ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Νίκος Α. Μάντης

Νίκος Μάντης

Ποιος διάβασε το πρώτο σας γραπτό και ποια ήταν η αντίδρασή του;

Το πρώτο-πρώτο μου γραπτό, πολύ φοβάμαι κανένας, γιατί ανήκε πιθανότατα στην εποχή που πειραματιζόμουν με τις δημιουργικές μου «φωνές», τόσο στην ποίηση, όσο και στο θέατρο. Έγραφα και έσκιζα μόνος μου, απογοητευόμουν σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά για κάποιο μυστήριο λόγο δεν εγκατέλειπα, βασανιζόμουν από κρίσεις μελλοντικού μεγαλείου και παροντικής μιζέριας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να κρατάω, εντελώς συμπλεγματικά, κρυφά τα γραπτά μου, τα οποία στο δεύτερο ή τρίτο διάβασμα ήδη μου «ξίνιζαν», και στον αντίποδα να τα στέλνω σε διάφορους διαγωνισμούς, αναμένοντας να βγω απ’ την αφάνεια με μια θεαματική βράβευση σε ρόλο από μηχανής θεού. Όταν άρχισα να προσγειώνομαι, πρώτοι μου αναγνώστες έγιναν η μητέρα μου, ο αδελφός και η αδελφή μου, με σχόλια που ήταν επί το πλείστον ενθαρρυντικά. Σήμερα τα έργα μου τα διαβάζει πρώτη η γυναίκα μου. Διατηρώ πάντως την ελπίδα ότι μπορώ να διακρίνω, πίσω απ’ τα αισθήματα αγάπης των οικείων μου, την ύπαρξη μιας ενδεχόμενης αυθεντικής ικανοποίησης για κάτι που έγραψα.

Το μάτι του άνθουςΑγαπημένοι Έλληνες συγγραφείς; Αγαπημένοι ξένοι;

Χμ. Η ερώτηση που πάντα με δυσκολεύει. Ας ξεκινήσω με κάποιους Έλληνες: Γεώργιος Βιζυηνός, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Μιχαήλ Μητσάκης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Δημοσθένης Βουτυράς, Μέλπω Αξιώτη, Κοσμάς Πολίτης, Γιάννης Μπεράτης, Νίκος Καχτίτσης, Γιώργος Ιωάννου, Μάριος Χάκκας, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Δημήτρης Χατζής, Μένης Κουμανταρέας, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Τάκης Σινόπουλος, Τάσος Λειβαδίτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Νίκος Καρούζος, Θωμάς Γκόρπας, Βύρων Λεοντάρης, Τίτος Πατρίκιος, Γιάννης Βαρβέρης.

Και από ξένους: Σαίξπηρ, Θερβάντες, Ραμπελαί, Χέρμαν Μέλβιλ, Γουίλκι Κόλλινς, Σαρλ Μποντλέρ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, Λ. Τολστόι, Φ. Ντοστογιέφσκι, Άντον Τσέχωφ, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Ε.Μ Φόρστερ, Γκράχαμ Γκρην, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιόζεφ Ροτ, Στέφαν Τσβάιχ, Ίταλο Σβέβο, Ελίας Κανέτι, Μ. Μπουλγκάκοφ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Β. Ναμπόκοφ, Χούλιο Κορτάσαρ, Ερνέστο Σάμπατο, Χ.Λ. Μπόρχες, Σάμιουελ Μπέκετ, Φίλιπ Κ. Ντικ, Ε.Λ. Ντοκτόροου, Ουίλιαμ Στάιρον.

Ποιο βιβλίο λατρέψατε από την πρώτη κιόλας παράγραφο;

Αρκετά, γιατί γενικά είμαι και ανυπόμονος αναγνώστης και τα τελευταία χρόνια αφήνω πάρα πολλά βιβλία στη μέση, δίχως τις τύψεις του παρελθόντος. Ένα βιβλίο που μου έρχεται τώρα στο μυαλό ως τέτοια περίπτωση, που με πήρε δηλαδή μαζί του από νωρίς, ήταν το «Εμβατήριο του Ραντέσκι» του Γιόζεφ Ροτ, με την καταπληκτική εναρκτήρια σκηνή από το ευτράπελο παρελθόν της οικογένειας του ήρωα, ενός φιλόδοξου πλην αναποφάσιστου νεαρού αξιωματικού στην προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Αυστροουγγαρία.

Το χίονι του καλοκαιριούΥπάρχει κάποιο βιβλίο, από Έλληνα ή ξένο συγγραφέα, που θεωρείτε ότι δεν έχει ακουστεί όσο θα έπρεπε και θα το προτείνατε στους αναγνώστες μας;

Γενικά πιστεύω ότι οι αξίες αργά ή γρήγορα ανακαλύπτονται και αποκαλύπτονται στο κοινό, ιδίως στην εποχή μας, όπου ουδέν κρυπτόν υπό το ίντερνετ. Τα υπόλοιπα είναι απλά θέμα ατομικού ή συλλογικού γούστου, το οποίο, ως γνωστόν, κατά περιόδους μεταστρέφεται, αλλάζοντας προτιμήσεις και ευνοουμένους. Ένα όνομα πάντως με πρωτότυπη σκέψη και δημιουργία που ίσως δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα του άξιζε, είναι αυτό του Σπύρου Καρυδάκη.

Έχετε συγκεκριμένες συνήθειες κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ως προς τον χρόνο, τον τόπο ή άλλες ενδεχομένως που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; Πώς συνδυάζετε την εργασία σας με τη συγγραφή;

Η μόνη σταθερή μου συνήθεια είναι ότι γράφω πάντα σε υπολογιστή, και πάντα σε γραφείο. Χρόνος και τόπος μπορεί να ποικίλλουν. Το θέμα του συνδυασμού της πρωινής μου εργασίας με τη συγγραφή είναι πολύπλοκο, αλλά μετριάζεται από το γεγονός ότι είμαι δημόσιος υπάλληλος και άρα δεν έχω εξαντλητικά ωράρια.

Ποιο απ’ τα βιβλία σας σάς δυσκόλεψε περισσότερο; Ποιο σκέφτεστε σήμερα περισσότερο;

Πιο πολύ με δυσκόλεψε το δεύτερο πεζογραφικό μου βιβλίο, «Το Χιόνι του Καλοκαιριού». Ήταν ένα κείμενο που πρωτογράφτηκε σε άλλη γλώσσα (τα αγγλικά συγκεκριμένα) από τα οποία και μεταφράστηκε, θέτοντας συνεχώς ζητήματα έκφρασης και χειρισμού της ιστορίας μέχρι και την τελευταία στιγμή. Έχω καταλήξει στην πεποίθηση ότι όσο πιο λειτουργικό είναι ένα κείμενο, τόσο πιο αβίαστος είναι ο τοκετός του, τουλάχιστον χωρίς συνεχή αδιέξοδα και δυσκολίες. Πάντως, απ’ τη στιγμή που εκδοθεί ένα βιβλίο μου, αυτόματα σταματάει να με απασχολεί ως «πρόβλημα» (ο μόνος τρόπος δηλαδή με τον οποίο μπορεί να με απασχολεί ένα βιβλίο μου) και προσανατολίζομαι αποκλειστικά στα επόμενα.

Το «Άγρια Ακρόπολη» ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού. Τόσο με τη λογοτεχνία του φανταστικού, όσο και με το αστυνομικό μυθιστόρημα, καταπιάνονται όλο και περισσότεροι συγγραφείς παγκοσμίως και μάλιστα αρκετά καταξιωμένοι. Ποιοι είναι οι λόγοι πιστεύετε; Για ποιους λόγους εσείς διαλέξατε τη λογοτεχνία του φανταστικού για την «Άγρια Ακρόπολη»;

Υποθέτω ότι η άνοδος αυτών των ειδών, τόσο στα γούστα του κοινού, όσο και στις προτιμήσεις των συγγραφέων, σχετίζεται με το γεγονός ότι κάτι έχουν να πουν για την εποχή μας. Ιδίως η Επιστημονική Φαντασία μπορεί να οδηγήσει σε έξοχες μεταφορές για το φόβο που κρύβεται πίσω από το θρίαμβο της καρτεσιανής λογικής και της τεχνολογικής προόδου, φόβο ο οποίος μολύνει με το ενδεχόμενο της απώλειας αλλά και της ολοκληρωτικής καταστροφής κάθε σχεδόν πτυχή της ζωής πλέον. Ο λόγος εξάλλου που επέλεξα το είδος αυτό για ένα βιβλίο μου είναι ότι ανέκαθεν το αγαπούσα, όπως επίσης ότι κουβαλούσα από χρόνια μέσα μου τη συγκεκριμένη ιστορία.

Άγρια ΑκρόποληΓράψατε το «Πέτρα, Ψαλίδι, Χαρτί» κατά τη διάρκεια της κρίσης. Πόσο δύσκολο είναι να γράψει κανείς για μια κρίση, αξιών, οικονομική ή οποιαδήποτε χωρίς ασφαλή χρονική απόσταση;

Σ’ εμένα δεν φάνηκε δύσκολο, με την έννοια ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα έχω μάλλον άγνοια κινδύνου. Θεωρώ ότι πλανώνται πλάνη οικτρά όσοι θεωρούν ότι η «κρίση» (ακόμα και η λέξη η ίδια το εξυπονοεί) είναι απλά ένα παροδικό στάδιο το οποίο αναμένεται να ξεπεράσουμε σύντομα, ώστε να μπορέσουμε έπειτα να το εξετάσουμε με την ακρίβεια και την ψυχραιμία εντομολόγου. Σε αντίθεση με τον Εμφύλιο ή τη Χούντα, ιστορικά φαινόμενα με καθορισμένα και σαφή χρονικά όρια (και με πολύχρονες επιπτώσεις βέβαια που διαρκούν μέχρι σήμερα) η λεγόμενη κρίση, η ολοένα και μεγαλύτερη πτώση δηλαδή του βιοτικού μας επιπέδου σε σχέση με τα προ του 2008 δεδομένα, θα είναι παρούσα τους καιρούς που έρχονται, με απροσδιόριστη ακόμα διάρκεια. Έγραψα λοιπόν το «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί», έχοντας ως στόχο να αποτελεί ένα μυθιστόρημα με χρονική τοποθέτηση στο τώρα και θέμα τη συντριβή των ανθρώπων κάτω απ’ το βάρος των δικών τους λαθών. Φιλοδοξία μου εξάλλου ήταν οι ιστορίες να αποτελούν κάτι παραπάνω από κοινωνικό σχόλιο, να έχουν δηλαδή και μια υπαρξιακή διάσταση.

Το «Πέτρα, Ψαλίδι, Χαρτί» είναι ένα σκληρό, βίαιο μυθιστόρημα. Μιλάτε για την κρίση που βιώνουμε και αναφέρεστε ευθέως στους λόγους που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Θα το στέλνατε ως δώρο στους Έλληνες βουλευτές;

Όχι, αφενός γιατί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν πιστεύω ότι τους αφορά η λογοτεχνία, αφετέρου μιας και δεν υπάρχει κάτι καινούργιο να μάθουν σε επίπεδο πραγματολογικών δεδομένων. Παρ’ όλο που έχω τη χειρότερη δυνατή γνώμη για το επίπεδο των πολιτικών μας εκπροσώπων, πιστεύω ότι όλα θα ήταν πιο εύκολα, αν υπήρχε μια κάστα «απόλυτα διεφθαρμένων» στη βουλή, οι οποίοι θα μπορούσαν να ανατραπούν με μιαν αναίμακτη επανάσταση για να εγκαθιδρυθεί η λαϊκή δικαιοσύνη. Δυστυχώς όμως σχεδόν πάντα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία η πολιτική εκπροσώπηση αντανακλά τις ανεπάρκειες, τις ανασφάλειες και τις αθεράπευτες μειονεξίες ημών των ψηφοφόρων πρωτίστως.

Οι ιστορίες στο «Πέτρα, Ψαλίδι, Χαρτί» είναι απολύτως τραγικές. Χωρίς φυσικά να είναι απαραίτητο για ένα προϊόν μυθοπλασίας, έχετε παρ’ όλα αυτά εμπνευστεί από αληθινά γεγονότα για κάποια ή κάποιες από αυτές;

Η αλήθεια είναι ότι όλες σχεδόν οι ιστορίες ξεκίνησαν από πράγματα που είδα ή άκουσα, είτε στον γενικότερο κοινωνικό, είτε στον πιο στενό μου περίγυρο. Δεν θεωρώ ότι το γεγονός αυτό τις καθιστά αυτόχρημα πιο «έγκυρες», ή πιο «σημαντικές», απλά το καταθέτω ως πραγματολογικό παραλειπόμενο, για όσους ασχολούμενους με τη λογοτεχνία  έχουν και ιστοριοδιφικές τάσεις (αν υπάρχουν ακόμα τέτοιοι).

Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί του Νίκου Α. Μάντη

Αν σας ζητούσα να μας γράψετε πέντε αράδες για το πώς φαντάζεστε την Ελλάδα σε πενήντα χρόνια από σήμερα, τι θα γράφατε; Ας είναι για τους σκοπούς του ερωτήματος η Ελλάδα μία γυναίκα.

Πενήντα χρόνια είναι πολύ μεγάλο διάστημα… Τον τελευταίο καιρό μού ζητούν ολοένα και περισσότερο παρόμοιες προβλέψεις για το μέλλον της Ελλάδας, κι αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι γιατί. (Μήπως λόγω του ονόματός μου;) Αν ήταν ν’ ακολουθήσω την κοινή λογική, πάντως, πολύ φοβάμαι ότι τις επόμενες δεκαετίες η Ελλάδα αναμένεται να κάνει την ολική επαναφορά στο γνωστό αρχέτυπο της ελεεινής Ψωροκώσταινας (κι αυτό ίσως να είναι το αισιόδοξο σενάριο).

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, πολλές φορές κατηγορήθηκαν οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μας για σιωπή. Πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας θα πρέπει να μιλάει μόνο μέσα απ’ τα βιβλία του ή όχι;

Δεν υπάρχουν κανόνες σ’ αυτά, ο καθένας κάνει ό,τι του επιτρέπει το ταμπεραμέντο και ο βαθμός πολιτικοποίησής του. Το γεγονός πάντως είναι ότι σε βάθος χρόνου, εκείνο που δικαιώνει έναν άνθρωπο της γραφής είναι το έργο του καθ’ αυτό, και όχι οι δηλώσεις κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου στις οποίες κατά καιρούς προέβη (αυτές, αν επιβιώνουν, επιβιώνουν μονάχα ως υποσημείωση και «αλατοπίπερο» της περσόνας του). Δεν είμαι επίσης σίγουρος ότι ο συγγραφέας πρέπει να κάνει συνειδητά πολιτικά σχόλια μέσω των βιβλίων του. Ας σκεφτούμε πόσα έργα του παγκόσμιου Κανόνα γράφτηκαν μέσα σε εντελώς ταραχώδεις ιστορικά περιόδους, χωρίς ωστόσο θεματικά να απηχούν το παραμικρό από αυτές. Έτσι κι αλλιώς, η λογοτεχνική αξία δεν κρίνεται σ’ αυτό το επίπεδο. Υπάρχουν πλείστοι λογοτεχνικοί ογκόλιθοι που είχαν -και διατυμπάνιζαν- πραγματικά αξιοθρήνητες πολιτικές πεποιθήσεις.

Το Nobel λογοτεχνίας δόθηκε, όπως γνωρίζετε, στη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Υπάρχουν φωνές που θεωρούν ότι με την εν λόγω βράβευση καλώς το βραβείο διευρύνεται και σε έργα non-fiction, ενώ υπάρχουν και φωνές που θεωρούν ότι το βραβείο αυτοακυρώθηκε. Ποια είναι γνώμη σας;

Για να είμαι ειλικρινής, παρ’ όλο που δεν γνωρίζω τη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς και το έργο της, ούτε αν υπάρχουν ψήγματα μυθοπλασίας σ’ αυτό, ωστόσο κι εγώ μυρίζομαι κάποιου είδους ατόπημα στη συγκεκριμένη βράβευση. Άλλωστε είναι γνωστό ότι πολλές φορές τα εν λόγω βραβεία δίνονται με βάση και πολιτικά κριτήρια.

ΨευδώνυμοΔήλωσε η Αλεξίεβιτς ότι «Είναι πιθανό, αν ζούσα στον 19ο αιώνα, να είχα γίνει λογοτέχνης, αλλά είναι διαφορετικές οι ανάγκες στον σύγχρονο κόσμο». Θεωρείτε υποτιμητική για τη λογοτεχνία την εν λόγω δήλωση; Ο σύγχρονος κόσμος χρειάζεται περισσότερη ή λιγότερη μυθοπλασία;

Θεωρώ απλά ότι ο άνθρωπος που αγαπάει τη λογοτεχνία έστω και λίγο, ακόμα και στη βάση της απλής ψυχαγωγίας, δεν επιτρέπεται να κάνει τέτοιες δηλώσεις. Μου θυμίζει έναν παλιό μαθηματικό που είχα, σε κάποιο φροντιστήριο της δεκαετίας του ’80, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνία είναι κάτι αντίστοιχο με τα αισθηματικά ρομάντζα για «ευαίσθητες ψυχές», εν είδει εργοχείρου. Ο σύγχρονος κόσμος εν τω μεταξύ έχει ακριβώς όση μυθοπλασία χρειάζεται (και ίσως λίγο λιγότερη από τόση).

Γράφετε κάτι αυτή την περίοδο; Τι πραγματεύεται το νέο σας βιβλίο; Αν δεν γράφετε υπάρχουν σκόρπιες εικόνες ή φράσεις στο μυαλό σας που στριφογυρίζουν και ενδεχομένως να μορφοποιηθούν σε κάποιο πεζό;

Αυτή την περίοδο όντως δουλεύω κάτι καινούργιο. Το βιβλίο είναι ένα παράξενο μίγμα από πράγματα, τα οποία, όταν οι ψηφίδες τελικά ενωθούν, θα ήθελα να δίνει ένα αποτέλεσμα που να θυμίζει πίνακα του Γκόγια (κατά προτίμηση της πιο σκοτεινής του περιόδου).