«O ΔΡΟΜΟΣ ΗΤΑΝ ΣΤΕΝΟΣ, στρωμένος με παράταιρους κυβόλιθους, όπως όλοι οι δρόμοι της παλιάς γειτονιάς της σάμπλ ντ’ Ολόν. Όσο για τα πεζοδρόμια ήταν σε τέτοιο σημείο στενά που αναγκαζόταν να κατέβει απ’ αυτά κάθε φορά που διασταυρωνόταν με κάποιον περαστικό. Η δίφυλλη σκουροπράσινη πόρτα στη γωνία ήταν ιδιαίτερα επιβλητική, το ξύλο έκανε υπέροχα νερά, και είχε δύο καλογυαλισμένα μπρούντζινα ρόπτρα, ακριβώς όπως οι πόρτες που συναντά κανείς σε αρχοντικά ή σε μοναστήρια της επαρχίας».
Όποτε τελειώνω ένα βιβλίο του Georges Simenon έχω ακριβώς το ίδιο σύνδρομο στέρησης: θέλω αμέσως να ξεκινήσω ένα άλλο, οποιοδήποτε, φτάνει να είναι του ίδιου συγγραφέα. Δεν υπάρχει λίστα που να έχω κάνει με βιβλία που θέλω να πάρω μαζί μου σε διακοπές, που να μην περιέχει έστω ένα βιβλίο αυτού του υπέροχου συγγραφέα. Ατμοσφαιρικός, με περιγραφές λυρικές, μοναδικές, γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, δημιουργός ζωντανών χαρακτήρων που άγονται και φέρονται από τα πάθη τους, ο Simenon είναι ένας συγγραφέας που δεν βιάζεται ποτέ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν προκαλεί στον αναγνώστη την επιθυμία να γυρίσει σελίδα. Πάντα η πλοκή είναι σημαντική και πρωτότυπη, αλλά δεν είναι αυτό ο λόγος για τον οποίο εγώ τουλάχιστον τον ξεχωρίζω. Ο λόγος είναι η αίσθηση που πάντα με διακατέχει ότι ο συγγραφέας αυτός αγαπά το ωραίο, αγαπά τη ζωή και όλα αυτά που της δίνουν νόημα, ενώ συνάμα σε κάθε ανεξαιρέτως βιβλίο του μου αφήνει μια γλυκειά μελαγχολία, ήπια, σχεδόν ανεπαίσθητη, αλλά σίγουρα μελαγχολία.
«Λίγες στιγμές αργότερα, ήταν ήδη παρελθόν, ο Μπελαμύ ούτε που το σκεφτόταν, και συνέχισαν και οι δύο να προχωρούν στη Ραμπλαί με τον ίδιο βηματισμό και να αγναντεύουν και οι δύο, μηχανικά, την αρμονική καμπύλη της παραλίας που είχε κάτι το θηλυκό, το ελκυστικό σχεδόν. Ήταν η ώρα που η θάλασσα άρχιζε να γίνεται πιο ανοιχτόχρωμη και να ρυτιδιάζει ελαφρά πριν από το αγκάλιασμα της δύσης […] Θα έλεγες ότι οι σκέψεις τους, όπως και τα βήματά τους, εναρμονίζονταν και πάλι, ότι, σαν παλιοί εραστές, δεν είχαν πλέον ανάγκη από μεγάλες προτάσεις, αλλά μόνο από ένα είδος άλγεβρας της γλώσσας».
Υπέροχος Simenon, λοιπόν, για άλλη μια φορά στο βιβλίο «Οι διακοπές του Μαιγκρέ» που είχα την τύχη να το διαβάσω φέτος το καλοκαίρι στις δικές μου διακοπές στην Κω. Όπως φανερώνει και ο τίτλος, ο Μαιγκρέ αφήνει στην άκρη τις υποθέσεις του και πηγαίνει με τη γυναίκα του καλοκαιρινές διακοπές στην παραθαλάσσια πόλη Samples d’ Olonne. Δυστυχώς η κυρία Μαιγκρέ θα αναγκαστεί να υποβληθεί σε επέμβαση, ενώ δε θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους πτώματα, τα οποία ζητούν από το επέκεινα λύτρωση και δικαίωση μέσω της αποκάλυψης του δολοφόνου τους. Ο Μαιγκρέ φυσικά δε θα αργήσει να ασχοληθεί:
Ο συγγραφέας αγαπά τους ήρωές του, ακόμη και αν αυτοί φτάνουν στο φόνο. Με τη μοναδική του γλώσσα, στο τέλος δε μπορείς παρά να δεις ακόμα και αυτόν τον/την δολοφόνο ως άνθρωπο και όχι ως προσωποποίηση του κακού. Αυτό και μόνο θέλει μαστοριά και δεν ξέρω πολλούς που να το καταφέρνουν.
«Βρισκόταν σε διακοπές, ναί ή όχι; Μισούσε στ’ αλήθεια τις διακοπές; Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου έλεγε αναστενάζοντας: -Na έχω επιτέλους ήσυχες μέρες, αλλεπάλληλες άδειες ώρες, να μπορώ να τις γεμίσω όπως θέλω…Ώρες απόλυτα ελεύθερες, ημέρες χωρίς καμία υποχρέωση, χωρίς ραντεβού. Στο Παρίσι, στο γραφείο του στο Και ντε Ορφέβρ, κάτι τέτοιο δεν μπορεί καν να το διανοηθεί. Μήπως του έλειπε η κυρία Μαιγκρέ; Όχι! Γνώριζε τον εαυτό του. Μπορεί να γκρίνιαζε. Να απογοητευόταν. Κατά βάθος όμως ήξερε ότι και με αυτές τις διακοπές του θα συνέβαινε το ίδιο, όπως και με προηγούμενες. Σε έξι μήνες, έναν χρόνο, θα αναλογιζόταν: -Θεέ μου! Πόσο ευτυχισμένος ήμουν στη Σάμπλ ντ Ολόν…».
Ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του Simenon είναι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Στο βιβλίο αυτό θα γνωρίσουμε την αριστοκρατία της πόλης με τα μυστικά και τις ιδιαιτερότητές της, καλόγριες που επιθυμούν να βοηθήσουν παρά τον όρκο σιωπής που έχουν δώσει και εν τέλει θα βρουν τον τρόπο, μοιραίες, ερωτευμένες γυναίκες μιας άλλης εποχής, ανθρώπους που βοηθούν δύο ερωτευμένους με κίνδυνο της ζωής τους. Ο συγγραφέας αγαπά τους ήρωές του, ακόμη και αν αυτοί φτάνουν στο φόνο. Με τη μοναδική του γλώσσα, στο τέλος δε μπορείς παρά να δεις ακόμα και αυτόν τον/την δολοφόνο ως άνθρωπο και όχι ως προσωποποίηση του κακού. Αυτό και μόνο θέλει μαστοριά και δεν ξέρω πολλούς που να το καταφέρνουν. Για την έκδοση, τέλος, τί να πω; Όπως όλα τα βιβλία από την Άγρα, έτσι και αυτό είναι ένα μικρό, όμορφο κόσμημα.
Ο συγγραφέας
Από τους πιο γνωστούς γαλλόφωνους συγγραφείς, ο Βέλγος Georges Simenon, έχει γράψει πάνω από 72 περιπέτειες με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ (και πολλές συλλογές διηγημάτων) από το 1929, οπότε και τον δημιούργησε. Κατά τη δεκαετία 1923-1933 έγραψε πάνω από διακόσια μυθιστορήματα και χίλιες ιστορίες! Στη συνέχεια της καριέρας του έγραψε πάνω από εκατόν δέκα τίτλους «σκληρών μυθιστορημάτων», όπως ο ίδιος τα αποκαλούσε. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο, με τελευταίο το «Γαλάζιο δωμάτιο», που προβλήθηκε φέτος. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα.
Eξώφυλλα απ’ όλο τον κόσμο
Έγραψαν για το βιβλίο
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=28/07/2013&id=376763