ΝΟΥΒΕΛΑ

Μoderato Cantabile της Mαργκερίτ Ντιράς

πιάνο
© Clark Young

«-Διαβάζεις, παρακαλώ, αυτό που γράφει στο πάνω μέρος της παρτιτούρας σου; ρώτησε η κυρία

– Moderato Cantabile, είπε το παιδί.

Η κυρία υπογράμμισε αυτή την απάντηση χτυπώντας μια φορά με το μολύβι πάνω στα πλήκτρα. Το παιδί έμεινε ασάλευτο, το κεφάλι στραμμένο στην παρτιτούρα του.

– Και τι θέλει να πει moderato cantabile;

– Δεν ξέρω.

Μια γυναίκα, καθισμένη τρία μέτρα πιο κει, αναστέναξε».

Μoderato Cantabile της Mαργκερίτ Ντιράς
Πρόλογος – Mετάφραση: Άρης Μαραγκόπουλος
Eκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 110

Η Άννα Ντεμπαρέντ, παντρεμένη με έναν εργοστασιάρχη, ζει μια συμβατική και απολύτως βαρετή ζωή σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη της Γαλλίας. Μέρος της ρουτίνας της είναι και τα μαθήματα πιάνου του μικρού της γιου. Με ένα από αυτά τα μαθήματα ξεκινάει η αριστουργηματική και «μετρημένα λυρική» νουβέλα της Ντιράς. Το παιδί με τη βοήθεια της αυστηρής δασκάλας του προσπαθεί απρόθυμα να παίξει μια σονατίνα του Diabelli «moderato cantabile», με μετρημένη λυρικότητα. Παρόλο που είναι αρκετά ταλαντούχο δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το πιάνο, αν και η επιθυμία του παιδιού μικρή σημασία έχει για τη μητέρα και τη δασκάλα. Η Άννα παρακολουθεί βαρεμένα το μάθημα του γιου της, ενώ δέχεται αδιαμαρτύρητα τις αγενείς παραινέσεις της δασκάλας για την ανατροφή του.

Ήδη από τις πρώτες σελίδες, μέσα από τα λόγια της δασκάλας, τις αντιδράσεις της Άννας και του παιδιού αντιλαμβάνεται κανείς την ασφυξία της κλειστής κοινωνίας της δεκαετίας του ΄50, τα «πρέπει» και κυρίως τον εξοστρακισμό της επιθυμίας. Την εικόνα αυτή διαταράσσει αρχικά το μπλε της θάλασσας και μια βενζινάκατος που ξαφνικά μπαίνει στο «κάδρο».

«…ο θόρυβος της θάλασσας εισχώρησε από το ανοιχτό παράθυρο. Και μαζί του, κάπως πιο πεσμένος, εκείνος της πόλης, στην καρδιά του απογεύματος εκείνης της άνοιξης…Μια βενζινάκατος χώθηκε στην κορνίζα του ανοιχτού παραθύρου. Το παιδί, στραμμένο στην παρτιτούρα του, μόλις που αναδεύτηκε -μονάχα η μητέρα του το κατάλαβε- καθώς η βενζινάκατος χωνόταν στο αίμα του. Το πνιχτό γουργούρισμα του κινητήρα ακούστηκε σε όλη την πόλη. Τα σκάφη αναψυχής σπάνιζαν. Το ρόδινο της μέρας που έσβηνε χρωμάτισε ολόκληρο τον ουρανό.»

Το μάθημα συνεχίζεται, για να διακοπεί οριστικά από τις κραυγές μιας γυναίκας. Όπως μαθαίνουμε, τη γυναίκα έχει μόλις σκοτώσει ο εραστής της, ο οποίος, αφού την έχει πυροβολήσει στην καρδιά, κρατά το σώμα της κλαίγοντας. Όλα αυτά διαδραματίζονται σε ένα μικρό καφέ, κάτω από το σπίτι της δασκάλας πιάνου. Η φύση φαίνεται να συμμετέχει στο έγκλημα πάθους βάφοντας κόκκινο τον ουρανό, σε ένα δειλινό που αργοσβήνει, όπως η ετοιμοθάνατη γυναίκα:

«Το δειλινό άρχισε να σαρώνει τη θάλασσα. Και ο ουρανός, αργά αργά, ξεθώριαζε. Μονάχη η δύση κρατούσε ακόμα το κόκκινο. Αργόσβηνε.»

Συγκλονισμένη η Άννα από το έγκλημα, θα αρχίσει να πηγαίνει στο καφέ που εκτυλίχθηκε το δράμα μαζί με τον γιο της, επιζητώντας απαντήσεις. Στο καφέ θα γνωρίσει έναν πρώην εργαζόμενο στο εργοστάσιο του συζύγου της, τον Σοβέν, που φαίνεται να την γνωρίζει. Δειλά-δειλά και μετρημένα θα αρχίσει μία περίεργη σχέση μεταξύ των δυο τους, που θα φαίνεται απολύτως ανάρμοστη στα μάτια των θαμώνων του καφέ και της ιδιοκτήτριας. Μαζί θα επιχειρήσουν να φανταστούν τους λόγους που οδήγησαν τον άντρα να σκοτώσει την άτυχη γυναίκα. Θα ψάξουν στα βάθη της ψυχής τους, για ν’ ανακαλύψουν το πάθος, τον έρωτα, την επιθυμία, την ανάγκη που οδήγησε στο αποτρόπαιο έγκλημα και εν τέλει τους εαυτούς τους. Στην ιστορία και στις ζωές των άλλων θα βρουν τη δική τους ιστορία και θα διακινδυνεύσουν ν’ αλλάξουν τη δική τους ζωή, με τον Σοβέν να μην έχει και κάτι το ιδιαίτερο να χάσει, με την Άννα όμως να κινδυνεύει να χάσει την τακτοποιημένη ζωή της.

Η Άννα θα συνοδεύεται (εκτός από την τελευταία φορά) από το παιδί της, το οποίο θα αποτελεί και τον μόνο σύνδεσμό της με την πραγματικότητα. Το παιδί φαίνεται να τη συγκρατεί από τον εαυτό της, από την άλλη ζωή που θα μπορούσε να ζήσει με αυτόν τον άντρα, υπενθυμίζοντάς της τις υποχρεώσεις της μητρότητας. Ίσως γι’ αυτό και δεν το παίρνει μαζί της στην τελευταία συνάντηση, θέλοντας να «φωνάξει» με την απουσία του παιδιού στον Σοβέν ότι ίσως αυτή να είναι η μοναδική ευκαιρία να την λυτρώσει. Όλη της η στάση, όλα της τα λόγια, μέχρι και η ταύτισή της με τη νεκρή κοπέλα θα είναι από την αρχή ως το τέλος μια έκκληση για βοήθεια, έκκληση για έρωτα και μια άλλη εναλλακτική παθιασμένη ζωή.

Στη φύση έβαλε η Ντιράς όλο το συναίσθημα που λείπει από τους διαλόγους. Μοιάζει να συμμετέχει και αυτή με τη σειρά της στα όσα διαδραματίζονται στο μικρό καφέ, τόπος ενός εγκλήματος πάθους, τόπος μιας παθιασμένης συνάντησης. 

Μη σας ξεγελά η -φαινομενικά μόνο- απλή αυτή ιστορία. Η νουβέλα της Ντιράς είναι ένα αριστούργημα υπαινιγμών, λυρικών εικόνων και συμβολισμών. Οι αναγνώσεις της πολλές και οι ερμηνείες της ακόμα περισσότερες. Αυτά που δεν λέγονται είναι αυτά που έχουν σημασία. Και τα ανείπωτα, δοσμένα μαγικά από τη σπουδαία αυτή συγγραφέα μέσα από την επανάληψη των συναντήσεων, των λέξεων και των βλεμμάτων της Άννας και του Σοβέν σχεδόν προκαλούν σωματικό πόνο και αγωνία, αφού νιώθεις την ανάγκη τους να ζήσουν, την ανάγκη τους για αγάπη και πάθος, την ανάγκη τους για ένα άγγιγμα, την ανάγκη τους να σπάσουν τα δεσμά και να βγουν από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της επαρχίας και της συμβατικής ζωής τους. Η Άννα δε, έχοντας απονεκρώσει κάθε της επιθυμία, είναι σα να αποζητά έστω και ένα έγκλημα για να την ξυπνήσει από την τόσο μονότονη και ληθαργική της ζωή. Θα τολμούσα να πω ότι σχεδόν ζηλεύει την άτυχη νεκρή.

Οι διάλογοι της Άννας και του Σοβέν είναι απολύτως στεγνοί από συναισθήματα, ψυχροί. Την απουσία συναισθημάτων από τα λόγια των πρωταγωνιστών εξισορροπούν οι ποιητικότατες περιγραφές της φύσης, του ανοιξιάτικου καιρού και του ασυννέφιαστου ουρανού (ελπίδα για αλλαγή, για γέννηση κάτι νέου;), της μεθυστικής μυρωδιάς της μανόλιας (που συμβολίζει, νομίζω, τον ερωτισμό της πρωταγωνίστριας), της θάλασσας (νύξη ίσως στην ελευθερία). Στη φύση έβαλε η Ντιράς όλο το συναίσθημα που λείπει από τους διαλόγους. Μοιάζει να συμμετέχει και αυτή με τη σειρά της στα όσα διαδραματίζονται στο μικρό καφέ, τόπος ενός εγκλήματος πάθους, τόπος μιας παθιασμένης συνάντησης.

λουλούδια
© David Straight

Το «Moderato Cantabile» είναι οπωσδήποτε από τα πιο ωραία βιβλία που εκδόθηκαν φέτος. Είναι ένα χαρακτηριστικό και σπάνιο δείγμα λογοτεχνίας που αποδεικνύει περίτεχνα μέσα από επαναληπτικούς, ψυχρούς διαλόγους και λυρικές, ποιητικές περιγραφές ότι στον έρωτα τα όσα δεν λέγονται είναι αυτά που έχουν μεγαλύτερη σημασία. Έντονο, παθιασμένο, ερωτικό, μεθυστικό και λυρικό. Κατατοπιστικός ο πρόλογος και εξαιρετική η μετάφραση του Άρη Μαραγκόπουλου. Είναι από τα βιβλία εκείνα, τα οποία θα διαβάσεις και θα ξαναδιαβάσεις.

Duras-MargueriteΗ συγγραφέας

H Mαργκερίτ Ντιράς (1914-1996) έγραψε πάνω από είκοσι μυθιστορήματα (Ο ναύτης του Γιβραλτάρ 1952· Τα μικρά άλογα της Ταρκινίας, 1953· Δέκα και μισή καλοκαίρι βράδυ, 1960· Ο Εραστής 1984, κ.ά.), πάνω από είκοσι θεατρικά έργα (Η αγγλίδα ερωμένη, 1968· India Song, 1973· Savannah Bay, 1982, κ.ά.), πολλά κινηματογραφικά σενάρια, κάποια βασισμένα σε δικά της έργα (Χιροσίμα αγάπη μου, 1960, Ιndia Song, 1973, κ.ά.). Επίσης σκηνοθέτησε η ίδια, ανάμεσα στo 1966 και to 1985, γύρω στις είκοσι ταινίες. Το έργο της είναι όλο συγκεντρωμένο στην έκδοση των Απάντων του εκδ. οίκου Gallimard (Œuvres complètes, 4 τόμοι, σειρά «Bibliothèque de la Pléiade», 2011-2014). Το 1984 κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ για το μυθιστόρημά της «Ο εραστής».

Το Moderato Cantabile (1958) κέρδισε το βραβείο «Prix de Mai» της ίδιας χρονιάς και δυο χρόνια αργότερα γυρίστηκε ταινία με πρωταγωνιστές τη Zαν Mορό και τον Ζαν-Πολ Mπελμοντό:

Διαβάστε συνέντευξη της Ντιράς:

http://www.nytimes.com/1991/10/20/magazine/the-life-and-loves-of-marguerite-duras.html?pagewanted=all