«H ΛΙΝΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΗ. Αλλά ακόμη δεν το ξέρουν. Είναι 3 Μαΐου του 1977, έξι και μισή το πρωί, και κανένας δεν ξέρει τίποτα, πέρα από τούτο το απλό γεγονός: Πως η Λίντια έχει αργήσει για το πρωινό. Όπως πάντοτε, δίπλα στο μπολ της με τα δημητριακά η μητέρα της έχει βάλει ένα ξυσμένο μολύβι και την εργασία της Λίντια στο μάθημα της Φυσικής – έξι προβλήματα σημειωμένα με μικρά «τικ». Πηγαίνοντας με το αμάξι στη δουλειά, ο πατέρας της Λίντια προσπαθεί να πιάσει τον WXKP, την Καλύτερη Πηγή Ειδήσεων στο βορειοδυτικό Οχάιο, εκνευρισμένος απ’ τα παράσιτα στο ραδιόφωνο.Στα σκαλιά, ο αδελφός της Λίντια χασμουριέται, χαμένος ακόμη σε κάποιο όνειρο που έβλεπε προτού ξυπνήσει. Στην καρέκλα της στη γωνιά της κουζίνας, η αδελφή της Λίντια είναι σκυφτή, με βλέμμα απλανές πάνω από τα δημητριακά της, πιπιλίζοντάς τα ένα ένα και περιμένοντας την αδελφή της να φανεί. Αυτή είναι που τελικά λέει: «Η Λίντια άργησε πολύ σήμερα».
Ήταν το ιδανικό παιδί μιας ιδανικής αμερικανικής οικογένειας, αφού ήταν προορισμένο (απ’ τους γονείς του) να εκπληρώσει τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Μέχρι το θάνατό της.
Είναι από τις περιπτώσεις αυτές που κάτι ο τίτλος, κάτι το εξώφυλλο, λίγο η περίληψη σε τραβούν να διαβάσεις ένα βιβλίο, το οποίο -παραδόξως- πέρασε απαρατήρητο από την εγχώρια βιβλιοκριτική, αν και το αντίθετο ισχύει για τις χώρες, στις οποίες μεταφράστηκε, αφού εκθειάστηκε, όπου κι αν εκδόθηκε (και όχι άδικα). Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα: μία ιστορία μυστηρίου, γύρω από τον θάνατο μιας δεκαεξάχρονης, που εξελίσσεται σε ένα page-turner ψυχογράφημα μιας γεμάτης απωθημένα αμερικανικής οικογένειας.
Από τις πρώτες κιόλας λέξεις η συγγραφέας μάς γνωστοποιεί τον θάνατο της Λίντια, μιας έφηβης από το Οχάιο των Η.Π.Α., κάπου στη δεκαετία του 1970. Η Λίντια, κόρη της Μέριλιν και του Τζέιμς δεν φαίνεται να αντιμετώπιζε κανένα απολύτως πρόβλημα: ήθελε να σπουδάσει Ιατρική, είχε ένα φλερτ με έναν νεαρό, τον Τζακ (εκ των κυρίως υπόπτων για τον θάνατό της), είχε φίλους, γνώριζε τις επιθυμίες των γονιών της, πριν καν αυτές εκφραστούν. Ήταν το ιδανικό παιδί μιας ιδανικής αμερικανικής οικογένειας, αφού ήταν προορισμένο (απ’ τους γονείς του) να εκπληρώσει τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Μέχρι το θάνατό της.
Ας δούμε λίγο τους γονείς της Λίντια. Η Μέριλιν, πηγαίνοντας κόντρα στη δική της μητέρα, η οποία ήθελε να την δει να παντρεύεται έναν «καθαρόαιμο» Αμερικανό και να κάνει μια Αμερικανική οικογένεια, ερωτεύεται τον κινεζικής καταγωγής Τζέημς, έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της καθηγητή Αμερικανικής ιστορίας. Παρατάει τα όνειρά της να γίνει γιατρός και αφοσιώνεται στην οικογένειά της, έχοντας γίνει σχεδόν αυτό που η μητέρα της επιθυμούσε για αυτήν, αν και με διαφορετικό σύζυγο: μια καλή νοικοκυρά, αφοσιωμένη στη φροντίδα της οικογένειάς της. Ο Νέιθ και η Χάνα βρίσκονται πάντοτε στη σκιά της Λίντιας και ζητιανεύουν λίγη αγάπη και προσοχή, μέχρι τη μέρα που αυτή ανασύρεται νεκρή από τα βάθη της λίμνης. Ο Τζέημς με τη σειρά του φαίνεται να έχει καταφέρει να ενσωματωθεί στην αμερικανική πραγματικότητα.
Από το σήμερα, όπου η οικογένεια αγνοεί και εμείς γνωρίζουμε ότι η Λίντια είναι νεκρή, μεταφερόμαστε με συνεχή flash back στο παρελθόν και στη ζωή όχι μόνο της Λίντια, αλλά όλων των μελών της οικογένειας, αφού ο θάνατος της νεαρής κοπέλας έχει να κάνει με τα απωθημένα όλων και κυρίως τη ζωή που δεν έζησε η μητέρα της και την αποδοχή που δεν είχε ο πατέρας της και που ανάγκασαν τη νεαρή κοπέλα να υποκρίνεται στην ίδια της την οικογένεια.
Μόνο διαβάζοντας κανείς τις τελευταίες γραμμές του εκπληκτικού αυτού ψυχογραφήματος της μέσης αμερικανικής οικογένειας, μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία και τη βαρύτητα του τίτλου, αφού όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από έναν θάνατο, αυτόν της Λίντια, και από άλλους μικρούς «θανάτους» των υπολοίπων μελών της οικογένειάς της…
«Ο πατέρας τους τράβηξε απανωτές φωτογραφίες, όμως η Χάνα δεν χαμογέλασε. Αντίθετα με τη Λίντια, δεν είχε μάθει ακόμη να υποκρίνεται. Απλώς μισόκλεισε τα μάτια, όπως έκανε στις τρομακτικές σκηνές στην τηλεόραση, ώστε να μπορεί να μισοδεί μονάχα ό,τι θα ακολουθούσε. Που ήταν το εξής: Η Λίντια τους περίμενε να τελειώσουν το τραγούδι. Καθώς έφταναν στον τελευταίο στίχο, ο Τζέιμς σήκωσε τη φωτογραφική μηχανή και εκείνη έσκυψε πάνω από την τούρτα με τα χείλη σουφρωμένα σαν για να δώσει ένα φιλί. Το τέλεια φτιασιδωμένο πρόσωπό της απηύθυνε ένα χαμόγελο, με τη σειρά, σε όλους στο τραπέζι. Στη μητέρα τους. Στον πατέρα τους. Στον Νέιθ. Η Χάνα δεν ήξερε όλα όσα πίστευε η Λίντια ότι καταλάβαινε – για το περιδέραιο, τη Λουίζα, εκείνο το θέλω να θυμάσαι αυτό όλο κι όλο – , όμως ήξερε πως κάτι είχε μετατοπιστεί μέσα στην αδελφή της, πως ισορροπούσε στην άκρη ενός βαράθρου. Καθόταν ολότελα ασάλευτη, λες και μια λάθος κίνηση μπορεί να γκρέμιζε τη Λίντια, που μ’ ένα γρήγορο φύσημα έσβησε τα κεράκια».
Όσο προχωράει η ανάγνωση, το «ποιος» ευθύνεται για τον θάνατο της κοπέλας αρχίζει να ξεθωριάζει και το ερώτημα που έρχεται στο προσκήνιο είναι το «γιατί», για να δώσει και αυτό τη θέση του στην ουσία της όμορφα αυτής ειπωμένης ιστορίας: σε αυτά που δεν λέγονται σε μία οικογένεια και που έχουν δυστυχώς τη δυναμική να βαρύνουν τόσο, ώστε να τραβήξουν στην απελπισία, τη δυστυχία και την κατάθλιψη τα μέλη της, με πρώτο από αυτά την ευαίσθητη Λίντια. Μόνο διαβάζοντας κανείς τις τελευταίες γραμμές του εκπληκτικού αυτού ψυχογραφήματος της μέσης αμερικανικής οικογένειας, μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία και τη βαρύτητα του τίτλου, αφού όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από έναν θάνατο, αυτόν της Λίντια, και από άλλους μικρούς «θανάτους» των υπολοίπων μελών της οικογένειάς της, που προτίμησαν να αφήσουν ανείπωτες τις αλήθειες τους, για να μην αντιμετωπίσουν τους άλλους και τους ίδιους τους εαυτούς τους.
«Και εκεί, στο κενό κάτω απ’ το χαμηλότερο ράφι, ένα βιβλίο. Χοντρό. Κόκκινο. Με ράχη κολλημένη με σελοτέιπ. Δεν χρειάζεται να δει η Μέριλιν τη φωτογραφία· ξέρει τι είναι. Παρ’ όλα αυτά το γυρίζει, με τα χέρια της ξαφνικά να τρέμουν, και αντικρίζει έκπληκτη το πρόσωπο της Μπέτι Κρόκερ να την κοιτά. Της φαίνεται απίθανο, αδύνατο. «Το βιβλίο σου με τις συνταγές» είχε πει η Λίντια. «Το έχασα». Η Μέριλιν είχε συγκινηθεί, το είχε θεωρήσει οιωνό: Η κόρη της είχε διαβάσει τις σκέψεις της. Αυτή δεν θα φυλακίζονταν ποτέ σε μια κουζίνα. Η κόρη της ήθελε περισσότερα. Και να που ήταν ψέμα. Γυρίζει τις σελίδες που’ χει χρόνια ολόκληρα να δει, ακολουθώντας με το ακροδάχτυλό της τα σημάδια με μολύβι που είχε κάνει η μητέρα της, ισιώνοντας τα εξογκώματα στις σελίδες πάνω από τις οποίες είχε κλάψει όλες εκείνες τις νύχτες μονάχη στην κουζίνα. Με κάποιον τρόπο, η Λίντια είχε καταλάβει πως αυτό το βιβλίο βάραινε τη μητέρα της σαν τεράστια πέτρα. Δεν το είχε καταστρέψει. Το έκρυβε όλα αυτά τα χρόνια, είχε στοιβάξει βιβλία αποπάνω του, πλακώνοντάς το ώστε η μητέρα της να μη χρειαζόταν να το δει ποτέ ξανά. Η Λίντια πέντε χρονών, στις μύτες των ποδιών για να δει το ξίδι και τη μαγειρική σόδα να αφρίζουν στον νεροχύτη. Η Λίντια τραβώντας ένα βαρύ βιβλίο από το ράφι και λέγοντας: «Δείξε μου ξανά, δείξε μου ένα άλλο». Η Λίντια αγγίζοντας το στηθοσκόπιο, πολύ απαλά, στην καρδιά της μητέρας της. Δάκρυα θολώνουν τα μάτια της Μέριλιν. Δεν ήταν η επιστήμη αυτό που είχε αγαπήσει η Λίντια».
Καθώς η ιστορία προχωράει και η αγωνία κορυφώνεται, όλα δείχνουν ότι η Μέριλιν και ο Τζέιμς δε θα μπορέσουν να αποφύγουν τη μετωπική σύγκρουση με τις άβολες αλήθειες. Όσα δεν είπαν στους γονείς τους την κατάλληλη στιγμή, όσα δεν είπαν στα παιδιά τους, ώστε να τα βοηθήσουν να γίνουν οι ενήλικες που αυτά επιθυμούν, ήταν αυτά που τους απομάκρυναν από την ευτυχία και που στοίχειωσαν τη ζωή της όμορφης Λίντια.
Ένα βιβλίο γραμμένο τόσο για τα παιδιά που ως ενήλικες δεν ακολούθησαν τα θέλω τους, όσο -και κυρίως- για τους γονείς που είτε πίεσαν τα παιδιά τους να εκπληρώσουν όνειρα άλλων, είτε έχουν αυτήν ακριβώς τη νοοτροπία.
Η συγγραφέας
Η Celeste Ng (Σελέστ Ινγκ) μεγάλωσε στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια και στο Σέικερ Χάιτς του Οχάιο. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.Διηγήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί στα One Story, TriQuarterly, Bellevue Literary Review, the Kenyon Review Online και αλλού. Έχει τιμηθεί με το Pushcart Prize. Ζει στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης.
Συνέντευξη της Celeste Ng
Έγραψαν για το βιβλίο:
- https://www.theguardian.com/books/2014/nov/20/everything-i-never-told-you-celeste-ng-review-amazon-best-book-year
- http://www.nytimes.com/2014/08/17/books/review/everything-i-never-told-you-by-celeste-ng.html
- http://www.latimes.com/books/jacketcopy/la-ca-jc-celeste-ng-20140706-story.html
- http://www.huffingtonpost.com/2014/06/24/everything-i-never-told-you-celeste-ng_n_5523516.html
- https://www.kirkusreviews.com/book-reviews/celeste-ng/everything-i-never-told-you/