«ΈΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ, αμέσως μετά το φαγητό ο άντρας μου μού ανακοίνωσε ότι ήθελε να με παρατήσει. Αυτό το έκανε καθώς μαζεύαμε το τραπέζι, τα παιδιά τσακώνονταν ως συνήθως στο διπλανό δωμάτιο και το σκυλί ονειρευόταν γρυλίζοντας πλάι στο καλοριφέρ. Μου είπε ότι ήταν μπερδεμένος, ότι περνούσε δύσκολες στιγμές, ότι ένιωθε κουρασμένος, ανικανοποίητος, ως και τιποτένιος ακόμα. Μίλησε κάμποση ώρα για τα δεκαπέντε χρόνια του γάμου μας, για τα παιδιά μας, και παραδέχτηκε πως δεν είχε κανένα παράπονο ούτε από εκείνα ούτε από μένα. Η στάση του ήταν συγκρατημένη όπως πάντα, αν εξαιρέσουμε μια υπερβολική κίνηση που έκανε με το δεξί του χέρι, καθώς μου εξηγούσε μ’ έναν παιδιάστικο μορφασμό για κάποιες σιγανές φωνές, ένα είδος ψίθυρου, που τον έσπρωχναν αλλού. Έπειτα, αφού επωμίστηκε την ευθύνη για όλα όσα συνέβαιναν, έκλεισε διακριτικά την εξώπορτα πίσω του, αφήνοντάς με αποσβολωμένη δίπλα στο νεροχύτη.»
Από την ώρα εκείνη, η τριανταοχτάχρονη Όλγα, έχοντας παρατήσει για χάρη του συζύγου της τη συγγραφή και την ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Νάπολη, για να τον ακολουθήσει στο Τορίνο, μένει μόνη, με τα δύο παιδιά της, την Ιλάρια και τον Τζάννι, και τον σκύλο τους Όττο, προσπαθώντας, όχι να βρει τον εαυτό της (αυτός έχει εξαφανιστεί εδώ και χρόνια όταν αποφάσισε να τον επαναπροσδιορίσει βάσει του άντρα της) αλλά να κάνει τα απαραίτητα: να φροντίσει τα παιδιά της, να ταϊσει τον σκύλο, να φάει, να κοιμηθεί, να τακτοποιήσει το σπίτι, να πληρώσει λογαριασμούς. Δεν τα καταφέρνει.
«Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργείται μέσα μου μια μόνιμη αίσθηση απειλής. Το βάρος των δύο παιδιών – η ευθύνη, αλλά και οι υλικές ανάγκες της ζωής τους-μου έγινε έμμονη ιδέα. Έτρεμα μήπως καταντήσω ανίκανη να τα φροντίζω, φοβόμουν ακόμα και μήπως τα βλάψω, σε κάποια στιγμή κούρασης ή αφηρημάδας. Όχι ότι κι ο Μάριο μού πρόσφερε παλιά καμιά σπουδαία βοήθεια, πάντα ήταν πνιγμένος στη δουλειά. Όμως η παρουσία του – ή μάλλον η απουσία του, που μπορούσε ωστόσο να μετατραπεί σε παρουσία, όποτε υπήρχε ανάγκη- με καθησύχαζε. Το γεγονός ότι τώρα πια δεν ήξερα που ήταν, ότι δεν είχα έναν αριθμό τηλεφώνου του, ότι τον έπαιρνα συνέχεια και ανεξέλεγκτα στο κινητό του και ανακάλυπτα πως το είχε μονίμως κλειστό – αυτή η επιμονή του να κρύβεται, σε σημείο ακόμα και στη δουλειά οι συνάδελφοί του, και συνένοχοί του ίσως, να μου απαντούν ότι απουσίαζε λόγω ασθενείας, ότι είχε πάρει μια σύντομη άδεια ή ακόμα ότι βρισκόταν στο εξωτερικό για κάποια αυτοψία – μ’ έκανε να νιώθω σαν πυγμάχος που δεν θυμάται πια τα σωστά χτυπήματα και περιφέρεται στο ρίνγκ με τρεμάμενα πόδια και την προστατευτική κάσκα κατεβασμένη».
Μέρα με τη μέρα υλοποιείται ο μεγαλύτερος φόβος της Όλγας. Μετατρέπεται σιγά-σιγά σε εκείνη τη γειτόνισσα που θυμάται από τα παιδικά της χρόνια. Μια γυναίκα με δύο παιδιά που επίσης την παράτησε ο άντρας της και αφού τρελάθηκε, αυτοκτόνησε. Μια γυναίκα που λυπόταν όλη η γειτονιά. Η η μικρή τότε Όλγα άκουγε τη μητέρα της και τις φίλες της να μιλάνε για την κατάντια της. Μια γυναίκα, που, όπως εκείνη, έπαψε να ζει γι’ αυτήν ή και γι’ αυτήν, έπαψε να προσδιορίζεται βάσει των θέλω της και ξαφνικά συνειδητοποιεί την απόλυτη μοναξιά της.
«Αυτή η γυναίκα έχασε τα πάντα, ακόμα και το όνομά της (λεγόταν θαρρώ, Εμίλια), έγινε για όλους η “κακομοίρα”, κι εμείς ακόμα αρχίσαμε να την αποκαλούμε έτσι. Η κακομοίρα έκλαιγε, η κακομοίρα φώναζε, η κακομοίρα υπέφερε και σπάραζε από την απουσία του ιδρωμένου κοκκινομάλλη και των άπιστων πράσινων ματιών του. Έσφιγγε στα χέρια της ένα υγρό μαντίλι, έλεγε σε όλους ότι ο άντρας της την είχε εγκαταλείψει, την είχε σβήσει από τη μνήμη και τη συνείδησή του, και δώσ’ του να σφίγγει το μαντίλι, με τόση δύναμη που οι κόμποι των δακτύλων της άσπριζαν, αναθεμάτιζε τον άντρα που της είχε ξεφύγει λες και ήταν ένα αχόρταγο ζώο πάνω στο λόφο του Βόμερο. Αυτός ο τόσο υπερβολικός πόνος είχε αρχίσει να με αηδιάζει. Ήμουν οκτώ χρονών, αλλά ντρεπόμουν για λογαριασμό της. Ούτε έβγαινε πια μαζί με τους γιους της, ούτε είχε πάνω της εκείνη τη γλυκιά μυρωδιά. Τώρα πια κατέβαινε τις σκάλες αλύγιστη, με το κορμί στεγνό. Τα στήθη, τα πλευρά και οι γοφοί της είχαν σουρώσει, η χαρά και το λαμπερό χαμόγελο είχαν σβηστεί από το φαρδύ της πρόσωπο. Το δέρμα της είχε γίνει διάφανο πάνω στα κόκαλά της, τα μάτια της είχαν πνιγεί σε βιολετιά πηγάδια, τα χέρια της θύμιζαν βρεγμένα βατραχοπόδαρα. Κάποια στιγμή άκουσα τη μητέρα μου να λέει αναστενάζοντας: Η κακομοίρα, στέγνωσε σαν παστή σαρδέλα! Από τότε την παρακολουθούσα με το βλέμμα μου καθημερινά, για να τη δω να βγαίνει από την εξώπορτα χωρίς την τσάντα για τα ψώνια, χωρίς μάτια στις κόχες, με βήμα αβέβαιο. Ήθελα να ανακαλύψω το καινούργιο, γκριζογάλανο ψαρίσιο κορμί της, να δω τους κόμπους απ’ το αλάτι να λαμπυρίζουν πάνω στα μπράτσα και τα πόδια της».
Στην αρχή θα αρνηθεί αυτό που της συμβαίνει. Άλλωστε και στο παρελθόν ο Μάριο είχε κάποιο “κενό συνείδησης”, αλλά επανήλθε. Ο χρόνος όμως περνάει και όταν τελικά αυτός εμφανίζεται είναι για να της επιβεβαιώσει ότι δεν θα επιστρέψει, ότι υπάρχει άλλη, μία νέα κοπέλα, κόρη μιας φίλης τους. Ένα κομμάτι από γυαλί στο φαγητό που του έχει ετοιμάσει και που θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο θα αποτελέσει την αφορμή για να εξαφανιστεί από τη ζωή της και σταδιακά και από τη ζωή των παιδιών του. Ο λόγος για τον οποίο ο Μάριο έφυγε δεν απασχολεί εν προκειμένω τη συγγραφέα. Θα μπορούσε να ήταν αυτό το απροσδιόριστο “κενό συνείδησης”, θα μπορούσε να ήταν ο έρωτας, θα μπορούσε να ήταν μια ζωή που δεν τον γέμιζε δίπλα σε αυτήν και τα παιδιά του. Τη συγγραφέα την απασχολεί η διάλυση της ηρωίδας, η ανικανότητά της λόγω της ψυχικής της κατάστασης να δράσει, να εκτελέσει τους ρόλους που η κοινωνία της έδωσε και η ίδια έλαβε χωρίς σκέψη.
To βιβλίο συγκλονίζει με τις εντάσεις του, τη σκιαγράφηση του ψυχισμού και των εμμονών της ηρωίδας και την αργόσυρτη καταβύθισή της στην τρέλα.
«Αυτό που μ’ έκαιγε ήταν άλλο: να με καταλάβει. Γιατί είχε πετάξει έτσι απλά δεκαπέντε χρόνια γεμάτα συναισθήματα, συγκινήσεις, έρωτα; Το χρόνο, το χρόνο, όλο το χρόνο της ζωής μου μου είχε κλέψει, μόνο και μόνο για να τον ξεφορτωθεί επιπόλαια, σαν ένα καπρίτσιο. Τι άδικη, τι εγωιστική απόφαση. Έδιωχνε μ’ ένα φύσημα το παρελθόν, λές και ήταν κάποιο ενοχλητικό εντομο που είχε καθίσει στο χέρι του. Το δικό μου παρελθόν, όχι μόνο το δικό του, που είχε φτάσει σ’ αυτή την αποσύνθεση. Του ζητούσα, τον ικέτευα να με βοηθήσει να καταλάβω αν εκείνα τα χρόνια είχαν τουλάχιστον κάποια ουσία, από ποια στιγμή είχε αρχίσει αυτή η πορεία προς τη διάλυση, αν τελικά αυτή η περίοδος ήταν μια σπατάλη ωρών, μηνών, χρόνων ή αν είχε κάποιο κρυφό νόημα, που θα μπορούσε να τη γιατρέψει, μετατρέποντάς τη σε μια εμπειρία ικανή να αποδώσει νέους καρπούς. Είχα απόλυτη ανάγκη, καιγόμουν να μάθω, κατέληγα. Μόνο αν το μάθαινα αυτό θα μπορούσα να συνέλθω και να επιβιώσω, ακόμα και χωρίς εκείνον. Έτσι, όμως, μέσα στο χάος μιας άσκοπης ζωής, ένιωθα απελπισμένη, ξερή, στεγνή σαν ένα άδειo κοχύλι σε μια παραλία το καλοκαίρι. Όταν πια τα πρησμένα μου δάχτυλα είχαν κάνει σημάδι από το στυλό και πονούσαν, όταν τα μάτια μου δεν έβλεπαν από το πολύ κλάμα, πήγαινα στο παράθυρο. Ένιωθα τα κύματα του αέρα να σκάνε πάνω στα δέντρα του πάρκου, το βουβό σκοτάδι της νύχτας, που μόλις φωτιζόταν από τα λαμπερά διαμαντάκια στην κορφή των φαναριών ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές. Εκείνες τις ατέλειωτες ώρες έγινα ένας φρουρός του πόνου, που ξαγρυπνούσε δίπλα σ’ ένα πλήθος από νεκρές λέξεις».
Ο γιος της αρρωσταίνει. Ο σκύλος της αργοπεθαίνει από δηλητήριο. Η εξώπορτα χαλάει και δεν μπορεί να βγει έξω από το σπίτι. Το τηλέφωνο κάνει παράσιτα. Οποιοσδήποτε τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο είναι -στο μυαλό της- αδύνατος. Η ίδια είναι απολύτως ανήμπορη. Σε αυτό το κλειστοφοβικό περιβάλλον, το οξυγόνο μοιάζει να στερεύει, η τρέλα να θρονιάζεται για τα καλά στο μυαλό της ηρωϊδας, ενώ αυτή αδυνατεί να κάνει τα απολύτως στοιχειώδη. Η λύτρωση φαντάζει αδύνατη. Αν και θα περίμενε κανείς μια γλώσσα περισσότερο ασθματική και παραληρηματική, η Ferrante καταφέρνει να αποτυπώσει με γλαφυρότητα και πειστικότητα μια γυναίκα ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο, μια γυναίκα ικανή να σκοτώσει, μια μητέρα που θα μπορούσε να γίνει Μήδεια, έναν άνθρωπο που, ενώ έχει ξεπεράσει τα όρια, πιάνεται στο τέλος από κάτι συνταρακτικό, από κάτι που την ξεπερνά και ξανασηκώνεται όρθια. Aυτό θα είναι ο θάνατος του Όττο.
«Πόσο αβάσταχτο είναι το θέαμα του κορμιού ενός ζωντανού πλάσματος που παλεύει με το θάνατο, και τη μια φαίνεται να νικάει, την άλλη να χάνει. Μείναμε έτσι, κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα. Η ανάσα του σκυλιού άλλοτε γινόταν πιο γοργή, όπως όταν είχε την υγειά του κι έκανε σαν τρελό για παιχνίδι, για τρέξιμο στο ύπαιθρο, για επιβραβεύσεις και χάδια, κι άλλοτε γινόταν ανεπαίσθητη. Ακόμα και στο σώμα του εναλλάσσονταν στιγμές τρεμουλιάσματος και σπασμών με στιγμές απόλυτης ακινησίας. Ένιωθα τα αποθέματα της ενέργειάς του να εξανεμίζονται σιγά σιγά, μου φάνηκε ότι ένα κουβάρι από παλιές εικόνες ξεδιπλωνόταν μπροστά μου: η τρεχάλα ανάμεσα στις λαμπερές σταγόνες του νερού που πότιζε το πάρκο, το γεμάτο περιέργεια σκάψιμο πίσω απ’ τους θάμνους, η μανία του να με ακολουθεί σε όλο το σπίτι, όταν περίμενε να του δώσω φαγητό. Αυτό το πλησίασμα του πραγματικού θανάτου, αυτή η ανοιχτή πληγή του μαρτυρίου του, ξαφνικά, ανέλπιστα, μ’ έκανε να ντραπώ για τον πόνο που είχα νιώσει τους τελευταίους μήνες, για κείνη την απίστευτη μέρα. Ένιωσα το δωμάτιο να ξαναμπαίνει σε τάξη, τους χώρους του σπιτιού να συνδέονται και πάλι μεταξύ τους, το πάτωμα να ξαναγίνεται συμπαγές, τη ζεστή μέρα να απλώνεται πάνω σε όλα τα πράγματα, μια κόλλα διαφανής. Πώς μπόρεσα να αφεθώ τόσο πολύ, να διαλύσω έτσι τις αισθήσεις μου, την αίσθηση ότι είμαι ζωντανή. Χάιδεψα τον Όττο ανάμεσα στ’ αυτιά κι εκείνος άνοιξε τα άχρωμα μάτια του και τα κάρφωσε πάνω μου. Είδα το βλέμμα ενός σκύλου – φίλου πού, αντί να με κατηγορεί ζητούσε συγγνώμη για την κατάστασή του. Έπειτα ένας έντονος σωματικός πόνος σκοτείνιασε τις κόρες των ματιών του, έτριξε τα δόντια και μου γάβγισε χωρίς αγριάδα. Λίγο αργότερα ξεψύχησε στα χέρια μου, κι εγώ ξέσπασα σ’ ένα κλάμα ασυγκράτητο, που δεν συγκρινόταν με κανένα άλλο κλάμα εκείνων των ημερών, εκείνων των μηνών. Όταν τα μάτια μου στέγνωσαν, όταν ακόμα και οι τελευταίοι λυγμοί έσβησαν στο στήθος μου, συνειδητοποίησα ότι ο Μάριο είχε ξαναγίνει ο καλός άνθρωπος που ίσως ήταν πάντα κι ότι εγώ δεν τον αγαπούσα πια».
To βιβλίο συγκλονίζει με τις εντάσεις του, τη σκιαγράφηση του ψυχισμού και των εμμονών της ηρωίδας και την αργόσυρτη καταβύθισή της στην τρέλα. Η Ferrante είναι σπουδαία συγγραφέας. Τις επόμενες ημέρες θα κυκλοφορήσει ο πρώτος τόμος της Τετραλογίας της Νάπολης από τις Εκδόσεις Πατάκη. Ας ευχηθούμε ότι θα ακολουθήσει η μετάφραση και των υπόλοιπων βιβλιων που συναπαρτίζουν την Τετραλογία, που αποτελεί το σημαντικότερο ως σήμερα έργο της.
Η συγγραφέας
Τα μόνα γνωστά στοιχεία για τη συγγραφέα είναι η ναπολιτάνικη καταγωγή της και το φύλο της. Επτασφράγιστο μυστικό η ταυτότητά της. Οι συνεντεύξεις της είναι όλες γραπτές, ενώ μία συνέντευξη έχει δώσει δια ζώσης, αυτή γιατο Paris Review, στους εκδότες της. Η ίδια εξηγεί ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει γνωστό οτιδήποτε για τη ζωή της, αφού ό,τι έχει να πει το λέει μέσα από τα βιβλία της. Όλη αυτή η μυστικοπάθεια έχει προκαλέσει φρενίτιδα, ιδίως στις ΗΠΑ. Τα βιβλία της είναι υποψήφια για τα μεγαλύτερα βραβεία τόσο στη χώρα της, όσο και διεθνώς. Πριν λίγες ημέρες ανακοινώθηκε και η υποψηφιότητά της για το Τhe Man Booker International Prize 2016 Man Booker για το βιβλίο της «The story of the lost child», το οποίο αποτελεί μέρος της Τετραλογίας της Νάπολης. Τα υπόλοιπα τρία είναι τα: «My brilliant friend», «The story of a new name», «Those who leave and those who stay». Στην Ελλάδα έχει επίσης κυκλοφορήσει το βιβλίο της «Βάναυση Αγάπη» (1997) από τον εκδοτικό οίκο Perugia.
Διαβάστε συνέντευξη της Ferrante στο «Τhe Paris Review»:
http://www.theparisreview.org/interviews/6370/art-of-fiction-no-228-elena-ferrante
Έγραψαν για το βιβλίο
- http://www.lifo.gr/articles/book_articles/83090
- http://www.newyorker.com/magazine/2013/01/21/women-on-the-verge
- http://www.theguardian.com/books/2014/oct/31/elena-ferrante-literary-sensation-nobody-knows
- http://www.nytimes.com/2005/09/25/books/review/the-days-of-abandonment-il-divorzio.html?_r=0
- http://www.complete-review.com/reviews/italia/ferrane.htm