«Ραζέλο, πού’σαι ρε μαλάκα, κι όλος ο κόσμος σε ψάχνει; Περπατάς και νιώθεις ότι κλοτσάς τα λεπτά, το ένα μετά το άλλο. Μαζί με την ανάσα σου, αέρας μέσα, αέρας έξω, αέρας μέσα, αέρας έξω. Δυο μέρες χαρμάνης. Κι ακόμα αντέχεις. Ραζέλο μαλάκα, πού χάθηκες; H πόλη τριγύρω γαμιέται, όπως πάντα. Βαρέθηκες να την περπατάς, την πουτάνα. Στην τσέπη ένα ευρώ και δέκα λεπτά ακριβώς, ούτε για εισιτήριο δε φτάνουν».
Απ’ τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος του Νίκου Μάντη αντιλαμβάνεσαι ότι η αναμέτρηση μ’ αυτό θα είναι δύσκολη. Απ’ τις πρώτες λέξεις ξέρεις ότι τώρα που το ξεκίνησες δε μπορείς παρά να το τελειώσεις, αφού σε τραβάει βίαια στον βίαιο κόσμο του, που δεν είναι άλλος από τον κόσμο που και εσύ ο ίδιος ζεις, αυτόν της σημερινής Ελλάδας, της σημερινής Αθήνας, που είναι και αυτή πρωταγωνίστρια στο σπουδαίο βιβλίο του Μάντη. Ξέρεις ότι θα πρέπει να το πιεις μονορούφι, παρόλο που οι λέξεις πονούν και σοκάρουν, ενώ οι εικόνες της πόλης και των ηρώων που περιδιαβαίνουν στις σελίδες τους κάτι σου θυμίζουν, και πώς να μη σου θυμίζουν, αφού τα βλέπεις, τα ζεις και πολύ φοβάσαι ότι θα συνεχίσεις να τα ζεις και θα τα βιώσεις, όπως ακριβώς τα περιγράφει η φοβερή πένα του Μάντη, που μακάρι να μην είναι προφητική ως προς τα μελλούμενα στην τελευταία του ιδίως ιστορία.
Το βιβλίο έχει τη μορφή σπονδυλωτού μυθιστορήματος, αποτελούμενο από οκτώ ιστορίες. Οι ήρωες-πρωταγωνιστές της μιας ιστορίας επανέρχονται σε άλλες ιστορίες ως δευτεραγωνιστές με ευφυέστατο τρόπο. Η αφήγηση είναι κυρίως πρωτοπρόσωπη, δίνοντας έτσι τον απαιτούμενο χώρο στον αναγνώστη να δει και να κατανοήσει τα όσα συμβαίνουν στους ήρωες από τη δική τους οπτική γωνία και παρά την όποια απώθηση τυχόν νιώσει να επιχειρήσει τελικά να κάνει τα απαραίτητα βήματα για την κατανόηση των αιτιών που οδήγησαν τους ήρωες στις πράξεις τους. Αυτό το καταφέρνει ο συγγραφέας ιδίως στην πρώτη ιστορία του βιβλίου με οχήματα την προφορικότητα, την απουσία σημείων στίξης, σε συνδυασμό με τους εσωτερικούς μονολόγους και τον κάπως παραληρηματικό λόγο του ήρωα.
«Κι εκείνο που λένε ότι το πιο μεγάλο σκοτάδι είναι πριν το ξημέρωμα είναι αλήθεια. Και περπατάς κι ο φόβος σου όλο και μεγαλώνει γιατί την ώρα αυτή περιπολούν τα σαρκοφάγα της πόλης κι εσύ το ξέρεις πως πια είσαι μόνο σου κι ο Ραζέλος πάει πέθανε αναπαύεται σε κάποιο βυθό είπε ο άλλος κι όσο κι αν προσπαθείς δε γίνεται να το πιστέψεις ότι ο φίλος σου ο αδελφός σου έκανε τέτοιο κακό κάτι τόσο κακό και τόσο μεγάλο που γι’ αυτό να μιλάει όλη η χώρα. Και τώρα ανεβαίνεις τη λεωφόρο Φραντζή και κοιτάζεις ολόγυρα για ξυρισμένα κεφάλια και τα πόδια σου τρέμουν γιατί λίγο πρωτύτερα στο άλσος του Παγκρατίου απ’ έξω σε πήρανε στο κυνήγι και ούρλιαζαν τρεις και ούτε τους είδες καλά καλά κι είχανε κι ένα σκύλο που γάβγιζε και φώναζαν γαμημένο πρεζάκι δε θα ‘ρθούμε στα πράγματα; στους φούρνους θα μπεις σαπούνι θα γίνεις λέρα της κοινωνίας και παρακάτω που ‘φτασες τρέχοντας σε κάτι στενά είχες χαθεί εντελώς και νόμιζες πως έβλεπες παραισθήσεις έπεσες σ’ ένα οδόφραγμα έτσι στη μέση του δρόμου καμιά δεκαριά μακρυμάλληδες άπλυτοι σκάβανε το πεζοδρόμιο την άσφαλτο και βγάζανε πέτρες και κάνα δυο σα να κρατάγανε όπλα σού φάνηκε αυτόματα κρεμασμένα στον ώμο και σε είδαν κι αυτοί πριν προλάβεις να στρίψεις κι είπανε μεταξύ τους για δες ο χαμένος κάτι τέτοιοι μας δίνουν στους μπάτσους πρεζάκια ρουφιάνοι για να βρούνε τη δόση τους και τη μάνα τους ξεπουλάνε ακόμα. Κι ένας σου φώναξε ε ψιτ παλικάρι έλα την κάναμε σκόνη την άσφαλτο έλα αν θες να σνιφάρεις. Κι ύστερα έτρεχες έτρεχες έτρεχες έτρεχες και τα μάτια σου χόρτασαν λύπη σκοτάδι ερημιά κι είδες την πόλη την ώρα που κανείς δεν τη βλέπει την ώρα που ακόμα και τα πιο τελειωμένα πρεζάκια κοιμούνται μες στις καβάτζες τους την είδες ν’ αλλάζει πλευρό σα γυναίκα αρχαία που γαμάνε κι αυτή το γουστάρει γιατί συνήθισε τόσους αιώνες να την παραβιάζουν και τώρα δεν το μπορεί σαν τις άλλες τις όμορφες τις παστρικές της Ευρώπης τις πόλεις που τα ‘χουνε όλα νοικοκυρεμένα και ήσυχα αυτή θέλει αρσενικά όλο μίσος ν’ ασελγούν στο κορμί της ξανά και ξανά να την περπατούν να την τρυπούν να τη σκάβουν να της αλλάζουν τα φώτα να της βάζουνε φόκο δυναμίτες και βόμβες… ».
Τα παραπάνω λόγια τα λέει ένας Αλβανός, που ψάχνει τη δόση του στη νυχτερινή Αθήνα. Απευθύνεται στον εαυτό του και στον Ρουμάνο φίλο του, τον Ραζέλο, που παραδόξως έγινε χρυσαυγίτης, διέπραξε ένα έγκλημα για το οποίο τον καταδιώκει η αστυνομία (και μαζί μ’ αυτόν και τον πρωταγωνιστή της ιστορίας). Ασθματικός ο λόγος του ήρωα, ασθματικά διαβάζει και ο αναγνώστης αυτή την ιστορία που είναι μία από τις πιο δυνατές του βιβλίου.
Στην επόμενη ιστορία, μια γιαγιά πηγαίνει να επισκεφθεί το εγγόνι της, που οι γονείς του λόγω τερατογένεσης εναπόθεσαν σε κάποιο ίδρυμα, χωρίς έκτοτε να ενδιαφερθούν γι’ αυτό. Η γιαγιά δεν άντεξε τέτοιο βάρος και είναι η μόνη που επισκέπτεται τακτικά το παιδάκι. Η ιστορία αυτή είναι η πιο ευαίσθητη του βιβλίου και προσωπικά η αγαπημένη μου.
«Την εποχή εκείνη άρχισα τις επισκέψεις. Πήγα ξανά και ξανά και κάθε φορά που πήγαινα, ένιωθα το ίδιο. Ότι μπορεί να έκλαιγα μέσα μου, μπορεί να έτρεμα από τη φρίκη για την αδικία, αλλά δεν μπορούσα να το σιχαθώ. Δεν μπορούσα να το δω σαν μια αποβολή – κι ίσως αυτό να ήταν μειονέκτημα, όμως δεν ήμουν ικανή να το διορθώσω. Ότι με κάποιον τρόπο ήμουν υπεύθυνη γι’αυτό το πλάσμα και δεν μπορούσα έτσι απλά να το παρατήσω. Μπορεί να είχε ακούσει και τη δικιά μου τη φωνή να του λέει λογάκια, μαζί μ’ εκείνη του πατέρα και της μάνας του, τότε που ήταν ακόμα μες στην κοιλιά της, κι ίσως με το μυαλό του να μ’ αναγνώριζε. Και μπορεί, αν άκουγε ξανά τη φωνή μου, να ηρεμούσε λίγο, κάπως να ησύχαζε, μέσα στην άγρια καταδίκη που το ‘χε ρίξει η τύχη του».
Στην «Πολυκατοικία» ήρωας είναι ένας Πακιστανός που εκμεταλλεύεται τους ομοεθνείς του, για να θυσαυρίζει. Ο Ιντρίς, λοιπόν, γίνεται Ανδρέας και πολυμήχανος και καταφερτζής καθώς είναι φτάνει στο σημείο να πάρει τη θέση ενός εισοδηματία, για να κληρονομήσει την μεγάλη ακίνητη περιουσία του. Μέσα απ’ τα μάτια του βλέπουμε πώς αντικρίζει τον Χάρη, τον Έλληνα εισοδηματία που απ’ το πρωϊ μέχρι το βράδυ μιζεριάζει και κλαίγεται, χωρίς να έχει καταφέρει απολύτως τίποτα στη ζωή του.
«Πρόβλημα μόνιμης αναπηρίας, έλεγα μέσα μου εγώ κι αναρωτιόμουνα τι να’ναι αυτό που κάνει τους Έλληνες να μην είναι ευχαριστημένοι με τίποτα, ενώ οι συμπατριώτες μου, που ζουν σαν τα ζώα και που ακόμα κι οι πιο τελειωμένες πουτάνες- οι πρεζούδες ρε, που κουβαλάνε το AIDS και όλη την πανούκλα του κόσμου- τους σιχαίνονται, τους ρίχνουνε πόρτα … ε, λοιπόν, όλοι αυτοί, σε πρώτη ευκαιρία, γελάνε δέκα φορές περισσότερο, δέκα φορές πιο δυνατά, και μέσ’ από την καρδιά τους, απ’ ό,τι οι Έλληνες. Γιατί άραγε; Να σου πω γιατί: γιατί οι Έλληνες είναι κλαψομούνηδες. Γιατί οι γονείς τους από μικρούς δεν τους μαθαίνουνε τι θα πει ευθύνη και σεβασμός, δεν τους μαθαίνουν ότι ο κόσμος αυτός ο επίγειος είναι γεμάτος πόνο και βάσανα κι ότι αν υπάρχει ευτυχία, αν λέμε, δεν είναι για μας τους ανθρώπους, είναι πιο σπάνια κι από μαύρο διαμάντι και βρίσκεται μονάχα στον Άλλο Κόσμο, την έχει πάρει και την έχει κλειδώσει μαζί του ο Θεός. Και μόνο οι ενάρετοι, οι εγκρατείς κι όσοι έχουν πραγματικά υποφέρει, ίσως μια μέρα μπορέσουνε να κρυφοκοιτάξουνε τι εστί ευτυχία. Γιατί οι Έλληνες υπόσχονται στα παιδιά τους ψεύτικες χαρές, άπιαστες, τους λένε, φάε το φαϊ σου, Γιαννάκι, Καυλοσπυράκη, Μουνοψειράκη, ή όπως σκατά τα ονομάζουν, κι άμα μεγαλώσεις, θα σου πάρω αυτό και το άλλο, ή θα γίνεις όμορφος και κορμάρα κι όλες οι γκόμενες θα τρέχουν να σου γλείψουν τον πούτσο που είναι ίδιος με του πατέρα σου, τρία χιλιοστά, και να ξέρεις, ε, εσύ που είσαι γιος μου, είσαι ο εκλεκτός του Θεού κι ό,τι κι αν ονειρευτείς μια μέρα θα το καταφέρεις, σίγουρο αυτό, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, ραλίστας θες, Νίκι Λάουντα, κι ας έφτασες δέκα χρονών κι ακόμα να πετάξεις τις βοηθητικές, Μπραντ Πιτ θες, να κουτουπώνεις την Αντζελίνα, κι ας έχεις μια ελιά στο κούτελο σαν τρίτο μάτι που βλέπει καλύτερα απ’ τ’ άλλα δύο, εφευρέτης θες, Αϊνστάιν Μου, κι ας έχεις βγάλει το λύκειο κι ακόμα δεν έμαθες ότι οι κότες δεν έχουν βυζιά…».
Στην επόμενη, συγκλονιστική ιστορία, βλέπουμε τον Αλέξη και την Άντα, τους γονείς του άτυχου παιδιού της δεύτερης ιστορίας. Την ιστορία την αφηγείται ο Αλέξης. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι το νεαρό αυτό ζευγάρι κάπως τα είχε καταφέρει, κάτι οικονομίες είχε στην άκρη και κάπου εκεί, με το φόβο του Grexit πήραν τα λεφτά απ’ την τράπεζα και τα έκρυψαν στο σπίτι. Μια διάρρηξη, ένας βιασμός και η ανικανότητα του Αλέξη να σώσει την Άντα και να την υπερασπιστεί από τον βιαστή της (ακόμη και όταν σε μία συγκέντρωση ναζιστικής παράταξης τον αναγνωρίζει) είναι οι λόγοι που θα οδηγήσουν το ζευγάρι στο χωρισμό (και όχι η εγκατάλειψη του παιδιού τους, το οποίο έχουν οριστικά διαγράψει).
«Και τώρα κάθομαι κάτω απ’ το παλιό μας διαμέρισμα και κοιτάζω. Μ’ αρέσει να παρατηρώ τα συντρίμμια της παλιάς μου ζωής. Νιώθω μια διεστραμμένη απόλαυση, ίδια με πόνο, στη θέα αυτού που κάποτε πίστεψα ότι θα ήταν το πρώτο στάδιο στο κυνήγι της ολοκλήρωσης, του αγγίγματος εκείνου που λέμε ευτυχία. Δέκα χρόνια πριν, ούτε που θα μπορούσα να φανταστώ το σήμερα. Αν μου το προφήτευε κάποιος, θα τον θεωρούσα τρελό. Χωρισμένος. Χωρίς λεφτά. Δώδεκα ώρες δουλειά την ημέρα για εννιακόσια ευρώ. Τώρα στο σπίτι του δεύτερου ορόφου μένει ένα άλλο ζευγάρι. Περίπου στην ηλικία που ήμασταν εμείς τότε. Χωρίς τα ίδια όνειρα όμως. Τώρα έχει ζόρια για όλους. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Ίσως να κάνουν πιο πολύ έρωτα. Ίσως να βλέπουν λιγότερη τηλεόραση, να διαβάζουν λιγότερες μαλακίες στα περιοδικά. Από εδώ που είμαι, δεν μπορώ να δω βέβαια. Μονάχα τις σκιές τους διακρίνω καμιά φορά».
Ένα διευθυντικό στέλεχος υπουργείου, που εκτίει την ποινή του για χρηματισμό είναι ο ήρωας της επόμενης ιστορίας. Απ’ τη φυλακή πια ατενίζει τον κόσμο, ενώ ακόμα και η οικογένειά του, στην οποία και επένδυσε τα χρήματα που πήρε, τον εγκαταλείπει.
«Στην Ελλάδα ζεις, μου έκανε εκείνος ελαφρά ενοχλημένος. Ξέρεις τι κατάλαβα μετά από τόσα χρόνια αγώνων; Ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν υπάρχουν τάξεις. Υπάρχουνε μονάχα δύο στρατόπεδα: όσοι είναι μέσα στο Δημόσιο και οι άλλοι, οι απ’ έξω. Και οι μεν και οι δε τρώνε απ’ το ίδιο πιάτο, απ’ το καζάνι του κράτους. Η ποσότητα που δικαιούται ο καθένας, αυτή, ναι, εξαρτάται απ’ την κοινωνική θέση του, εκεί υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης. Ξέρεις κάτι όμως; Τα λεφτά που σχετίζονται με το κράτος είναι λεφτά άκοπα. Γλυκά λεφτά. Και κανείς δε θέλει να το αλλάξει αυτό. Μην κοιτάς λοιπόν τις θεωρίες και τις ταξικές διεκδικήσεις, αυτά είναι φούμαρα και στάχτη στα μάτια. Υπάρχουν για να καλύπτουνε ένα πράγμα: το πόσο εύκολα βγαίνουνε και μοιράζονται τα κρατικά λεφτά. Εντάξει, για το ογδόντα τοις εκατό του κόσμου τουλάχιστον. Τώρα, αν έχεις την ατυχία να είσαι χαμάλης…».
Ο σύντομος διάλογος δυο νέων ανθρώπων που προσπαθούν να βγουν απ’ τη χώρα (παράνομα φυσικά), της Νάντιας και του Ντάνι είναι η επόμενη ιστορία. Σκληρός διάλογος δύο αγνώστων που κουβαλάνε τα πτώματά τους, τις μαύρες ιστορίες τους και επιθυμούν να ξαναζήσουν σε μια χώρα της Βόρειας Ευρώπης, αφού αυτός καταζητείται (είναι ο Ρουμάνος της πρώτης ιστορίας) και αυτή είναι μία απ’ τις ιερόδουλες που είχαν βγάλει τα κανάλια στη δημοσιότητα φωτογραφία της επειδή ήταν οροθετική.
«Ντάνι, θα με προσέχεις; Ναι, Νάντια. Τ’ ορκίζεσαι; Μη φοβάσαι. Ό,τι κι αν γίνει, ορκίζομαι να μη σ’αφήσω από δίπλα μου. Ό,τι κι αν γίνει; Ό,τι κι αν γίνει. Μη φοβάσαι μωρό μου. Κι αν αρρωστήσω στο δρόμο; Θα με πάρεις στα χέρια σου;»
Η επόμενη ιστορία, το «Βιβλίο εισερχομένων» περιγράφει τη δεκαετία του 80 και την άνοδο στην εξουσία του Ηγέτη και της Παράταξής του. Η διαφθορά εγκαθίσταται σε όλο της το μεγαλείο στην Ελλάδα και ο κάθε «σύντροφος» και η κάθε «συντρόφισσα», ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου μπορεί να γίνει τα πάντα, να διεκδικήσει τα πάντα, γιατί πολύ απλά … το αξίζει. Το αξίζει γιατί ψήφισε τον Ηγέτη και την Παράταξή του. Η επέλαση των βαρβάρων στο Δημόσιο και η «επανάσταση» της μετριότητας και της αμορφωσιάς περιγράφεται μοναδικά απ’ τον Μάντη στην ιστορία αυτή. Σας θυμίζει κάτι;
«Η διαφορά φαίνεται απ’ την πρώτη μέρα. Ένας νέος άνεμος ελευθερίας φυσάει στο υπουργείο μας και σ’ όλη τη χώρα…Οι απαιτήσεις για αλόγιστη παραγωγικότητα χαλαρώνουν, το ίδιο όπως κι ο ασφυκτικός έλεγχος της προσέλευσης και αποχώρησης των υπαλλήλων, που έκανε τη ζωή μας ένα μαρτύριο και τη δουλειά αγωνιώδη καθημερινή κούρσα. Οι μισθοί μας από τη μια μέρα στην άλλη τριπλασιάζονται, με προσωπική εντολή του αγαπημένου μας Ηγέτη. Τα μέσα μεταφοράς μετατρέπονται σε δωρεάν υπηρεσίες, στο πλαίσιο μιας πραγματικά ανθρωπιστικής, δημοκρατικής αντίληψης για τις μετακινήσεις του λαού στην πόλη. Άδειες και αργίες αυξάνονται γεωμετρικά – κάθε εβδομάδα προστίθεται κι από μία. Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, εμείς, οι λαϊκοί αγωνιστές του Δημοσίου, αβγαταίνουμε μέρα με τη μέρα και πια οι αριθμοί μας κοντεύουνε να διπλασιαστούν. Δεν υπάρχει Δευτέρα που να μην υποδεχτούμε καινούργια πρόσωπα στις τάξεις μας, νέους και νέες απ’ όλη την Ελλάδα, που μέχρι χτες δεν μπορούσαν ούτε σε βενζινάδικο να βρουν δουλειά και που τώρα οι φαμελιές τους απολαμβάνουν, μαζί με τη σύνταξη των αντιστασιακών γονιών τους που καθιέρωσε τιμής ένεκεν ο Αρχηγός μας, και μια θέση στο επίζηλο Δημόσιο, αυτό που ως τώρα ήταν τσιφλίκι μονάχα των βαμμένων, των πάππου προς πάππου δεξιών, παλιών μοναρχικών, γερμανοτσολιάδων εθνοπροδοτών, χουνταίων και δε συμμαζεύεται. Λίγο λίγο οι όροφοι τιγκάρουνε από κόσμο, οι συνάδελφοι δεν έχουν πια γραφεία ν’ ακουμπήσουν τα χέρια τους, καρέκλες για να γλυτώσουν απ’ την ορθοστασία, κι έτσι, αφού δεν είχε μείνει ούτε σκαμνί ούτε και ράντζο, που λέει ο λόγος, οι νέοι υπάλληλοι σιγά σιγά προσέρχονται εκ περιτροπής ή και καθόλου στην εργασία τους, λόγω έλλειψης χώρου.»
Στην τελευταία ιστορία του βιβλίου, τη «Μεζονέτα» η Ελλάδα έχει οριστικά πια πτωχεύσει, την εξουσία αναλαμβάνει η ακροδεξιά και το κέντρο της Αθήνας ταλαιπωρείται από ταραχές καθημερινά. Η αδερφή του ήρωα της πρώτης ιστορίας, η Δήμητρα πιάνει δουλειά ως οικιακή βοηθός σε μία πλούσια οικογένεια με σκοπό να εκδικηθεί για τον θάνατο του αδερφού της. Σ’ αυτή την καταληκτική ιστορία δίνεται και μια χαραμάδα αισιοδοξίας και ελπίδας, αφού η ηρωίδα δεν μπορεί να υλοιποιήσει το σχέδιο που είχε στο μυαλό της και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, αυτή λυτρώνεται και ο αναγνώστης παίρνει μια μικρή ανάσα, αφού σπάει -ευτυχώς- ο φαύλος κύκλος της βίας.
«Κι έχει περάσει πια μιάμιση ώρα που σκάβετε και πλέον όλα είναι μέσα στο χώμα, γύρω σας χώμα ένα σύννεφο, στα ρούχα στα μαλλλιά σας χώμα, χώμα παντού και ξαφνικά αποκαλύπτεται κάτι που σίγουρα δεν είναι ούτε χώμα μα ούτε και πέτρα αλλά ύφασμα, κάτι σαν ύφασμα, κι η ανάσα σου κόβεται κι ο Φοίβος σού λέει τον βρήκαμε, αυτός είναι, κι εσύ δεν μπορείς πια να σκάψεις, χώρια που έχεις κουραστεί, σου ‘χουν κοπεί και τα ήπατα απ’ την τρομάρα, το άγχος, την αναστάτωση, και συνεχίζει μονάχα ο Φοίβος, με φτυαριές απαλές, διακριτικές, χειρουργικές μπορείς να τις πεις, και λίγο λίγο ξεθάβεται το περίγραμμα και εσύ είσαι έτοιμη να σωριαστείς, τα πόδια σου δε σε κρατάνε, αδελφούλη μου, μέσα σου λες, αδελφούλη μου, τι σου ‘χουν κάνει, όμως χωρίς μίσος πλέον, χωρίς πια το Μίσος που ήξερες, που ήταν ο φίλος σου ο καρδιακός όλο το χρόνο τον τελευταίο, τώρα προέχει εκείνο που βλέπεις, εκείνο που θέλεις να δεις και λες, αδελφούλη μου, αδελφούλη μου, πάλι και πάλι…».
Αν θέλετε ένα βιβλίο για να περάσετε ευχάριστα το χρόνο σας, τότε σίγουρα το «Πέτρα, Ψαλίδι, Χαρτί» θα σας απογοητεύσει, αφού δεν προσφέρεται για τέτοιες αναγνώσεις. Αν όμως θέλετε ένα βιβλίο για να σκεφτείτε, να προβληματιστείτε για τη βιαιότητα της εποχής που ζούμε με τον μοναδικό τρόπο της λογοτεχνίας, τότε αυτό το βιβλίο είναι ιδανικό. Είναι από αυτά τα βιβλία που σε ξυπνούν, σε ρίχνουν μέσα στο παγωμένο νερό και τα σκέφτεσαι για πολύ καιρό μετά. Ο Νίκος Μάντης είναι από τις καλύτερες νέες λογοτεχνικές φωνές που έχουμε στον τόπο μας και ανεξάρτητα από την όποια απαισιοδοξία νιώσει κανείς διαβάζοντας για την κρίση αξιών που βιώνει η κοινωνίας μας μέσα από το βιβλίο του, δε μπορεί παρά να αισιοδοξεί για το μέλλον της λογοτεχνίας μας.
Ο συγγραφέας
Ο Νίκος Μάντης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει νομικά και έχει ασχοληθεί με το θέατρο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή ήταν «Το μάτι του άνθους», ενώ έχει εκδώσει επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη τη συλλογή διηγημάτων «Ψευδώνυμο» (2006) και τα μυθιστορήματα «Το χιόνι του καλοκαιριού» (2010), «Άγρια Ακρόπολη» (2013) και το «Πέτρα, Ψαλίδι, Χαρτί» (2014). Για το «Άγρια Ακρόπολη» έχει βραβευθεί με το βραβείο Μυθιστορήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού www.anagnostis.gr, ενώ το «Πέτρα, Ψαλίδι, Χαρτί» έλαβε το 2015 το «The Athens Prize for Literature» του περιοδικού (δέ)κατα.
Έγραψαν για το βιβλίο
- http://no14me.blogspot.gr/2015/05/blog-post_15.html
- http://archive.efsyn.gr/?p=236079
- http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=662619
- http://www.in2life.gr/culture/book/article/386463/nikos-manths-dyo-deigmata-mias-elpidoforas-penas.html
- http://www.kathimerini.gr/803342/article/politismos/vivlio/otan-ola-katarreoyn
- http://www.efsyn.gr/arthro/vae-victis
- http://www.literature.gr/psalidies-tis-atropou-tis-linas-pantaleon/
- http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/3646-petra-psalidi-xarti