Μιλήστε μας για το έργο σας, για τη διδασκαλία, για τα φωτοποιήματα (picpoetry). Πόσο εύκολος είναι ο συνδυασμός επιστήμης και τέχνης;
Επιστήμη και τέχνη έχουν διαχωριστεί μόνο τους τελευταίους δύο αιώνες. Ο διαχωρισμός τους δεν μου φάνηκε ποτέ ούτε φυσικός, ούτε εύκολος. Φυσικά εξυπηρετεί ανάγκες εμβάθυνσης τόσο στην επιστήμη όσο και στην τέχνη, αλλά πια αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως δύσκολα το ένα επιβιώνει ή ακόμα και τελικά εμβαθύνει στα σημαντικά ζητήματα της ζωής και του θανάτου, χωρίς το άλλο. Στην καθημερινότητά μου, έχω συνειδητοποιήσει πως περιέρχομαι μιας μεγάλης συνέχειας, μιας αδιάκοπης ροής, ανάμεσα, από τη μία, σ’ αυτό που γράφω, διδάσκω και σκέφτομαι ακαδημαϊκά, και από την άλλη, στο είδος της τέχνης που παράγω, μέσα στην οποία θα συμπεριλάμβανα και το Βιβλίο του Νερού.
Διδάσκω θεωρία, δηλαδή φιλοσοφία του 20ού αιώνα, και δίκαιο. Μου αρέσει να πειραματίζομαι με διαφορετικές επιστήμες και επιστημολογίες, προκειμένου να «γαργαλώ» τους φοιτητές μου και να τους κάνω να σκεφτούν πέραν των κλασικών ορίων, είτε της νομικής είτε γενικότερα της κλασικής δυτικής σκέψης. Δεν είναι εύκολο αλλά αξίζει τον κόπο να προσπαθεί κανείς. Χρησιμοποιώ πάντα οπτικά, ακουστικά, απτικά κτλ μέσα, για να προσδώσω σ’ αυτό για το οποίο μιλάμε στην τάξη ένα σώμα, που οι φοιτητές μου μπορούν να «αγγίξουν». Έτσι λοιπόν χρησιμοποιώ και αυτό το μέρος της εικαστικής μου παραγωγής που μια Ελληνίδα αναγνώστρια πολύ έξυπνα ονόμασε φωτοποίηση (picpoetry), δηλαδή ένα συνδυασμό γρήγορης φωτογράφησης με το κινητό μου και σχεδόν ταυτόχρονη γραφή μιας σύντομης ποιητικής πρόζας, η οποία συρρέει με τη φωτογραφία προκειμένου να συλλάβει την ατμόσφαιρα της στιγμής. Αυτά τα ανεβάζω άμεσα και με ελάχιστη επεξεργασία στο λογαριασμό μου στο ίνσταγκραμ (picpoet). Συχνά οργανώνω workshops φωτοποίησης, όπου ενθαρρύνω τους φοιτητές μου να χρησιμοποιήσουν την ίδια τεχνική προκειμένου να φτιάξουν τις δικές τους ιστορίες και να εξερευνήσουν με αυτόν τον τρόπο τη σχέση τους με τα όρια του δικαίου, τις ιδέες τους, τα σώματά τους και τον γύρω χώρο τους.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή των αφηγημάτων του «Βιβλίου του νερού»; Επιχειρήσατε και εδώ να μετατρέψετε κάποια από τα διηγήματα σε «εικονοδιηγήματα»; Αν ναι πείτε μας αν προηγήθηκαν οι εικόνες ή τα διηγήματα.
Η αλήθεια είναι πως το Βιβλίο του Νερού γράφτηκε λίγο-πολύ με την ίδια τεχνική όπως και τα φωτοποιήματα, δηλαδή γρήγορα, εμπρεσσιονιστικά, χωρίς editing ή και πολλή σκέψη. Οι είκοσι ιστορίες γράφτηκαν μία κάθε μέρα, με τον πρωινό καφέ, τυφλωμένος από το ηλιόλουστο Ιόνιο, καθισμένος στη βεράντα ενός σπιτιού σε ένα μικρό νησάκι στο οποίο περνάω ένα μεγάλο μέρος των καλοκαιριών τα τελευταία χρόνια. Οι εικόνες όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν φωτογραφικές, κυρίως διότι στην αποτοξίνωση του μικρού νησιού, δε χωράει το κινητό. Οι εικόνες λοιπόν ήταν σχεδόν εξολοκλήρου λεκτικές, απορροφημένες από τα κείμενα, σκαλωμένες σε φράσεις και συλλαβές, και εκεί μέσα ακολούθησαν μια πορεία που συχνά με εξέπλησσε και εμένα – οι εικόνες, όπως και οι λέξεις, έχουν τη δική τους ζωή και πιστεύω πως είναι υποχρέωσή του συγγραφέα να τις αφήνει να ακολουθούν αυτή τους τη ζωή χωρίς να παρεμβαίνει. Κοντά σε αυτές τις λεκτικές εικόνες, πήραμε με τον εκδοτικό οίκο την απόφαση να συμπεριλάβουμε και εννιά φωτογραφίες μου, οι οποίες άλλες φορές με άμεσο και άλλες με πλάγιο τρόπο, συνομιλούν με τα διηγήματά.
Ποιο βιβλίο θα θέλατε να είχατε γράψει; Ποιο ποίημα «ζηλεύετε»;
Όταν ήμουν περίπου 20 χρονών, διάβασα Τα Μετεωρολογικά του Μichel Tournier. Αυτό το βιβλίο με βοήθησε να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι μπορεί και εγώ κάποτε να γράψω. Θυμάμαι βέβαια χαρακτηριστικά μία φίλη που είχε πει τότε, σε σχέση με αυτό το βιβλίο, ότι ενώ διαβάζοντας κάποια άλλα βιβλία νιώθει πως δε θα μπορέσει η ίδια να γράψει (δηλαδή να φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο), διαβάζοντας Τα Μετεωρολογικά, ένιωσε πως δεν είχε καν χέρια.
Ζηλεύω την εκπληκτική ποιητική παραγωγή της Anne Carson, και ειδικά την ποιητική πρόζα συλλογή της Plainwater. Επίσης, συνεχή έμπνευση αντλώ από τα ποιήματά του Rilke. Πριν από κάποια χρόνια έψαξα και βρήκα σε μικρή, σχεδόν μινιατούρα, έκδοση τις Ελεγείες του Ντουίνο, και από τότε τις κουβαλάω παντού όπου πάω, και κυρίως όταν ταξιδεύω. Ένα αντίστοιχο βιβλίο που δε με έχει αφήσει ποτέ και στο οποίο πάντοτε ανατρέχω, είναι Οι Αόρατες Πόλεις του Calvino.
Στο διήγημα «Τόμοι» γράφετε: «Του φάνηκε πως μερικοί από τους τόμους είχαν μισανοίξει και σαν στόματα χαμογελαστά τον καλούσαν να τον καταπιούν, όχι απειλητικά αυτή τη φορά, μα απαλά, σαν αεράκι σε πλαγιά λόφου πνιγμένη στα γιασεμιά». Ποιες παράγραφοι από βιβλία προσπάθησαν με χαμόγελο να σας «καταπιούν»; Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες και ξένοι συγγραφείς; Ποια είναι τα βιβλία στα οποία επιστρέφετε ή φοβάστε να επιστρέψετε και γιατί;
Κάθε ολοκληρωμένο βιβλίο και κάθε ολοκληρωμένη παράγραφος μας καταπίνουν. Όταν καταφέρνουν να δημιουργήσουν κόσμους, η δική μας πραγματικότητα εκλείπει έστω και στιγμιαία. Αυτό δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα. Είναι σύμφυση του κειμένου που διαβάζουμε με την πραγματικότητα μέσα από την οποία διαβάζουμε το κείμενο. Αυτή η κατάποση είναι κατά κάποιο τρόπο η επιβεβαίωση της πραγματικότητας μας, και κυρίως μίας επιθυμητής ευελιξίας η οποία μας επιτρέπει να καταπωθούμε από το κείμενο που διαβάζουμε.
Με έχουν καταπιεί πάρα πολλά βιβλία και παράγραφοι κατά καιρούς στη ζωή μου, αλλά τα κείμενα που θα έλεγα πως με έχουν σημαδέψει είναι αυτά που δημιουργούν εικόνες που συχνά ξεπερνούν το κείμενο. Μια τέτοια συγγραφέας, η οποία με είχε πραγματικά συγκλονίσει όταν την διάβαζα, είναι η Μαργαρίτα Καραπάνου. Το βιβλίο της Ναι νομίζω πως με βοήθησε να καταλάβω φιλοσοφία πολύ περισσότερο από ό,τι τα ίδια τα βιβλία της φιλοσοφίας. Ίσως πολύ περισσότερο και από τον ίδιο τον Νίτσε.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Υπάρχουν σύγχρονοι συγγραφείς που διαβάζετε;
Μου είναι δύσκολο να εκφέρω εμπεριστατωμένη γνώμη για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Περνάω πολύ λίγο χρόνο στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Βέβαια, αμέσως μόλις φτάνω, επισκέπτομαι βιβλιοπωλεία, αναζητώ βιβλιοκριτικές, ρωτάω φίλους, και αγοράζω στοίβες βιβλία το οποία και διαβάζω όσο βρίσκομαι στην Ελλάδα. Μου αρέσει επίσης να παίρνω ρίσκα και να αγοράζω ενστικτωδώς βιβλία. Έχω κάνει λοιπόν και επιτυχημένες αλλά και λιγότερο επιτυχημένες αγορές. Αυτό όμως που με ενθουσιάζει είναι η αισθητική των εκδόσεων, όπως αυτές των εκδόσεων Θίνες, Κίχλη, Σαιξπηρικόν και άλλων σχετικά μικρών και ανεξάρτητων οίκων, των οποίων τα βιβλία προσφέρουν μια ολοκληρωμένη αισθητική και λογοτεχνική εμπειρία, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό την εποχή του ηλεκτρονικού βιβλίου. Μου αρέσει, όταν διαβάζω, να νοιώθω στα δάχτυλά μου την αδρότητα ενός καλού χαρτιού, να το μυρίζω, και όταν το κλείνω, να συνεχίζω να θαυμάζω το εξώφυλλο. Γι’αυτό ακριβώς είμαι εξαιρετικά ευγνώμων στις εκδόσεις Θίνες για την ιδιαίτερη, σαν art project, προσεγμένη έκδοση.
Σε ένα άλλο αγαπημένο μου διήγημα, το «Υπογάστριο», μιλάτε για «συναντήσεις» σε «θεμέλια πόλη», ενώ γράφετε: «Όσο πιο βαθιά φτάνουμε, τόσο τα μάτια μας χύνονται και ενώνονται με το νερό που αχνίζει στο κέντρο της γης, και τα μαλλιά μας συναντούν άλλα μαλλιά, άλλων σωμάτων, και πλέκουν μια μυθολογία μήτρας, και τα πόδια μας αιωρούνται με αέρα από άλλους πλανήτες. Γινόμαστε ένα με τα πάντα εκεί κάτω, τους γνωστούς που βρέθηκαν στην ίδια ώρα στα βαθιά, τους χαμένους τουρίστες, τους νεκρούς και τους άλλους που μπορεί να μη γεννηθούν ποτέ». Είναι η συνάντηση με τον άλλον ένας από τους σκοπούς της λογοτεχνίας και της γραφής σας;
Νομίζω πως καταφέρατε να εκφράσετε με αυτήν σας την ερώτησή ακριβώς αυτό που προσπαθώ να επιτύχω με το γράψιμο μου. Επιτρέψτε μου όμως να προχωρήσω αυτήν την ιδέα λίγο παραπέρα. Με την γραφή μου προσπαθώ να ανοίξω χώρους ανάμεσα σε μένα και στον αναγνώστη, μέσα στους οποίους, τόσο εγώ ως συγγραφέας όσο και ο αναγνώστης, θα μπορέσουμε να συναντήσουμε τους δικούς μας «άλλους», δηλαδή τους άλλους μας εαυτούς, τις άλλες πλευρές της ταυτότητάς μας που μόνο μέσα στους ανοιχτούς χώρους της λογοτεχνίας και της ποίησης μπορούν να αναδυθούν.
Υπάρχει κάποιο βιβλίο, από Έλληνα ή ξένο συγγραφέα, που θεωρείτε ότι δεν έχει ακουστεί όσο θα έπρεπε και θα το προτείνατε στους αναγνώστες μας;
Πρόσφατα διάβασα τα βιβλία ενός σχετικά νέου νεοϋορκέζου, του Ben Lerner. Ο Lerner ακολουθεί μία σύγχρονη λογοτεχνική τάση αυτό-ειρωνείας και αναγωγής συναισθηματικών καταστάσεων αρκετά δύσκολων, σε θεωρητική, σχεδόν φιλοσοφική, αλλά και γλωσσολογική ανάλυση. Αντίστοιχα, το έργο της Maggie Nelson συνδυάζει προσωπική διήγηση με θεωρητική ανάλυση και έντονες πολιτικές και κοινωνικές θέσεις. Με ενδιαφέρει αυτή η υβριδική λογοτεχνία η οποία συνδυάζει το έντονα προσωπικό με το υψηλά θεωρητικό.
Στο «Ποτήρι», ένα από τα κορυφαία κατά τη γνώμη μου διηγήματα του βιβλίου, όνειρο και πραγματικότητα περιπλέκονται, γίνονται ένα. Γράφετε «Κρατήθηκε από το χείλος και κοίταξε τη μέρα μπροστά. Ένα – δυο συννεφάκια στον ουρανό, δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, θα πήγαινε με το ποδήλατο στη δουλειά, ε, κι αν έβρεχε, θα βρεχόταν». Μιλήστε μας για το διήγημα αυτό και κυρίως για το υπέροχο τέλος του.
Μου είναι δύσκολο να μιλάω για τα διηγήματα του βιβλίου χωρίς να μπαίνω σε σκοτεινά ψυχαναλυτικά ύδατα που μάλλον κανέναν δεν ενδιαφέρουν, ούτε καν τον αναλυτή μου! Μπορώ να σας πω όμως ότι αυτό το διήγημα εκφράζει, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο διήγημα του βιβλίου, την αγάπη μου για τις θεωρίες του Καρλ Γιούνγκ και ειδικότερα την έννοια της εναντιοδρομίας, δηλαδή έναν κύκλο όπου οι ηθικές αξίες δεν είναι σταθερές αλλά αλλάζουν ιλιγγιωδώς – κάπως σαν την λωρίδα του Mobius όπου η εσωτερική και η εξωτερική επιφάνεια της λωρίδας είναι τελικά ταυτόσημες. Ο ρόλος του νερού νωρίτερα σ’ αυτό το διήγημα είναι ονειρικός, αγχωτικός, επιτακτικός. Με ευκολία όμως, το νερό εμφανίζεται στο τέλος ως κάτι απλό, καθόλου τρομακτικό και κυριολεκτικά «μέσα στη ζωή». Κι αν έβρεχε, θα βρεχόταν.
Ιταλία, Αγγλία, Ελλάδα. Ποια σας εμπνέει περισσότερο για να δημιουργήσετε και γιατί. Πού γράφτηκαν τα αφηγήματα του τόμου;
Περισσότερο από Ιταλία, Βενετία. Περισσότερο από Αγγλία, Λονδίνο. Και περισσότερο από Ελλάδα, ο κόλπος. Όλα αυτά λοιπόν, με τις γωνίες τους και τις καμπύλες τους, την απλωσιά τους ή την κλειστοφοβία τους, τα προβλήματα και τις ευκαιρίες τους, βρίσκουν τη θέση τους σε αυτά που γράφω. Ο γεωγραφικός χώρος είναι πολύ σημαντικός για μένα. Τα άτομα, οι σχέσεις, τα συναισθήματα αποκτούν σημασία μόνο μέσα από τον χώρο. Αντίστοιχα, τα σώματα, όχι μόνο παράγουν τον δικό τους χώρο αλλά είναι χώρος. Μέσα λοιπόν σ’ αυτούς τους χώρους που δημιουργούνται από τα σώματα, τις κινήσεις τους και τις παύσεις τους, μου αρέσει να φωλιάζω και να αφήνω τα κείμενα να γράφουν τον εαυτό τους, να αναδύονται μπροστά μου σα μπουρμπουλήθρες. Πρέπει να επισημάνω πως όταν μιλάω για σώματα, δεν μιλάω μόνο για ανθρώπινα αλλά και για μη-ανθρώπινα σώματα. Μιλάω και για το ίδιο το νερό.
«and the world, a breath of liquid, turned up at your feet, as if spring had started without you». Αγάπησα αυτή την πρόταση απ’ την πρώτη στιγμή που τη διάβασα σε ένα φωτοποίημα του διαδικτυακού σας τόπου:
http://www.picpoet.net/picpoetry
Δε θα μπορούσα, λοιπόν, να μη σας ρωτήσω το νόημά της.
«και ο κόσμος, ανάσα υγρού, φτάνει στα πόδια σου, σαν η άνοιξη να ξεκίνησε χωρίς εσένα». Τα ελληνικά δίνουν μια άλλη διάσταση σε αυτήν την φράση, περισσότερο στερεά, λιγότερο διάτρητη. Όταν το έγραψα αυτό, σε συνδυασμό με την φωτογραφία, την οποία πήρα σε μια έκθεση του Victoria and Albert Museum για την παγκόσμια όπερα, περιτριγυρισμένος από άριες, ένιωθα πως ο κόσμος ήταν δίπλα μου, μπροστά μου, και με καλούσε με εκείνον τον τρόπο που μόνο ο κόσμος μπορεί να καλεί, έναν τρόπο υδρόγειο, όπου ο αέρας φέρει όγκους νερού, και κάθε ανάσα γύρω μου πρέπει να διασχίσει ωκεανούς απόστασης προκειμένου να με αγγίξει – χαμένος λοιπόν ίσως μέσα σ’αυτήν την έντονη αλλά και ασφυκτική επιθυμία επικοινωνίας και σύνδεσης με τον κόσμο, απορροφημένος από την εμμονή του να είμαι εδώ, να είμαι παρών, μέσα στη στιγμή, ανακαλύπτω με θλίψη ότι κάτι έχω τελικά χάσει.
Η άνοιξη, ίσως τελικά ο πραγματικός κόσμος, έχει ήδη ξεκινήσει χωρίς εμένα.
Ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο διήγημα του τόμου και γιατί.
Μου ζητάτε δύσκολα. Αν και φυσικά είναι η ερώτηση που κάνω σε όλους τους αναγνώστες, κάτι αντίστοιχο με την ερώτηση «τι ζώδιό είσαι», μπας και καταλάβω κάτι γι΄αυτούς παραπάνω απ’ αυτό που ήδη ξέρω ή που μπορώ να μαντέψω. Αλλά φυσικά, σχεδόν πάντα, όπως ακριβώς και με τα ζώδια, οι απαντήσεις με εκπλήσσουν. Πέρα απ’ αυτό όμως, η δυσκολία που έχω είναι πραγματικά να διαχωρίσω τα αφηγήματα μεταξύ τους. Όπως σας είπα, το βιβλίο γράφτηκε με μία συνεχή ροή, και οποιαδήποτε διακοπή κατά τη συγγραφή του κειμένου ήταν απλούστατα μια ευκαιρία να βουτάω πιο βαθιά στο νερό που περιτριγύριζε το νησί. Μπορώ όμως να σας δώσω μια φράση που παραμένει πολύ σημαντική για μένα, από το διήγημα Το κύμα:
«Αλλά ως τώρα,
τίποτα δεν έχει έρθει και όλα τελικά αποδεικνύονται απλά σύννεφα,
ουράνιες ειρωνείες
που πετάνε τη σκιά τους επάνω μας,
στις ορδές που περιμένουν για ζωές ολόκληρες, ούτε άνθρωποι ούτε κήτη,
ξεβρασμένοι στα ρηχά της λίμνης που καλύπτει την υδρόγειο,
νερό χλιαρό κι ατσαλάκωτο ίσα-ίσα να φτάνει μέχρι το γόνατο,
ο καθένας μας
πεισματικά περιορισμένος στο μικρό τετράγωνο νερού που του αντιστοιχεί,
να πνίγεται στη μελαγχολία της επιθυμίας για ένα ακόμα εκατοστό χώρου.»
Γράφετε κάτι αυτόν τον καιρό; Αν ναι, θα μας μιλήσετε γι’ αυτό;
Ετοιμάζω ένα θεωρητικό βιβλίο πάνω στην υλική δικαιοσύνη, δηλαδή την ιδέα της δικαιοσύνης όπως αναδύεται μέσα από αντικείμενα, σώματα, αισθήματα, και την σχέση τους τόσο με τον χώρο όσο και με τον χρόνο. Επίσης, επεξεργάζομαι την πιθανότητα έκδοσης του Βιβλίου του Νερού στα αγγλικά και στα ιταλικά – δυο καλοί μου φίλοι ήδη δουλεύουν τις μεταφράσεις. Ταυτόχρονα, σκέφτομαι τη συγγραφή ενός βιβλίου λίγο-πολύ όπως περιέγραψα παραπάνω, δηλαδή ένα συνδυασμό προσωπικών αφηγήσεων και σχετικά εύπεπτης αλλά όχι απλουστευμένης θεωρητικής ανάλυσης. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να συνεχίσω να ερευνώ την στοιχειακή πλευρά των πραγμάτων. Όπως στο Βιβλίο του Νερού προσπάθησα να προσδώσω το νερό ως στοιχείο, με όλα τα χαρακτηριστικά του ως ιδιαίτερο σώμα που διαδρά με άλλα σώματα, έτσι και στο λογοτεχνικό βιβλίο που προετοιμάζω τώρα, οι βασικές δομές είναι πάλι στοιχειακές, δηλαδή σε σχέση με το νερό (μοιάζει να είναι αναπόφευκτο για μένα αυτό!), τον αέρα, την απόσταση, τα όρια, τον χρόνο.
Μία σκέψη στο“Ανδρέας Φιλιππόπουλος-Μιχαλόπουλος”
Τα Σχόλια είναι κλειστά.