ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Όλα για καλό του Γιάννη Μακριδάκη

© Tim Marshall

«Τον Μιχάλη τον πήρε ο αέρας. Είχε σταθεί προς νερού του άκρη-άκρη στην πιο ψηλή αναβαθμίδα του βουνού, έξω από το καλύβι του και πήγε από κάτω. Έτσι συνήθιζε, να στέκει εκεί, στο χείλος της πεζούλας και να κορδώνεται, για να βγάλει το πουλί του όσο μπορούσε πιο μπρος. Σαν τόξο ινδιάνικο γινότανε το κορμί του από το τέντωμα. Έβαζε και το δεξί του χέρι στο νεφρό και έσπρωχνε κάπως κι από κει. Με το αριστερό διεύθυνε το βέλος, ανάλογα με τον άνεμο, για να στέλνει το κάτουρο κατευθείαν στην αποκατινή εμασιά. Όλα αυτά επειδή δεν ήθελε να πιτσιλάει τα πόδια του και να βρομάνε τα μπατζάκια του ύστερα κατρουλίλα. Μα εκείνο το απόγευμα έπεσε και αυτός. Δεν ήτανε πολύ ψηλά, σκάρτα δυο μέτρα μόνο, αλλά την πήρε βολικά. Χτύπησε το κεφάλι του απάνω σε μια κοτρόνα που είχε κυλήσει απ’ τη μισογκρέμια ξερολιθιά και έμεινε επί τόπου. Ξαίμαξε ώσπου ν’ ανεβώ.»

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Η ταβέρνα της Τζαμάικας της Daphne Du Maurier

© Krzysztof Cuber

«Ήταν μια γκρίζα παγωμένη μέρα, στα τέλη του Νοέμβρη. Ο καιρός είχε αλλάξει μέσα σε μια νύχτα, κι ο άνεμος είχε φέρει μαζί του έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο, και παρόλο που δεν ήταν καλά καλά δύο το απόγευμα, το χλωμό χειμωνιάτικο σούρουπο έμοιαζε να πλησιάζει τους γύρω λόφους, τυλίγοντάς τους στην καταχνιά. Μέχρι τις τέσσερις θα είχε σκοτεινιάσει. Ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος, και παρά τα σφαλισμένα παράθυρα, τρύπωνε μέσα στην άμαξα. Η υγρασία στα πέτσινα καθίσματα γινόταν αισθητή με το άγγιγμα, και πρέπει να υπήρχε μια χαραμάδα στην οροφή, γιατί πού και πού οι στάλες της βροχής έπεφταν απαλά στο εσωτερικό, μουσκεύοντας το δέρμα κι αφήνοντας έναν σκούρο λεκέ, σαν μελάνι πιτσιλισμένο. Με τις ριπές του ανέμου η άμαξα κλυδωνιζόταν στις στροφές του δρόμου, και στα ακάλυπτα σημεία της διαδρομής φυσούσε με τέτοια ένταση, που όλη η καρότσα έτρεμε και ταλαντευόταν, ανάμεσα στις ψηλές της ρόδες, σαν μεθυσμένη».