του. Ήταν μόνος, ένα κουρέλι στον κόσμο».
Στη φυλακή βρίσκει σανίδα σωτηρίας στην κλασική λογοτεχνία, αλλά και απελευθερώνεται σεξουαλικά. Η αποδοχή της ομοφιλοφιλίας του ωστόσο δεν είναι απλή. Ο Ντάνι φαίνεται κατά κάποιον τρόπο να τιμωρεί το σώμα του για την προδοσία που αυτό του επιφύλαξε στον μοιραίο εκείνο αγώνα, που στάθηκε η αιτία να υλοποιηθούν οι χειρότεροι εφιάλτες του. Τιμωρεί το σώμα του που σ’εκείνο τον κρίσιμο αγώνα δεν τον ακολούθησε μέχρι τη νίκη, με αποτέλεσμα να ντροπιαστεί, να «καταστραφεί» και να ακολουθήσει εφεξής μία πορεία λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη, μια πορεία που θα διανύσει με οργή, με τάσεις φυγής ακόμη και από την ίδια του τη χώρα. Συνάπτοντας λοιπόν ερωτικό δεσμό με έναν άλλον κρατούμενο, τιμωρεί και αυτός το σώμα του, το πονάει, όπως εκείνο τον πόνεσε σ’εκείνο τον αγώνα. Συγκλονιστικός ο μονόλογος του Ντάνι προς το τέλος του βιβλίου:
«Είχα ένα μέλλον κι ετοιμαζόμουν να γίνω ένας από τους σπουδαιότερους κολυμβητές που υπήρξαν ποτέ και δεν ήμουν αρκετά καλός κι αυτό δεν είχε καμία σχέση με ταλέντο ή με ικανότητα ή με το σώμα μου-είχε σχέση με το ποιος ήμουν. Απλώς δεν ήμουν αρκετά καλός. Το μόνο που είχα ήταν εκείνο το μέλλον κι όταν μου στέρησαν εκείνο το μέλλον, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο εκεί-και λυπάμαι που ακόμα κι εσύ, ακόμα και όλοι εσείς, όλη μου η οικογένεια, δεν ήσασταν αρκετοί. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από αυτό το κενό και το μόνο που ήμουν εγώ ήταν αυτό το κενό. Το μόνο που ήξερα να κάνω ήταν να κολυμπάω και το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να κολυμπάω και δε θα μπορούσα να κολυμπήσω ποτέ πια, έτσι ήμουν απλώς ένα κενό, στη θέση που θα έπρεπε να βρίσκεται ένας άνθρωπος, και μισούσα τον εαυτό μου που δεν ήμουν αρκετά δυνατός και που δεν ήμουν αρκετά καλός […] Απέτυχα. Η αποτυχία ήταν μέσα μου και το μόνο που ήξερα ήταν πως δεν ήμουν αρκετά δυνατός, οπότε απλώς επέπλεα. Όλη μου η ζωή επέπλεε κι αυτό είναι που δεν μπόρεσα ποτέ να ανεχτώ στο νερό, το να επιπλέω μόνο σ’αυτό – αυτό που αγαπούσα στην κολύμβηση ήταν ότι μπορούσα να πετάω μες στο νερό, δεν ήταν υγρό για μένα, ήταν αέρας».
Η επιστροφή του στην Αυστραλία θα σημάνει και την επιστροφή στον αληθινό εαυτό του, όπως αυτός έχει πια διαμορφωθεί από την πάλη με όλους και με όλα. Επιστροφή που θα σημάνει εξιλέωση, συγχώρεση και συμφιλίωση με τον εαυτό του, την οικογένειά του, τους φίλους του.
«Ο Νταν ήθελε να μιλήσει στον Λουκ για τον Κλάιντ κι ίσως μια μέρα να το έκανε. Όμως χρειάζονταν περισσότερο χρόνο με τον Λουκ, έπρεπε να χαράξουν χάρτες ο ένας για τον άλλον, να οριοθετήσουν τις εμπειρίες τους, να δείξουν τους δρόμους που είχαν ταξιδέψει, να σκιαγραφήσουν τα σύνορα που είχαν προσεγγίσει και να σημειώσουν τις πόλεις της εργασίας, του έρωτα και του πόθου τους. Μια τρομερή θλίψη τον κυρίεψε, για το πόσο μακριά είχαν ταξιδέψει ο ένας από τον άλλον, πόσο πολύς χρόνος θα χρειαζόταν για να ξεκαθαρίοσυν και συμφιλιώσουν το κοινό τους παρελθόν με το ατομικό τους παρόν. Ευχήθηκε να έβρισκε το χρόνο να εξερευνήσει το βασίλειο που είχε δημιουργήσει ο φίλος του. Θα φρόντιζε να τον βρει.»
Η επιστροφή του Ντάνι στη χώρα του, στην οικογένειά του και στη ζωή του, η συμφιλίωσή του με όλους και πρωτίστως με το νερό (και άρα τον εαυτό του) θα σημάνει και την επιστροφή του στην παιδική του ηλικία, και ιδίως στις αναμνήσεις εκείνες με τον πατέρα του να του μαθαίνει κολύμβηση. Οι σελίδες αυτές είναι κατά τη γνώμη μου οι πιο φορτισμένες συναισθηματικά, οι πιο τρυφερές και σίγουρα εκείνες που θα μείνουν ανεξίτηλες στο μυαλό του αναγνώστη. Ένα δυνατό, υπέροχο βιβλίο.
Ο συγγραφέας
Ο Χρήστος Τσιόλκας γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας από Έλληνες γονείς το 1965. Τα βιβλία του έχουν τιμηθεί με πλήθος βραβείων και κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Οξύ («Κατά Μέτωπο» και «Ο άνθρωπος του Ιησού»), τις εκδόσεις Printa («Νεκρή Ευρώπη»), που τιμήθηκε το 2006 με το αυστραλέζικο βραβείο λογοτεχνίας Age και το βραβείο Καλύτερου Λογοτεχνικού Έργου της Μελβούρνης, και τις εκδόσεις Ωκεανίδα («Το Χαστούκι»). Για το «Χαστούκι» τιμήθηκε το 2009 με το βραβείο Καλύτερου Συγγραφέα των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ενώ το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker, γεγονός που κατέστησε τον Τσιόλκα διάσημο σε όλο τον κόσμο. Το «Χαστούκι» προβάλλεται φέτος από το ΝΒC (και τον Alpha) όπου πρωταγωνιστεί μεταξύ άλλων η Ούμα Θέρμαν.
Εξώφυλλα απ’ όλο τον κόσμο
Δείτε τον συγγραφέα να μιλάει για το βιβλίο
Διαβάστε συνεντεύξεις του συγγραφέα
- http://booksjournal.gr/slideshow/item/546-to-%CF%86%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%82
- http://www.athensvoice.gr/the-paper/article/491/%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%84%CF%83%CE%B9%CF%8C%CE%BB%CE%BA%CE%B1%CF%82
- http://www.kathimerini.gr/772988/article/proswpa/synentey3eis/xrhstos-tsiolkas-o-ellhnas-poy-xastoykise-toys-aystraloys
Έγραψαν για το Μπαρακούντα
- http://www.oanagnostis.gr/to-nero-pou-timori/
- http://www.theguardian.com/books/2014/jan/03/barracuda-christos-tsiolkas-review
- http://www.themillions.com/2014/09/how-far-he-had-fallen-christos-tsiolkass-barracuda.html
- http://www.booksellerandpublisher.com.au/DetailPage.aspx?type=item&id=27874
- http://www.redonline.co.uk/reviews/book-reviews/barracuda-review