“Before my wife turned vegetarian, I’d always thought of her as completely unremarkable in every way. To be frank, the first time I met her I wasn’t even attracted to her. Middling height; bobbed hair neither long nor short; jaundiced, sickly-looking skin; somewhat prominent cheekbones; her timid, sallow aspect told me all I needed to know. As she came up to the table where I was waiting, I couldn’t help but notice her shoes -the plainest black shows imaginable. And that walk of hers-neither fast nor slow, striding nor mincing”.
H ανάγνωση του The Vegetarian, αυτού του μικρού σε μέγεθος και μεγάλου σε νοήματα βιβλίου, είναι μια μοναδική εμπειρία, ενώ μας φέρνει σε επαφή με μία εξαιρετικά ταλαντούχα λογοτεχνική φωνή της Νότιας Κορέας, που δικαίως βραβεύτηκε με το Man Booker International 2016 (και αδίκως είναι ακόμα αμετάφραστη στη χώρα μας).
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη και μάλιστα εκδόθηκαν στη Νότια Κορέα ξεχωριστά.
Στο πρώτο μέρος, με τίτλο The Vegetarian, ο σύζυγος της ηρωίδας, της Yeong-hye, μάς μιλάει για τη γυναίκα του, περιγράφοντάς την ως μια απολύτως συνηθισμένη γυναίκα τόσο στον χαρακτήρα, όσο και στην εμφάνιση. Το συμβάν από το οποίο αρχίζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι η παράδοξη γι’ αυτόν απόφαση της γυναίκας του να γίνει χορτοφάγος και ο ακόμα πιο παράδοξος λόγος που την οδήγησε στη χορτοφαγία: ένα όνειρο. Στην πορεία της ανάγνωσης αντιλαμβανόμαστε ότι η Yeong-hye είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος σε αντίθεση με τον απολύτως συνηθισμένο σύζυγό της, που λόγω της παντελούς έλλειψης αγάπης για τη Yeong-hye, είναι απολύτως ανίκανος να την «ακούσει» και να τη βοηθήσει.
“Ι thought I could get by perfectly will just thinking of her as a stranger, or no, as a sister, or even a maid, someone who puts food on the table and keeps the house in good order. But it was no easy thing for a man in the prime of his life, for whom married life had always gone entirely without a hitch, to have his physical needs go unsatisfied for such a long period of time. So yes, one night when I returned home late and somewhat inebriated after a meal with colleagues, I grabbed hold of my wife and pushed her to the floor. Pinning down her struggling arms and tugging off her trousers, I became unexpectedly aroused. She put up a surprisingly strong resistance and, spitting out vulgar curses all the while, it took me three attempts before I managed to insert myself successfully”.
Στο δεύτερο μέρος, που τιτλοφορείται «Μοngolian Mark» (οι «μογγολικές κηλίδες» είναι σημάδια στο δέρμα νεογνών που στην πορεία εξαφανίζονται), παρακολουθούμε τη συνέχεια όσων συνέβησαν στο πρώτο μέρος από την οπτική αυτή τη φορά του κουνιάδου της Yeong-hye (ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομά του), ενός καλλιτέχνη που αποκτά εμμονή με τη μογγολική κηλίδα της (που στην περίπτωσή της δεν εξαφανίστηκε από το σώμα της) και εν τέλει με την ίδια τη Yeong-hye και θέλει να την εντάξει σε ένα από τα έργα του. Να τη μετατρέψει σε ένα αντικείμενο τέχνης και ερωτικού πόθου.
“Οnly then did he realize what it was that had shocked him when he’d first seen her lying prone on the sheet. This was the body of a beautiful young woman, conventionally an object of desire, and yet it was a body from which all desire had been eliminated. But this was nothing so crass as carnal desire, not for her – rather, or so it seemed, what she had renounced was the very life that her body represented. The sunlight that came splintering through the wide window, dissolving into grains of sand, and the beauty of that body which, though this was not visible to the eye, was also ceaselessly splintering…the overwhelming inexpressibility of the scene beat against him like a wave breaking on the rocks, alleviating even those terrifyingly unknowable compulsions that had caused him such pain over the past year”.
Στο τρίτο μέρος με τίτλο Flaming Trees συνεχίζεται η αφήγηση από μια γυναικεία φωνή αυτή τη φορά, αυτή της αδερφής της ηρωίδας, της In-hye, που όχι μόνο δεν τόλμησε να κάνει τη δική της επανάσταση στην ανδροκρατούμενη και πατριαρχική κοινωνία της Νότιας Κορέας, αλλά δεν είχε την επιλογή ούτε να καταρρεύσει προς τα έσω (όπως η αδερφή της) ή προς τα έξω.
Πρόκειται για ένα σκληρό (σε κάποια σημεία σοκαριστικό) βιβλίο, που πραγματεύεται την ενδοοικογενειακή και ερωτική βία, την επιθυμία, την ψυχική νόσο, την εμμονή, την τέχνη και τα όριά της, αλλά κυρίως την επιλογή και το πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους που απαρτίζουν τον κόσμο μας
“Even as a child, In-hye had possessed the innate strength of character necessary to make one’s own way in life. As a daughter, as an older sister, as a wife and as a mother, as the owner of a shop, even as an underground passenger on the briefest of journey’s she had always done her best. Through the sheer inertia of a life lived in this way, she would have been able to conquer everything, even time”.
Όπως ήδη θα αντιληφθήκατε από τα παραπάνω μαθαίνουμε για τη ζωή της ηρωίδας από τρεις ανθρώπους της οικογένειάς της και ποτέ από την ίδια τη Yeong-hye. Μόνο στο πρώτο μέρος υπάρχουν κάποια σκόρπια σημεία, όπου μαθαίνουμε από την ίδια το αιματοβαμμένο, απολύτως τρομακτικό περιεχόμενο των εφιαλτών που τη βασανίζουν.
“But the fear. My clothes still wet with blood. Hide, hide behind the trees. Crouch down, don’t let anybody see. My bloody hands. My bloody mouth. In that barn, what had I done? Pushed that red raw mass into my mouth, felt it squish against my gums, the roof of my mouth, slick with crimson blood”.
Το βιβλίο με συγκλόνισε. Πρόκειται για ένα σκληρό (σε κάποια σημεία σοκαριστικό) βιβλίο, που πραγματεύεται την ενδοοικογενειακή και ερωτική βία, την επιθυμία, την ψυχική νόσο, την εμμονή, την τέχνη και τα όριά της, αλλά κυρίως την επιλογή και το πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους που απαρτίζουν τον κόσμο μας (ή που νομίζουμε ότι απαρτίζουν τον κόσμο μας). Το ζήτημα (και το τίμημα) της επιλογής είναι κομβικό στο μυθιστόρημα της Kang. Πράγματι, η φαινομενικά απλή απόφαση της ηρωίδας να γίνει χορτοφάγος απομακρύνει την οικογένειά της από αυτήν, ενώ όλα διαλύονται με αφορμή αυτήν ακριβώς την επιλογή, την οποία στηρίζει η ηρωίδα μέχρι τέλους. Η αντίδρασή τους στην επιλογή της Yeong-hye οδηγεί την τελευταία στα άκρα. Κανείς δεν προσπαθεί να κατανοήσει τους λόγους που οδήγησαν την Yeong-hye στη χορτοφαγία: αν ήταν μια μικρή επανάσταση στην ασφυξία που ένιωθε, αν ήταν μια κραυγή απόγνωσης ή απλά ένας νέος τρόπος να ζήσει τη ζωή της και να ορίσει το σώμα της. Νομίζω ότι η συγγραφέας δεν δίνει την απάντηση, ώστε ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματά του ανάλογα με την ανάγνωση που θα θελήσει να κάνει. Ένα είναι σίγουρο και δεν επιδέχεται διαφορετικής ανάγνωσης: η ηρωίδα θέλει να ζήσει όπως εκείνη επιθυμεί και αυτό δεν αρέσει ούτε στην οικογένεια, ούτε στην κοινωνία, ούτε ακόμα και στους γιατρούς που κάποια στιγμή, εξαιρετικά βίαια, θα επιχειρήσουν να τη θεραπεύσουν. Η ηρωίδα ασφυκτιούσε ζώντας τη ζωή της, σύμφωνα με αυτό που η οικογένειά της ήθελε γι’ αυτήν. Η επιλογή της να γίνει χορτοφάγος ήταν η πρώτη απόφαση που πήρε για λογαριασμό της, άρα ήταν κάτι σωτήριο και ζωτικό γι’ αυτήν, αφού ζούσε πλέον για πρώτη φορά ως Yang-hye και όχι σαν κόρη, αδελφή, σύζυγος. Αυτός νομίζω ήταν και ο λόγος που η συγγραφέας επέλεξε ιδιοφυώς να πει την ιστορία της μέσω τρίτων, αφού αν έδινε φωνή στην Υang-hye θα τη μετέτρεπε σε αυθύπαρκτη προσωπικότητα, ενώ έτσι την «εξαφάνισε». Με το αφηγηματικό αυτό τέχνασμα μπαίνουμε στη θέση της ηρωίδας και αντιλαμβανόμαστε διαβάζοντας γι’ αυτήν μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων την ασφυξία που αυτή ένιωθε από μία ζωή που δεν της ανήκει.
Πραγματικά δεν αντιλαμβάνομαι πώς είναι δυνατόν αυτό το βιβλίο να μην έχει ακόμα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα (πολλά δυστυχώς τα κοινά με την ασφυκτική και συντηρητική κοινωνία της Νότιας Κορέας). Ας ελπίσουμε να γίνει γρήγορα και να τύχει και καλής μετάφρασης, γιατί είναι ένα σπουδαίο βιβλίο που θα μιλήσει ο-π-ω-σ-δ-ή-π-ο-τ-ε στους Έλληνες αναγνώστες.
Η συγγραφέας
H Han Kang γεννήθηκε στο Gwangju το 1970. Σπούδασε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Yonsei. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές, συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα, με το πιο γνωστό από αυτά να είναι το The Vegetarian (2007). Μεταξύ άλλων έχει εκδώσει τα: Fruits of My Woman (2000), Fire Salamander (2012), Black Deer (1998), Your Cold Hands (2002), Breath Fighting (2010), Greek Lessons (2011), Human Acts (2014), The White Book (2016). Έχει κερδίσει πλήθος βραβείων.
Η συγγραφέας και η μεταφράστριά της μιλούν για το βιβλίο
Έγραψαν για το βιβλίο:
- https://www.nytimes.com/2016/02/07/books/review/the-vegetarian-by-han-kang.html
- https://www.theguardian.com/books/2015/jan/24/the-vegetarian-by-han-kang-review-family-fallout
- https://www.nytimes.com/2016/02/03/books/the-vegetarian-a-surreal-south-korean-novel.html
- https://www.worldliteraturetoday.org/2016/may/vegetarian-han-kang
- http://www.independent.co.uk/arts-entertainment/books/reviews/the-vegetarian-by-han-kang-trans-deborah-smith-book-review-strong-meat-from-a-dream-of-a-tale-9980442.html
- https://www.kirkusreviews.com/book-reviews/han-kang/the-vegetarian/
- http://thehigharts.com/han-kang-vegeterian/
Εμένα πάλι δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Υπάρχουν τόσα αξιόλογα λογοτεχνικά έργα που ακόμα να μεταφραστούν. Πάντως είναι το είδος του βιβλίου που θα έκανε επιτυχία με τους κύκλους βιβλιόφιλων στην Ελλάδα, ειδικά λόγω του αλλόκοτου θέματός του. Εμπορικά θα πήγαινε χάλια μπορώ να φανταστώ.
Ωραία η παρουσίασή σου ωστόσο!