ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Η τζαζ του δολοφόνου του Ray Celestin

Τζαζ μπάντα
© Carlos Paes

«Αξιότιμε Θνητέ:

Δεν με έχουν πιάσει ποτέ ούτε και πρόκειται να με πιάσουν. Δεν με έχουν δει ποτέ, εφόσον είμαι αόρατος, ομοιόμορφος σαν τον αιθέρα που περιβάλλει τη γη σας. Δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, αλλά πνεύμα και δαίμονας από την πιο καυτή Κόλαση. Είμαι αυτός που εσείς, οι κάτοικοι της Ορλεάνης, και η ανόητη αστυνομία σας αποκαλούν Πελεκητή».

Η τζαζ του δολοφόνου του Ray Celestin
Mετάφραση: Mαρία Τραϊκόγλου
Eκδόσεις Διόπτρα
Σελ. 525

Νέα Ορλεάνη. 1918-1919. Ο Πελεκητής, ένας serial-killer που σκοτώνει τα θύματά του με τσεκούρι, δολοφονεί έξι ανθρώπους. Δεν συλλαμβάνεται ποτέ. H ιστορία είναι αληθινή. Αληθινές είναι και οι δύο επιστολές που υπάρχουν στο βιβλίο και που λέγεται ότι τις έγραψε και τις έστειλε στις τοπικές εφημερίδες ο Πελεκητής. Αυτή η ιστορία είναι η πρώτη ύλη του συγγραφέα για το άκρως απολαυστικό αυτό μυθιστόρημα μυστηρίου, που διαβάζεται απνευστί.

Παρακολουθώντας τρεις διαφορετικούς πρωταγωνιστές, μεταφερόμαστε στην ιδιαίτερη Νέα Ορλεάνη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια πόλη κατατρομοκρατημένη, αφού οι δολοφονίες απλών ανθρώπων, που εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως δεν συνδέονται με κάποιον τρόπο πέραν της καταγωγής τους (είναι όλοι Ιταλοί), είναι ιδιαίτερα ειδεχθείς. Η διαφθορά βασιλεύει. Η ιταλική μαφία είναι ο πραγματικός κυβερνήτης της πόλης και ο ρατσισμός βρίσκεται στο απόγειό του. Ο ίδιος ο αστυνομικός που έχει αναλάβει την έρευνα για τις δολοφονίες του Πελεκητή, ο Μάικλ, ένας εκ των τριών πρωταγωνιστών του βιβλίου, είναι παντρεμένος με μαύρη, η οποία δεν βγαίνει έξω απ’ το σπίτι, μιας και ο γάμος μεταξύ λευκών και μαύρων απαγορεύεται δια νόμου, ενώ η κοινότητα των μαύρων έχει τόσο λίγους τρόπους να νιώθει πραγματικά ελεύθερη την εποχή εκείνη, που ο μοναδικός τρόπος για να γιορτάσει είναι η…κηδεία.

Χάρτης Νέας Ορλεάνης
Χάρτης Νέας Ορλεάνης 1918-1919

«Όταν η άμαξα μπήκε στο νεκροταφείο, όλα τα όργανα σίγησαν, εκτός από το ταμπούρλο που συνέχισε να κροταλίζει σε έναν απαρηγόρητο, μοναχικό ρυθμό, με τις μπαγκέτες φασκιωμένες με μαντίλι, σε μία προσπάθεια να μιμηθούν το ηχόχρωμα των στρατιωτικών τυμπάνων. Κι όταν η πομπή έφτασε στο μνήμα, το ταμπούρλο σίγησε κι αυτό, και μία σύντομη φευγαλέα στιγμή, απλώθηκε σιωπή. […] Κι αφού και ο τελευταίος των παρισταμένων είχε ρίξει τη δική του χούφτα χώμα και οι σβόλοι είχαν προσγειωθεί με γδούπο στην κάσα και είχαν κυλήσει στα πλάγιά της, το πλήθος στράφηκε με αδημονία στον επικεφαλής της πομπής, που στεκόταν λίγα μέτρα μακριά τους και ριγούσε όρθιος πάνω σε ένα κομμάτι ανώμαλης γης, ενώ το αεράκι ανέμιζε τα μπατζάκια του παντελονιού του. […] Κι από τη μια στιγμή στην άλλη, λες κι ένα πνεύμα εξουσίαζε το πλήθος, η κηδεία πήρε άλλη μορφή. Όσοι ήταν μέλη σε λέσχες γύρισαν από την άλλη πλευρά τις κονκάρδες τους, οι μουσικοί φόρεσαν ανάποδα τα σακάκια τους, χαμόγελα άρχισαν να ζωγραφίζονται στα πρόσωπα, ο επικεφαλής της πομπής φύσηξε τη σφυρίχτρα του, και, προτού προλάβουν καλά-καλά να το καταλάβουν, η μπάντα έπαιζε χορευτική μουσική – μια άσεμνη θορυβώδη και σαρκαστική επιλογή […] Τα πνευστά στρίγκλιζαν, η δεύτερη γραμμή χόρευε ανάμεσα στα μνήματα, κι όσοι ήταν μέλη σε λέσχες άνοιγαν μπουκάλια με μπέρμπον και μπίρα για να τιμήσουν τη μνήμη του εκλιπόντος. Μία ατμόσφαιρα καρναβαλιού σάρωνε από άκρη σε άκρη την πομπή και της έδινε ώθηση, την ώρα που διέσχιζε φιδογυρίζοντας το νεκροταφείο και έβγαινε ξανά στους δρόμους, όπου ακόμα περισσότεροι άνθρωποι έπαιρναν μέρος στους εορτασμούς, και το ολοένα αυξανόμενο πλήθος των γλεντζέδων έπαιρνε σύσσωμο τον δρόμο της επιστροφής για την αγρυπνία. Τη νεκρική πομπή που διέσχιζε με βαριά βήματα την πόλη, εκτελώντας ένα καλά προβαρισμένο τελετουργικό μουσικής και κίνησης, παρακολουθούσε με ενθουσιασμό μία λεπτή και αδύνατη δεκαεννιάχρονη κοπέλα με κατακόκκινο φόρεμα, ονόματι Άιντα Ντέιβις».

Και περνάμε στη δεύτερη πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, τη μικρή Άιντα, η οποία εργάζεται σε ένα μικρό γραφείο ντετέκτιβ, λατρεύει τον Σέρλοκ Χολμς και μαζί με τον φίλο της Λούις (Άρμστρονγκ), θα ξεκινήσει μία παράλληλη με την αστυνομία έρευνα, για να βρει ποιος κρύβεται πίσω από τον Πελεκητή.

Τσεκούρι
© Markusspiske

Ο τρίτος πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Λούκα, ο πρώην συνεργάτης του Μάικλ, που με την κατάθεση του τελευταίου καταδικάστηκε λόγω των σχέσεών του με την ισχυρότερη μαφιόζικη οικογένεια της πόλης. Με την αποφυλάκισή του η μαφία τού αναθέτει την αποστολή να βρει την πραγματική ταυτότητα του Πελεκητή. Οπότε αρχίζει η τρίτη παράλληλη έρευνα για το πρόσωπο του δολοφόνου.

Βάλτε ένα μπέρμπον, ακούστε τη μουσική του Άρμστρονγκ και αφεθείτε στις πλημμυρισμένες από σκιές και φόβο σελίδες του Celestin.

Οι δολοφονίες δίνουν και παίρνουν και ο Πελεκητής στέλνει τη δεύτερη επιστολή του στις εφημερίδες. Το ημερολόγιο δείχνει 8-5-1919:

«Αξιότιμε Θνητέ:

[…] Το δίχως άλλο, εσείς οι κάτοικοι της Ορλεάνης με θεωρείτε ως τον πλέον αποτρόπαιο δολοφόνο, πράγμα που είμαι, αλλά θα μπορούσα να γίνω πολύ χειρότερος εάν το επέλεγα. Αν ήθελα, θα μπορούσα να επισκέπτομαι την πόλη σας κάθε βράδυ. Θα μπορούσα να σφαγιάσω χιλιάδες από τους επιφανέστερους πολίτες σας κατά βούληση, μιας και οι δεσμοί μου με τον Άγγελο του Θανάτου είναι στενοί. Και τώρα, για να ακριβολογήσουμε, στις 12:15 (γήινη ώρα) το βράδυ της επόμενης Τρίτης, σκοπεύω να περάσω πάνω από τη Νέα Ορλεάνη. Όντας απέραντα σπλαχνικός, θα κάνω σε εσάς τους ανθρώπους μία μικρή πρόταση. Η οποία έχει ως εξής:

Έχω μεγάλη αδυναμία στη μουσική τζαζ, και ορκίζομαι σε όλους τους διαβόλους του Κάτω Κόσμου πως θα χαρίσω τη ζωή σε όλους εκείνους στις οικίες των οποίων θα ξεφαντώνει μία ορχήστρα τζαζ την ώρα που μόλις ανέφερα. Αν όλοι ακούν τζαζ, ε, τότε, τόσο το καλύτερο για εσάς. Ένα είναι βέβαιο: κάποιοι από εσάς που δεν θα ακούν τζαζ το βράδυ της Τρίτης (εάν τυχόν υπάρξουν κάποιοι) θα νιώσουν επάνω τους βαρύ τον πέλεκυ […]»

Χάρτης Νέας Ορλεάνης
Χάρτης της Νέας Ορλεάνης με τις πραγματικές τοποθεσίες των φόνων
https://en.wikipedia.org/wiki/Axeman_of_New_Orleans

Όπως μας πληροφορούν οι ιστορικοί και διαπιστώνουμε και στο μυθιστόρημα, εκείνο το βράδυ όλη η πόλη ξεφάντωνε χορεύοντας και ακούγοντας τζαζ, ενώ καμία απολύτως δολοφονία δεν διαπράχθηκε. Υπήρξαν μάλιστα και κάποιοι ερευνητές που υποστήριξαν ότι οι δολοφονίες έγιναν για την προώθηση της τζαζ! Ωστόσο, νεότερες και εγκυρότερες έρευνες έχουν απορρίψει αυτό το ενδεχόμενο. Ήταν τέτοια η επιρροή του Πελεκητή την περίοδο εκείνη που υπήρξαν και συγκροτήματα που έβγαλαν τραγούδια εμπνευσμένα από την μακάβρια αυτή ιστορία. Το παρακάτω είναι ένα από αυτά:

Η αληθινή ιστορία του Πελεκητή είναι ένα από τα κύρια στοιχεία που κάνει τη «Τζαζ του δολοφόνου» συναρπαστική. Αυτό ωστόσο δεν θα ήταν αρκετό για ένα μυθιστόρημα μυστηρίου. Χρησιμοποιώντας ο συγγραφέας πραγματικά περιστατικά ως πρώτη ύλη, ξέρει να δημιουργεί αληθοφανείς χαρακτήρες (μέχρι και με τον Λούις Άρμστρονγκ τα καταφέρνει), ατμόσφαιρα και αγωνία σελίδα τη σελίδα μέχρι και το συγκλονιστικό φινάλε. Η εκδοχή δε του συγγραφέα για το πρόσωπο του δολοφόνου είναι πολύ ενδιαφέρουσα.

Βάλτε ένα μπέρμπον, ακούστε τη μουσική του Άρμστρονγκ και αφεθείτε στις πλημμυρισμένες από σκιές και φόβο σελίδες του Celestin. Οι τελευταίες γραμμές του βιβλίου και η αναφορά στον Αλ Καπόνε μάς κάνει να ανυπομονούμε ήδη για το επόμενο βιβλίο του.

Ray CelestinO συγγραφέας

Ο Ray Celestin σπούδασε ασιατική τέχνη και γλώσσες. Εργάζεται ως σεναριογράφος για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ζει στο Λονδίνο. Η τζαζ του δολοφόνου είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Έλαβε τα βραβεία John Creasey (NEW BLOOD) DAGGER της Ένωσης Συγγραφέων Αστυνομικού και της Σουηδικής Ακαδημίας Συγγραφέων Αστυνομικής λογοτεχνίας για το Καλύτερο μεταφρασμένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Έχουν ήδη αγοραστεί τα δικαιώματα από την εταιρεία παραγωγής See-Saw Films, για τη μεταφορά του στη μικρή οθόνη.

Έγραψαν για το βιβλίο:

  1. http://crimereview.co.uk/page.php/review/1486
  2. http://materialwitness.typepad.com/material_witness/2014/08/review-the-axemans-jazz-by-ray-celestin.html
  3. https://www.theguardian.com/books/2014/jul/18/the-best-crime-novels-released-in-june-review-roundup
  4. http://www.crimefictionlover.com/2014/11/ntn-the-axemans-jazz/