«ΝΑ ΜΕ, ΛΟΙΠΟΝ: τεσσάρων-πέντε χρόνων, σ’ ένα λασπότοπο, να σέρνω ένα θεόρατο κούτσουρο. Δεν υπάρχουν ούτε δέντρα ούτε σπίτια τριγύρω, μονάχα ο ιδρώτας από την προσπάθεια να κουβαλήσω εκείνο το τραχύ ξύλο και το έντονο κάψιμο στις πληγωμένες παλάμες μου. Βουλιάζω στη λάσπη ίσαμε τους αστραγάλους, όμως πρέπει να προχωρήσω, δεν ξέρω γιατί, πρέπει πάντως να το κάνω. Ας αφήσουμε αυτή την πρώτη ανάμνησή μου όπως είναι: δεν μου πάει να κάνω εικασίες ή μαντεψιές. Θέλω να σας πω πώς έγιναν τα πράγματα, χωρίς να παραλλάξω τίποτα».
Και ξεκινάει η Μοντέστα τη συγκλονιστική και χειμαρώδη αφήγησή της, που από το χαμόσπιτο βρίσκεται στο παλάτι και από την απόλυτη φτώχεια και τις κακουχίες της παιδικής της ηλικίας γίνεται πριγκίπισσα και διαχειρίζεται (με επιτυχία) μία τεράστια περιουσία, χωρίς να ξεχνάει να ζει, να χαίρεται κάθε λεπτό του χρόνου της και να ερωτεύεται παράφορα, όταν βρεθεί ο άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα δεν έχει σημασία για την Μοντέστα) που θα την συνεπάρει.
Η παραπάνω πρόταση συνοψίζει τη ζωή της Μοντέστα, της ηρωίδας του συγκλονιστικού αυτού μυθιστορήματος της Goliarda Sapienza, η οποία, με τρόπο που μόνο η λογοτεχνία καταφέρνει να κάνει, μας «δείχνει» μέσω της ανεπανάληπτης και αξέχαστης ηρωίδας της την τέχνη της χαράς, που τί άλλο είναι παρά η εις βάθος γνώση και αποδοχή του εαυτού μας και η μαγική εκείνη τέχνη που κάποια σπουδαία πνεύματα διαθέτουν και τα κάνει να διακρίνουν τη ζωή στο θάνατο, την ομορφιά στην ασχήμια την καλοσύνη στην κακία, την ανθρωπιά σ’έναν απάνθρωπο κόσμο. Αυτό έκανε η Μοντέστα και αυτό έκανε η συγγραφέας που τη δημιούργησε, αφήνοντας μια σπουδαία παρακαταθήκη στην παγκόσμια λογοτεχνία, χωρίς δυστυχώς εκείνη να ζήσει για να δει το βιβλίο της στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, η δε ζωή της, όπως αναφέρω παρακάτω στη σύντομη βιογραφία της, συναγωνίζεται επάξια την επινοημένη ζωή της ηρωίδας της.
Η Μοντέστα, λοιπόν, γεννιέται το 1900 σε ένα φτωχικό χωριό της Σικελίας. Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι απολύτως σαφές ότι η αναμέτρηση με αυτό δεν θα είναι εύκολη, ενώ θαυμάζει κανείς διαβάζοντάς το την τόλμη της Sapienza να γράψει με τέτοιο ρεαλισμό και τέτοια θεματολογία ένα χρονικό του πρώτου μισού του 20ου αιώνα και μάλιστα την εποχή εκείνη. Η Μοντέστα λοιπόν βιώνει την απόλυτη φτώχεια, κακοποιείται σεξουαλικά, βλέπει τη μάνα και την αδερφή της να καίγονται, και καταλήγει -μη έχοντας άλλη διέξοδο- σε ένα μοναστήρι, όπου θα δοκιμάσει τα όρια και τις αντοχές της. Η δίψα της ωστόσο για γνώση και ζωή θα την οδηγήσει μακριά από το μοναστήρι σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Μέσα από τη συγκλονιστική και γεμάτη σκαμπανεβάσματα ζωή της ηρωίδας αποτυπώνεται περίτεχνα από τη συγγραφέα ο 20ός αιώνας, η γέννηση της ψυχανάλυσης, ο φασισμός, ο σοσιαλισμός, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι πάντα μέσα από το μοναδικό βλέμμα της Μοντέστα…
«Είχα ξαναβρεί το σώμα μου. Εκείνους τους μήνες της εξορίας, κλεισμένη στο θώρακα του πόνου, δε χαϊδευόμουν πια. Τυφλωμένη από τον τρόμο, είχα ξεχάσει πως είχα στήθος, κοιλιά, γάμπες. Άρα ο πόνος, η ταπείνωση, ο φόβος δεν ήταν, όπως έλεγαν, πηγή εξαγνισμού κι ευδαιμονίας. Ήταν κλέφτες, ελεεινοί που τη νύχτα, επωφελούμενοι από τον ύπνο, γλιστρούσαν στο προσκέφαλο για να σου κλέψουν τη χαρά του να είσαι ζωντανή. Εκείνες οι γυναίκες δεν έκαναν κανένα θόρυβο όταν περνούσαν από δίπλα σου ή μπαινόβγαιναν στα κελιά τους: δεν είχαν σώμα. Εγώ δεν ήθελα να γίνω διαφανής όπως εκείνες.»
Από μία ευνοϊκή συγκυρία της μοίρας καταλήγει να διοικεί μία αριστοκρατική οικογένεια και έκτοτε το μόνο που την οδηγεί είναι η δίψα της για γνώση, η ηδονή και ο έρωτας, η επιθυμία της να ανελιχθεί στην κοινωνική ιεραρχία, χωρίς να ξεχνά ποια είναι, τι θέλει και από που ξεκίνησε, χρησιμοποιεί δε τα πλούτη και τον τίτλο της πριγκίπισσας για να επιβάλει σε όλους τα θέλω της και τον τρόπο ζωής της, χωρίς να κάνει κανενός είδους έκπτωση.
«-Όχι! Περιττό να μου ξεγλιστράς.
-Δεν ξεγλιστράω, Κάρλο!
-Μου ξεγλιστράς! Όμως πρέπει να μιλήσουμε, μιας και πρώτα ήθελες να μιλάς συνέχεια, αντί να μ’ αγαπάς, όπως σ’ αγαπούσα εγώ.
– Και πώς έπρεπε να σ’αγαπώ, Κάρλο; Σιωπηρά, αφήνοντάς σε να με λατρεύεις σαν άγαλμα;
– Μα η αγάπη είναι μυστήριο, είναι σιωπή. Στη σιωπή εγώ σε λάτρευα. Μου έφτανε να σε κοιτάξω, για να είμαι ευτυχισμένος μέρες ολάκερες. Δεν είχα ανάγκη να μιλήσω. Η αγάπη είναι ένα θαύμα, και ως θαύμα…
– Η αγάπη δεν είναι ένα θαύμα, Κάρλο, είναι μια τέχνη, ένα επάγγελμα, μια άσκηση του νου και των αισθήσεων, όπως και κάθε άλλη. Όπως το να παίζεις ένα μουσικό όργανο, το να χορεύεις, το να κατασκευάζεις ένα τραπέζι.»
Μέσα από τη συγκλονιστική και γεμάτη σκαμπανεβάσματα ζωή της ηρωϊδας αποτυπώνεται περίτεχνα από τη συγγραφέα ο 20ος αιώνας, η γέννηση της ψυχανάλυσης, ο φασισμός, ο σοσιαλισμός, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι πάντα μέσα από το μοναδικό βλέμμα της Μοντέστα, η οποία παραμένει έως τέλους ελεύθερη από τα δεσμά οποιουδήποτε κινήματος και ακολουθεί όπως έκανε πάντα το ένστικτό της και το προσωπικό της φως.
«Τί συμβαίνει μαμά, και τρέμεις, κρυώνεις;
– Όχι, είμαι ειλικρινής μαζί σου, Πράντο. Η λαχτάρα σου για περιπέτεια με εκνεύρισε. Αγόρασε τη μηχανή που ήθελες και τράβα να συναγωνιστείς αγόρια σαν κι εσένα ή φύγε για την Αμερική, κλέψε, κοντολογίς, κάνε ότι σου κάνει κέφι!, όλα όμως να είναι απόφαση δική σου κι όχι καμιά εντολή του βασιλιά, του Ντούτσε ή του φίρερ! Το να επιθυμείς τον πόλεμο σημαίνει ότι ήδη οδηγείς το μέλλον, κι όχι μονάχα το δικό σου, στη δυστυχία. Θες να το καταλάβεις, ναι ή όχι; Είναι η τελευταία φορά που προσπαθώ να γίνω σαφής σ’εσένα και στα ξιπασμένα αρσενικά σαν κι εσένα. Εσύ δεν ανήκεις ούτε στο κράτος ούτε σ’ εμένα και μην αυταπατάσαι ότι εγώ δίνω εντολές. Π’ ανάθεμά σας! Μα πώς θα γίνει να σας δώσω να καταλάβετε ότι πολλές επιθυμίες έχουν εμφυσηθεί άνωθεν μέσα σας, για να σας χειραγωγούν; Καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο για έναν φτωχό αναγκασμένο να χορτάσει την πείνα του να μάθει να διαβάζει προτού μάθει ποιος είναι και τι θέλει. Εσύ όμως, εσύ έχεις και ψωμί και βιβλία, και δεν μπορείς να έχεις δικαιολογία. Είσαι υπεύθυνος για τον εαυτό σου και γι’ αυτούς που αύριο θα μπορείς να πάρεις μαζί σου. Ε, τι να κάνεις τώρα εκεί ασάλευτος με τη μηχανή αναμμένη; Θα πάμε στο σπίτι καμιά φορά, ναι ή όχι; Νυστάζω!».
Η γραφή της Sapienza εντυπωσιάζει με τη δύναμή της, ενώ η γλώσσα της ηρωίδας και οι σκέψεις της αλλάζουν πειστικά καθώς αυτή μεγαλώνει. Σε πολλά σημεία του μυθιστορήματος η γλώσσα εναλλάσσεται από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, ενώ σε άλλα η συγγραφέας μιλάει απευθείας στον αναγνώστη, σχολιάζοντας τα όσα διαδραματίζονται στις γραμμές του βιβλίου.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι το βιβλίο αυτό είναι η ιστορία του εικοστού αιώνα μέσα από την ιστορία μια απελευθερωμένης γυναίκας, που έχει ήδη βρει τη θέση της δίπλα στις μεγάλες ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τελειώνοντας το βιβλίο προέτρεψα τους φίλους μου να παρατήσουν αμέσως ό,τι διαβάζουν και ν’ αρχίσουν την «Τέχνη της χαράς». Το ίδιο τολμώ να πω και σε σας!
Η συγγραφέας
Η Goliarda Sapienza (1924-1996) ήταν το ενδέκατο παιδί της σολιαλίστριας συνδικαλίστριας Maria Giudice και του σοσιαλιστή δικηγόρου Giuseppe Sapienza. Οι γονείς της δεν την έστειλαν στο σχολείο, προκειμένου το παιδί τους να μην «μολυνθεί» από τον φασισμό. Πήρε το όνομα του νεκρού αδερφού της, Goliardo, o οποίος πέθανε πριν εκείνη γεννηθεί. Όταν ήταν 16 η μητέρα της την πήγε στη Ρώμη, στην Reale Accademia d’Arte Drammatica για να μάθει υποκριτική. Όπως και ο πατέρας της, πολέμησε με πάθος τον φασισμό. Στα 40 της ερωτεύεται και παντρεύεται τον σκηνοθέτη Citto Maselli και στα 50 της παράτησε το θέατρο και τον κινηματογράφο, για να αφοσιωθεί στη γραφή. Μετά από δύο απόπειρες αυτοκτονίας και ένα ηλεκτροσόκ έγραψε δύο βιβλία που την έκαναν γνωστή, το «Lettera Aperta» (1967) και το «Il Filo di Mezzogiorno» (1969). Όπως η ίδια ισχυριζόταν τα βιβλία αυτά τα έγραψε, προκειμένου να επανακτήσει τις κατεστραμμένες από το ηλεκτροσόκ αναμνήσεις της. Η «Τέχνη της χαράς», το αριστούργημά της, ολοκληρώθηκε μετά από δέκα χρόνια. Ο τελευταίος της σύντροφος, Angelo Pellegrino, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο, ήταν αυτός που ανέλαβε να το εκδώσει με δικά του έξοδα πιστεύοντας σε αυτό. Οι κριτικοί στη χώρα της ήταν σοκαριστικά εχθρικοί. Η συγγραφέας και η «Τέχνη της χαράς» έγιναν γνωστοί σε όλο τον κόσμο (και στην πατρίδα της), όταν οι Γάλλοι εκδότες υποκλίθηκαν στο εν λόγω αριστούργημα, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο κλασικό. Δυστυχώς η Goliarda Sapienza δεν πρόλαβε να ζήσει την αναγνώριση και να δει το βιβλίο της να λαμβάνει τη θέση που του αξίζει στο λογοτεχνικό σύμπαν. Η ελληνική έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη και η μετάφραση της Άννας Παπασταύρου είναι υποδειγματική, όπως άλλωστε και όλη η σειρά «Σύγχρονοι Κλασικοί» των εν λογω εκδόσεων, στην οποία και το έργο αυτό υπάγεται.
Έγραψαν για το βιβλίο
- http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=1101
- http://www.kathimerini.gr/376298/article/politismos/arxeio-politismoy/h-istoria-3anagrafetai
- http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=285814
- http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=05/08/2009&id=70220
- http://www.npr.org/2013/07/31/200015654/the-scope-of-the-20th-century-in-sweeping-sprawling-joy
- http://www.newyorker.com/books/page-turner/disobedience-is-a-virtue-on-goliarda-sapienzas-the-art-of-joy
- http://www.independent.co.uk/arts-entertainment/books/features/boyd-tonkin-spend-a-summer-of-love-with-goliarda-sapienzas-the-art-of-joy-8744076.html