«Την τελευταία φορά που τον είδα -τότε δεν ήξερα ότι θα ήταν η τελευταία- καθόμουν στη βεράντα με μια φίλη. Εκείνος μπήκε απ’ την αυλόπορτα ιδρωμένος, με ροδαλό το πρόσωπο και το στήθος, με τα μαλλιά βρεγμένα, και κοντοστάθηκε ευγενικά, για να μας μιλήσει. Κάθισε οκλαδόν στο κεραμιδί τσιμεντένιο δάπεδο, ή μπορεί και στην άκρη ενός ξύλινου πάγκου. Ήταν μια καυτή μέρα του Ιουνίου. Είχε πάρει τα πράγματά του απ’ το γκαράζ μου και τα είχε φορτώσει στην καρότσα ενός ανοιχτού ημιφορτηγού. Σκόπευε, θαρρώ, να τα μεταφέρει σ’ ένα γκαράζ. Θυμάμαι πόσο αναψοκοκκινισμένος ήταν, αλλά η φαντασία μου πρέπει να καταβάλει προσπάθεια για να ξαναδώ τα ορειβατικά του μποτάκια, τους λευκούς μηρούς του που φάρδαιναν όταν κουκούβιζε ή καθόταν, και την ευπροσήγορη, φιλική έκφραση που σίγουρα είχε πάρει το πρόσωπό του καθώς μιλούσε σε τούτες τις δύο γυναίκες που δεν περίμεναν τίποτε από εκείνον».
Μήνας: Νοέμβριος 2017
Η Μαριονέτα του Daniel Cole
«Η Σαμάνθα Μπόιντ πέρασε κάτω από την ασταθή μπάρα της αστυνομίας και σήκωσε το βλέμμα στο άγαλμα της Θέμιδας που έστεκε στην κορυφή του διαβόητου δικαστηρίου του Λονδίνου Ολντ Μπέιλι. Αν και προοριζόταν να αποτελεί σύμβολο δύναμης και ακεραιότητας, η Σαμάνθα την έβλεπε τώρα ως αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: μια πλανημένη, απελπισμένη γυναίκα, έτοιμη να σωριαστεί στο πεζοδρόμιο παραπαίοντας. Πολύ ταιριαστό που το μαντίλι που έδενε τα μάτια των ομοίων της ανά τον κόσμο είχε παραλειφθεί· γιατί η “τυφλή δικαιοσύνη” ήταν μια ιδέα αφελής, ιδίως όταν είχε να κάνει με ζητήματα όπως ο ρατσισμός ή η διαφθορά της αστυνομίας».