Πριν σας μιλήσω για το αριστουργηματικό αυτό βιβλίο του Γιόζεφ Μπρόντσκι, θέλω αφενός να σας ευχαριστήσω από καρδίας για τη στήριξή σας σ’ αυτό μου το εγχείρημα, και αφετέρου να σας δηλώσω τον λόγο για τον οποίο δεν αναρτώ τακτικά δημοσιεύσεις (υπήρξαν παράπονα αναγνωστών μου, που ομολογώ με έκαναν πολύ χαρούμενο!).
Ο χρόνος είναι περιορισμένος και πολύτιμος για όλους μας, οπότε δεν έχουμε την πολυτέλεια να διαβάζουμε τα πάντα. Τα χρονικά, ωστόσο, διαστήματα που μεσολαβούν μεταξύ των δημοσιεύσεών μου, έχω εν τω μεταξύ διαβάσει ένα ή περισσότερα βιβλία, τα οποία όμως δεν σας παρουσιάζω, παραμένοντας πιστός στη δέσμευσή μου ότι στο blog αυτό θα παρουσιάζονται μόνο βιβλία που -κατά τη γνώμη μου πάντα- αξίζει να διαβαστούν.
Αφενός λοιπόν, δεν θέλω να χάσετε κι εσείς τον χρόνο που έχασα εγώ διαβάζοντας ένα κακό ή αδιάφορο βιβλίο, αφετέρου, αναγνωρίζοντας τον κόπο που έκανε κάθε συγγραφέας, για να γράψει το κακό ή αδιάφορο βιβλίο, προτιμώ να μην γράψω μία αρνητική παρουσίαση (και να ξέρετε ότι οι κακές παρουσιάσεις είναι πολύ πιο εύκολο να γραφτούν από τις καλές). Σκοπεύω να κρατήσω αυτή την υπόσχεση για όσο καιρό υπάρχει αυτό το blog.
Σήμερα θα ταξιδέψουμε στη Βενετία παρέα με ένα λογοτεχνικό διαμάντι, το “Υδατογράφημα” του Γιόζεφ Μπρόντσκι. Το βιβλίο αυτό το διάβασα πριν από μερικά χρόνια. Το ξαναθυμήθηκα μέσα από τις υπέροχες φωτογραφίες του βιβλιοπωλείου “Alta Acqua” που έβγαλε μία πολύ καλή μου φίλη και συνάδελφος, η Σελίνα Αναγνώστου, σε ένα πρόσφατο ταξίδι της.
Έχω αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που πήγα στη μαγική αυτή πόλη. Δυστυχώς, όταν την επισκέφθηκα, δεν είχα διαβάσει ακόμα το “Υδατογράφημα”. Παρ’όλα αυτά, το βιβλίο του Μπρόντσκι, έστω και μεταγενέστερα, κατάφερε να με κάνει να την “ξαναδώ” από μία άλλη διάσταση και με έναν άλλο τρόπο. Τυχεροί όσοι δεν το έχετε διαβάσει και δεν έχετε ακόμα επισκεφθεί τη Βενετία. Ακόμα πιο τυχεροί όσοι θα το διαβάσετε εκεί. Το βιβλίο μάς καλεί να δούμε τη Βενετία διαφορετικά. Σίγουρα όχι με το μάτι του τουρίστα που επισκέπτεται αυτή την πόλη σαν άλλη Disneyland, αλλά με το μάτι κάποιου, που είναι ανοιχτός στο να δει, να γευτεί, ν’ ακούσει, ν’ αγγίξει και να μυρίσει την ομορφιά, την ιστορία και ιδίως τους φτιαγμένους από νερό ανθρώπους της, χωρίς τους οποίους η Βενετία θα ήταν ένα απέραντο, νεκρό μουσείο. Το βιβλίο αποτελεί άλλο ένα ποίημα του μεγάλου νομπελίστα ποιητή, ένα ποίημα που έγραφε κατά τη διάρκεια των δεκαεπτά χειμωνιάτικων επισκέψεών του στην αγαπημένη του Βενετία. Σκέψεις και περιγραφές από τα ταξίδια του αυτά λοιπόν καταθέτει μέσα από το “Υδατογράφημα” ο συγγραφέας.
Αφεθείτε στην ονειρική, φιλοσοφική, μυστικιστική και λυρική γραφή του Μπρόντσκι και θα διαπιστώσετε κι εσείς ότι η φτιαγμένη από νερό Βενετία κατοικείται από φτιαγμένους από νερό ανθρώπους.Το βιβλίο αυτό είναι ένας καθρέφτης, ένας καθρέφτης φτιαγμένος από νερό, στο οποίο κανείς μπορεί να δει, αν έχει υπομονή, και την αντανάκλασή του.
“Ήταν μια ανεμοδαρμένη νύχτα και, πριν ακόμη η όρασή μου καταγράψει οτιδήποτε, συνταράχθηκα από ένα συναίσθημα απόλυτης ευτυχίας: τα ρουθούνια μου χτύπησε αυτό που για μένα ήταν πάντα συνώνυμό της: η μυρωδιά από παγωμένα φύκια. Για μερικούς ανθρώπους είναι η μυρωδιά φρεσκοκομμένου γκαζόν ή άχυρου. Για άλλους το χριστουγεννιάτικο άρωμα που αναδίδουν οι βελόνες του ελάτου και τα μανταρίνια. Για μένα είναι τα παγωμένα φύκια – τόσο λόγω της ονοματοποιητικής περιουσίας της ίδιας της λέξης (στα ρωσικά, φύκι είναι η υπέροχη λέξη βοντορόσλι) όσο και μιας αμυδρής δυσαρμονίας, κι ενός κρυφού υποθαλλάσσιου δράματος που εμπεριέχονται στο νόημά της. Καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του σε ορισμένα στοιχεία της φύσης. Τη στιγμή που εκείνη η μυρωδιά πλημμύριζε το είναι μου στα σκαλιά του στατσιόνε, κρυφά δράματα και δυσαρμονίες αποτελούσαν, από καιρό, το φόρτε μου.”
“ΑΨΥΧΟΙ από τη φύση τους, οι καθρέφτες στα δωμάτια των ξενοδοχείων ατονούν ακόμη περισσότερο έχοντας δει πολλούς. Αυτό που σου επιστρέφουν δεν είναι η ταυτότητα αλλά η ανωνυμία σου, ειδικά σε αυτή την πόλη. Γιατί εδώ ο εαυτός σου είναι το τελευταίο πράγμα που επιθυμείς να δεις. Τον καιρό των πρώτων παρεπιδημιών μου βρισκόμουν συχνά προ εκπλήξεως καθώς συνελάμβανα το ίδιο μου το περίγραμμα, με ρούχα ή χωρίς, στην ανοιχτή ντουλάπα. Λίγο αργότερα άρχισα να αναρωτιέμαι για τις εδεμικές ή μεταθανάτιες επιπτώσεις αυτού του τόπου στην αυτογνωσία ενός ανθρώπου. Σε κάποιο σημείο αυτής της συλλογιστικής ανέπτυξα και μια θεωρία υπερβολικού πλεονασμού, του καθρέφτη που απορροφά το σώμα, που απορροφά την πόλη. Το καθαρό αποτέλεσμα είναι προφανώς αλληλοεξουδετέρωση. Ένα είδωλο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ενδιαφέρεται για ένα είδωλο. Η πόλη είναι αρκετά ναρκισσιστική ώστε να μετατρέψει το μυαλό σου σε αμάλγαμα, λυτρώνοντάς το από τα κατάβαθά του.”
Διαβάστε πως περιγράφει τη μανία των ταξιδιωτών να αγοράσουν ρούχα μόλις πατήσουν το πόδι τους στη Βενετία:
«Το κάνουν επειδή η ίδια η πόλη, στην προκειμένη περίπτωση, τους προκαλεί…Αυτό που βλέπει κανείς σε αυτή την πόλη, σε κάθε βήμα, σε κάθε στροφή, από κάθε προοπτική και σε κάθε αδιέξοδο, επιδεινώνει τα συμπλέγματα και τις ανασφάλειές του. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιος – μια γυναίκα ειδικότερα αλλά κι ένας άνδρας επίσης- κάνει επιδρομές στα μαγαζιά, μόλις πατήσει το πόδι του εδώ, και μάλιστα με ένα αίσθημα εκδίκησης. Η περιβάλλουσα ομορφιά είναι τέτοια που, άξαφνα, κυριεύεσαι από έναν παράλογο, ζωώδη πόθο να εξομοιωθείς με αυτήν, να γίνεις ισότιμος. Αυτό καμιά σχέση δεν έχει με τη ματαιοδοξία ή με την επακόλουθη αυτής πληθώρα των καθρεφτών εδώ, ο κυριότερος από τους οποίους είναι το ίδιο το νερό. Συμβαίνει απλώς επειδή η πόλη προσφέρει στα δίποδα μιας αίσθηση οπτικής ανωτερότητας, που απουσιάζει από τις φυσικές φωλιές τους, από το σύνηθες περιβάλλον τους.»
«Το χειμώνα ξυπνάς σε αυτή την πόλη, ειδικά τις Κυριακές, με τον κλυδωνισμό των αναρίθμητων καμπανών, λες και πίσω από τις αραχνοϋφαντες κουρτίνες σου ένα τεράστιο κινέζικο σερβίτσιο τσαγιού τρεμοπαίζει πάνω σ’ έναν ασημένιο δίσκο, στον γκρι-περλέ ουρανό…Κάτι τέτοιες μέρες η πόλη αποκτά πράγματι μια πορσελάνινη υφή, με όλους τους καλυμμένους από ψευδάργυρο τρούλους της να θυμίζουν τσαγιέρες ή αναποδογυρισμένα φλιτζάνια, και με το γυρτό προφίλ των καμπαναριών που κλυδωνίζονται μεταλλικά σαν εγκαταλελειμμένα κουτάλια και σβήνουν στον ουρανό…Αναξάρτητα από το αν έχει δίκιο ή άδικο, κανένας εγωιστής δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει για πολύ καιρό σε αυτό το πορσελάνινο περιβάλλον από κρυστάλλινο νερό, γιατί είναι αυτό που κλέβει τελικά την παράσταση».
«Το μάτι σε αυτή την πόλη αποκτά μια αυτονομία όμοια με αυτή που έχει το δάκρυ. Η μόνη διαφορά είναι ότι αυτό δεν αποχωρίζεται το σώμα αλλά το υποτάσσει ολοκληρωτικά. Μετά από λίγο καιρό σε αυτή την πόλη –την τρίτη ή την τέταρτη μέρα- το σώμα αρχίζει να θεωρεί τον εαυτό του απλό φορέα του ματιού, ένα είδος υποβρύχιου για το μια διαστελλόμενο μια συστελλόμενο περισκόπιό του. Φυσικά για τους τόσους στόχους του, οι εκρήξεις του είναι απαράλλαχτα αυτοκυρωτικές: είναι η ίδια σου η καρδιά ή αλλιώς το πνεύμα σου που βουλιάζει. Το μάτι ξεπετάγεται στην επιφάνεια. Αυτό βέβαια οφείλεται στην εδώ τοπογραφία, στους δρόμους -στενοί, οφιοειδείς σαν χέλια-που τελικά σε φέρνουν σε κάποιον κάμπο που επιπλέει, με έναν καθεδρικό ναό στη μέση, με αγίους προσκολλημένους πάνω του σαν πεταλίδες, ο οποίος λικνίζει με καμάρι τους όμοιους με μέδουσα θόλους του.»
Η νέμπια, η διάσημη χειμωνιάτικη ομίχλη της Βενετίας η οποία εξαφανίζει την πόλη και τους ανθρώπους της, κάνοντάς την από μια πόλη φτιαγμένη από νερό, μια πόλη φτιαγμένη από αέρα. Όταν έρχεται λοιπόν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ομίχλη και παραμένει για πολλές μέρες είναι «…ένας καιρός κατάλληλος για αυτολήθη, γεννημένος από μια πόλη που έπαψε να είναι ορατή. Ασυναίσθητα ακολουθείς το παράδειγμά της, ειδικά αν, σαν κι αυτή, δεν έχεις συντροφιά. Έχοντας αποτύχει στο να γεννηθείς εδώ, μπορείς τουλάχιστον να περηφανευτείς πως μοιράστηκες την αορατότητά της».
«Στο ηλιοβασίλεμα, όλες οι πόλεις φαντάζουν υπέροχες, αλλά κάποιες περισσότερο από άλλες. Τα ανάγλυφα γίνονται πιο λυγερά, οι κίονες πιο στρογγυλοί, τα κιονόκρανα πιο σγουρά, οι μαρκίζες πιο αποφασιστικές, οι οβελίσκοι πιο άκαμπτοι, οι κόγχες πιο βαθιές, οι Απόστολοι πιο πλαστικοί, οι Άγγελοι μετέωροι στον αέρα. Στους δρόμους σκοτεινιάζει, αλλά είναι ακόμη μέρα για τη Φονταμέντα και γι’ αυτόν το γιγαντιαίο υγρό καθρέφτη, όπου βενζινάκατοι, βαπορέτα, γόνδολες, φουσκωτά και μαούνες, σαν σκόρπια παλιωμένα παπούτσια, ποδοπατούν με ενθουσιασμό μπαρόκ και γοτθικού ρυθμού προσόψεις, χωρίς να φαίνονται περισσότερο εύσπλαχνα στο δικό σου είδωλο ή στην αντανάκλαση ενός περαστικού σύννεφου…Και νιώθεις την κόπωση του φωτός καθώς αναπαύεται στο μαρμάρινο κέλυφος του Ζακάρια για άλλη μια ώρα περίπου, την ώρα που η γη στρέφει το άλλο της μάγουλο στο φεγγάρι…Είναι ένα προσωπικό φως, το φως του Τζορτζόνε ή του Μπελίνι, όχι του Τιέπολο ή του Τιντορέτο. Και η πόλη παρατείνει τη ζωή της μέσα του, γευόμενη το άγγιμά του, το χάδι τού απείρου απ’ όπου προήλθε. Ένα αντικείμενο, άλλωστε, είναι αυτό που κάνει το άπειρο προσωπικό.»
“Ένα δάκρυ μπορεί να χυθεί σε αυτό το μέρος, σε πολλές περιπτώσεις. Θεωρώντας ως δεδομένο ότι η ομορφιά είναι η διάχυση του φωτός με τον πιο ταιριαστό προς τον αμφιβληστροειδή τρόπο, ένα δάκρυ είναι η αναγνώριση της αποτυχίας του αμφιβληστροειδούς, όπως επίσης και του δακρύου, να συγκρατήσουν την ομορφιά. Γενικά, η αγάπη έρχεται με την ταχύτητα του φωτός. Ο χωρισμός, με αυτήν του ήχου. Είναι ο ξεπεσμός της μεγαλύτερης ταχύτητας στη μικρότερη που υγραίνει τα μάτια σου…”.
Ο συγγραφέας
Γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη το 1940, ο Μπρόντσκι άρχισε να γράφει ποίηση ήδη από το 1955. Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με την “μεγάλη” Άννα Αχμάτοβα, η οποία αποτέλεσε τρόπον τινά τον μέντορά του. Το 1963 η ποίησή του θεωρήθηκε από τις καθεστωτικές εφημερίδες της εποχής “πορνογραφική” και “αντισοβιετική”. Συνελήφθη και κατηγορήθηκε το 1964 από τις σοβιετικές αρχές για “κοινωνικό παρασιτισμό” σε μία δίκη παρωδία. Τον χαρακτήρισαν “ψευδοποιητή” που απέτυχε να εκπληρώσει το “συνταγματικό του δικαίωμα εργασίας, τίμια, για το καλό της μητέρας πατρίδας”. Έχει μείνει στην ιστορία ο διάλογός του με τον δικαστή κατά τη διάρκεια εκείνης της δίκης. Όταν ο δικαστής τον ρώτησε “ποιός σε αναγνώρισε ως ποιητή; ποιός σε κατέταξε στις τάξεις των ποιητών;” ο εικοσιτριάχρονος τότε Mπρόντσκι του απάντησε “κανείς”, για να συμπληρώσει αμέσως μετά “ποιός με κατέταξε στις τάξεις της ανθρώπινης φυλής;”. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια καταναγκαστικών έργων, ενώ κατόπιν διαμαρτυριών από ανθρώπους του πνεύματος, όπως ο Σοστακόβιτς, η Αχμάτοβα και ο Ζαν – Πωλ Σαρτρ η ποινή του μετατράπηκε. Το 1987 του απονεμήθηκε το Nobel Λογοτεχνίας. Όταν το έμαθε είπε αστειευόμενος: “είναι ένα μεγάλο βήμα για μένα, μικρό όμως για την ανθρωπότητα”.