«Ήμαρτον Κύριε, σταυροκοπήθηκε άναυδος ο γερο-Σεβαστιανός, ο φύλακας της Νότιας Πύλης της Πρέσπας. Στεκόταν μπροστά στο αυτοσχέδιο φυλάκιό του – έναν τριώροφο πυργίσκο καμπαναριού το μεσαίο πάτωμα του οποίου είχε μετατρέψει σε κονάκι- με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη και τις κόρες διεσταλμένες από τρόμο, μην τολμώντας να μπει μέσα, να προστατευτεί τουλάχιστον απ’ τη βροχή που ο αέρας έφερνε λοξά στο υπόστεγο και του μαστίγωνε το πρόσωπο. Μετάνιωνε που εγκατέλειψε το πόστο του, αλλά ένας κεραυνός χτύπησε το πανδοχείο κι έτρεξε ως εκεί φοβούμενος μήπως χάθηκαν ζωές. Έτρεξε, τρόπος του λέγειν, τώρα που η λάσπη έφτασε στα σαράντα εκατοστά με δυσκολία έσερνε τα πόδια του. Γκρεμίστηκε ένα μέρος της κεραμοσκεπής αλλά κανείς δεν τραυματίστηκε, οπότε επέστρεψε γρήγορα στο φυλάκιο κι ανέβηκε λαχανιασμένος της σκαλίτσα, για να κοκκαλώσει στο κεφαλόσκαλο και από την ανοιχτή πόρτα-την είχε αφήσει ανοιχτή; ούτε που θυμόταν-να αντικρίσει τούτο το αποτρόπαιο θέαμα. Επάνω στην καρέκλα του βρισκόταν, ήμαρτον Κύριε, ένα κομμένο χέρι. Μελανιασμένο, άκαμπτο και καταλασπωμένο».
Μήνας: Αύγουστος 2015
Το Λεωφορείο της Εουχένια Αλμέιδα
«Πάνε τρεις νύχτες που το λεωφορείο περνάει χωρίς ν’ ανοίγει την πόρτα. Το χωριό ζει κάτω από έναν τσίγκινο ουρανό, γκρίζο και ελάχιστα κυματιστό. Η σκόνη σκεπάζει τις αυλόπορτες και η αναβροχιά κάνει τα σκυλιά νευρικά.»