«Πάνε τρεις νύχτες που το λεωφορείο περνάει χωρίς ν’ ανοίγει την πόρτα. Το χωριό ζει κάτω από έναν τσίγκινο ουρανό, γκρίζο και ελάχιστα κυματιστό. Η σκόνη σκεπάζει τις αυλόπορτες και η αναβροχιά κάνει τα σκυλιά νευρικά.»
Σε ένα άνυδρο, αποκομμένο και σκονισμένο χωριό της Αργεντινής εκτυλίσσεται η μικρή, αλλά μεστή νοημάτων και ιδιαίτερα ατμοσφαιρική νουβέλα της Εουχένια Αλμέιδα. Το χωριό χωρίζεται από τις ράγες του τρένου: από την πάνω πλευρά μένουν οι πιο ευκατάστατοι κάτοικοι και οι άρχοντες του χωριού, ενώ από την κάτω πλευρά ο φτωχός πληθυσμός. Η ζέστη δε και η σκόνη δεν κάνουν μόνο τα σκυλιά νευρικά, αλλά και τους ανθρώπους, αλλοιώνοντας τους χαρακτήρες τους. Το δε λεωφορείο που δεν σταματά είναι το συμβάν γύρω από το οποίο περιστρέφεται η νουβέλα και οι ζωές των ηρώων.
«Ο δικηγόρος στρέφει το πρόσωπο και αλλάζει όψη. Πλησιάζει την αδελφή του και την στηρίζει. Η Βικτόρια αναπνέει βαθιά και κλείνει τα μάτια. Απ’ το βάθος ακούγεται το λεωφορείο. Ο ξενοδόχος κατεβαίνει στο δρόμο και κουνάει τα χέρια. Το ζευγάρι πλησιάζει στην άκρη του πεζοδρομίου. Η γυναίκα επωφελείται για να κάνει έναν ειρωνικό ήχο με τα χείλη της καθώς περνάει δίπλα απ’ τη Μάρτα. Ο Ρουμπέν ακούει το λεωφορείο που αλλάζει ταχύτητες και το βλέπει να επιταχύνει. Σταματάει στη μέση του δρόμου και σηκώνει τα χέρια του. Το αυτοκίνητο επιταχύνει και αποφεύγει με μια μανούβρα τον ξενοδόχο ο οποίος κοκκαλώνει μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης, καταμεσής του δρόμου με τα χέρια ψηλά.»
Μια μέρα, λοιπόν, ενώ ο δικηγόρος Πόνσε συνοδευόμενος από την αδελφή του και τη γυναίκα του Μάρτα πηγαίνουν στη στάση του (μοναδικού) λεωφορείου που συνδέει το ξεχασμένο χωριό με την υπόλοιπη χώρα, για να επιβιβαστεί σ’ αυτό η αδελφή του που τους έχει επισκεφθεί, το λεωφορείο παραδόξως δεν σταματάει. Την επόμενη ημέρα το ίδιο. Την μεθεπόμενη επίσης. Αυτό συμβαίνει για αρκετό καιρό. Οι κάτοικοι αναρωτιούνται τι συμβαίνει και φοβούνται. Το λεωφορείο τούς συνδέει με την πόλη και θα λέγαμε με τον πολιτισμό, αφού τίποτα δεν συμβαίνει στο μικρό τους χωριό, όπου ακόμα και οι δύο επισκέπτες του, ένας πωλητής με συντροφιά μια γυναίκα, είναι δακτυλοδεικτούμενοι από τους κατοίκους.
«Η μέρα περνάει επίπεδη και πονεμένη-η ζέστη και η σκόνη κάθονται στα κόκαλα. Οι λίγοι που έχουν βγει στο δρόμο αναζητούν τη σκιά. Όταν πέφτει ο ήλιος, η χήρα Χουάρες βγάζει μια πολυθρόνα στο πεζοδρόμιο περιμένοντας να περάσει το ποτιστικό όχημα. Σε κάθε τετράγωνο, δυο-τρία άτομα κάθονται στο κατώφλι και πίνουν μάτε απολαμβάνοντας τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος. Οποιοσδήποτε ξένος θα στοιχημάτιζε ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα ξεσπάσει βροχή. Τα σύννεφα στοιβάζονται απ’ τα νότια. Σκούρα, λευκά, γαλάζια. Λες και ανασυντάσσονται πριν την επίθεση. Οι ντόπιοι, ωστόσο, ξέρουν ότι θα φυσήξει ξαφνικά ο άνεμος και θα σκορπίσει τα σύννεφα, την καταιγίδα, την ελπίδα μιας ανακούφισης για το σώμα».
Ανακούφιση, όμως, για τους κατοίκους θα αποτελέσει, πέραν της καταιγίδας, και το λεωφορείο αν φυσικά σταματήσει και παραλάβει όσους θέλουν να φύγουν απ’ το χωριό. Οι κάτοικοι πλέον, όσο περνάει ο καιρός, νιώθουν φυλακισμένοι στον ίδιο τους τον τόπο. Ποιός και γιατί επιθυμεί να τους αποκόψει απ’ όσα συμβαίνουν στην πόλη; Ποιός και γιατί έχει δώσει εντολή στον οδηγό να μη σταματήσει στη στάση, παρόλο που υπάρχουν κάτοικοι που επιθυμούν να επιβιβαστούν και να φύγουν; Οι κάτοικοι, σύντομα, ενώ ξέρουν ότι το λεωφορείο δεν θα σταματήσει, ντύνονται επίσημα και πηγαίνουν στη στάση. Είναι ένας τρόπος να ξεπεράσουν συλλογικά αυτήν ακριβώς την απομόνωση που κάποιος τους έχει επιβάλει χωρίς τη θέλησή τους. Συναντιούνται ντυμένοι με τα καλά τους για να ξορκίσουν το κακό, αφού κανείς δεν παραδέχεται ότι έχει πάει στη στάση για να διαπιστώσει ότι το λεωφορείο δεν σταματάει. Αντιθέτως, συγκεντρώνονται εκεί προσποιούμενοι ότι έχουν δουλειές στην πόλη και πρέπει να φύγουν.
«Καθένας απ’ όσους βρίσκονται εκεί γνωρίζει ότι δεν έχουν έρθει για να ταξιδέψουν. Ήρθαν για να δούνε το λεωφορείο να περνάει σαν αστραπή. Κανείς, όμως, δεν θέλει να παραδεχτεί πως βρίσκεται εκεί γι’ αυτό το λόγο».
Δεν είναι όμως μόνο το λεωφορείο, αλλά και η μπάρα του τρένου που είναι κατεβασμένη. Τα πάντα δείχνουν ότι το χωριό έχει μπει σε κάποιου είδους καραντίνα. Ακούγονται πυροβολισμοί, ένα ζευγάρι σκοτώνεται με συνοπτικές διαδικασίες, η δε έρευνα για τον θάνατό τους σταματάει κατόπιν εντολής από ανωτέρους, τα στοιχεία εξαφανίζονται.
Η συγγραφέας με απλή, υπαινικτική γλώσσα περιγράφει αυτήν ακριβώς την απομόνωση, ενώ μας γνωρίζει με αναδρομές στο παρελθόν τούς βασικούς χαρακτήρες, τον δικηγόρο Πόνσε και τη γυναίκα του Μάρτα, την αδελφή του, Βικτόρια, τον Ρουμπέν, τον πωλητή με τη σύντροφό του. Η μόνη που φαίνεται να αντιλαμβάνεται και σε κάθε περίπτωση να ονοματίζει αυτό που συμβαίνει, παρά τον φόβο της, είναι η Βικτόρια. Η Μάρτα από την άλλη, έχοντας μάθει να προσποιείται στα μικρά και να κρύβει τα αληθινά της αισθήματα, ούσα σε μια διαρκή υπερένταση, προσποιείται και στα μεγάλα.
«Μια μέρα, χωρίς κανέναν προφανή λόγο, χωρίς καμία λογική εξήγηση, η Μάρτα άλλαξε. Του Πόνσε του θύμισε αυτά τα μεταλλικά κουκλάκια που κάποιος τα έχει παρακουρδίσει. Ακούγεται ένα κρακ από μέσα και απορρυθμίζονται οι ταχύτητες. Το κουκλάκι τρελαίνεται και κουνιέται σπασμωδικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Έτσι έγινε η Μάρτα. Άρχισε να μιλάει για οποιοδήποτε θέμα, για πράγματα ασήμαντα, επιπόλαια. Κάθε δυο-τρεις φράσεις γελούσε σαν ανόητη. Σαν τρελή κότα, μακάρια χαρούμενη».
Όταν το λεωφορείο έρχεται και η μπάρα του τρένου ανεβαίνει, όταν το χωριό συνδέεται και πάλι με τον υπόλοιπο κόσμο, κανείς δεν θέλει να επιβιβαστεί στο λεωφορείο, αφού αυτό θα ισοδυναμεί με επιβίβαση στη δικτατορία.
Η συγγραφέας
Γεννημένη στην Κόρδοβα το 1972, η Εουχένια Αλμέιδα διδάσκει Λογοτεχνία και Επικοινωνία. Έχει εργαστεί σε θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Το Λεωφορείο είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο έχει βραβευθεί με το βραβείο «Δύο όχθες» το 2005.
Έγραψαν για το βιβλίο