«Ο ΣΗΚΟΥΑΝΑΣ κυλούσε νωχελικός μπροστά από το σπίτι μου, αρυτίδωτος, αστράφτοντας στο πρωινό φως: μια όμορφη, αργόσυρτη, πλατιά ασημένια λωρίδα, με πορφυρές ανταύγειες. Από την άλλη πλευρά, στα πρανή του ποταμού, ψηλές δεντροστοιχίες σχημάτιζαν ένα πελώριο πράσινο τείχος. Η αίσθηση της ζωής που ξεκινάει κάθε καινούργια μέρα, μιας ζωής όλο δροσιά, χαρά και έρωτα, θρόιζε στις φυλλωσιές των δέντρων,
παλλόταν στον αέρα, καθρεφτιζόταν στα νερά του ποταμού. Μου έδωσαν τις εφημερίδες που είχε φέρει ο ταχυδρόμος και, με ήρεμο βήμα, πήγα στο ποτάμι να τις διαβάσω. Στην πρώτη που άνοιξα είδα τις λέξεις «Στατιστικά στοιχεία περί αυτοκτονιών», και, διαβάζοντας, πληροφορήθηκα ότι εκείνη τη χρονιά είχαν αυτοκτονήσει πάνω από οχτώμισι χιλιάδες άνθρωποι. Στη στιγμή τους είδα!»
Ένας από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους καταπιάνεται στα διηγήματα του όμορφου και σκοτεινού αυτού μικρού βιβλίου με το δύσκολο θέμα της αυτοχειρίας και σαν ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, σαν συγγραφέας-ψυχολόγος μάς παραδίδει κάποια από τα πιο σημαντικά του διηγήματα, μια λογοτεχνική σπουδή στον θάνατο, διεκδικώντας έτσι μια σημαίνουσα θέση στη λεγόμενη λογοτεχνία της απελπισίας.
Στα έξι από τα οχτώ διηγήματα του τόμου αυτού με το δυνατό εξώφυλλο, που εγκαινιάζει τη σειρά Ex Libris του Κέδρου, ο Γκυ ντε Μωπασάν, ο οποίος επίσης αποπειράθηκε περίπου δύο χρόνια πριν από το θάνατό του να αυτοκτονήσει, εντρυφεί στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, αναζητώντας εναγωνίως τους λόγους που κανείς επιλέγει να τερματίσει την ίδια του τη ζωή. Στα δύο από αυτά, τον Τυφλό και την Τρελή, με πρωταγωνιστές δύο ανήμπορους ανθρώπους καταπιάνεται με τον θάνατο και την ανθρώπινη κακία.
Το πρώτο διήγημα του τόμου, απ’ το οποίο και το απόσπασμα που παρέθεσα, η Πλανεύτρα, έχει ως κεντρικό θέμα την ευθανασία. Όταν ο ήρωας διαβάζει για τις χιλιάδες των αυτοκτονιών ονειρεύεται μια λέσχη, «Σύλλογο εθελοντικής θανατοδοσίας» την ονομάζει, στην οποία πηγαίνουν όσοι επιθυμούν ν’ αυτοκτονήσουν, για να πραγματοποιήσουν τον «μηδενισμό», όπως τον αποκαλούν. Φανταστείτε ότι αυτό το διήγημα γράφτηκε το 1889!
Στο επόμενο διήγημα με τίτλο Αυτοχειρίες διαβάζουμε το γράμμα που άφησε ένας αυτόχειρας, που περιήλθε στην κατοχή του αφηγητή. Από το γράμμα και τις περιγραφές του Μωπασάν αντιλαμβανόμαστε εύκολα ότι ο ήρωας έπασχε από βαρύτατης μορφής κατάθλιψη. Ο ήρωας του διηγήματος δεν μπορούσε να κάνει ούτε την πιο απλή πράξη χωρίς να σκέφτεται τον θάνατο.
«Εδώ και τριάντα χρόνια ξυπνάω κάθε μέρα την ίδια ώρα· εδώ και τριάντα χρόνια πάω στο ίδιο εστιατόριο, τρώω την ίδια ώρα, τα ίδια φαγητά σερβιρισμένα από διαφορετικά γκαρσόνια. Θα αναρωτιέστε αν δοκίμασα να ταξιδέψω. Η μοναξιά που ένιωσα όταν βρέθηκα σε άγνωστα μέρη με τρόμαξε. Αισθανόμουν τόσο μόνος και τόσο ασήμαντος πάνω στη γη, που αμέσως έπαιρνα το δρόμο της επιστροφής. Μόλις όμως γυρνούσα, μόλις έβλεπα τα έπιπλα του σπιτιού αμετακίνητα και απαράλλαχτα, στην ίδια θέση τριάντα χρόνια, τις φθαρμένες πολυθρόνες, που τις είχα πάρει καινούργιες, και μύριζα τη μυρωδιά του διαμερίσματός μου (γιατί κάθε σπίτι, με τον καιρό, αποκτά τη δική του, χαρακτηριστική, μυρωδιά), πάθαινα κάθε βράδυ ναυτία με τις καθημερινές μου συνήθειες και με έπιανε μαύρη μελαγχολία για τη ζωή μου.
Οι ίδιες κινήσεις επαναλαμβάνονται ασταμάτητα, μονότονες και θλιβερές. Ο τρόπος με τον οποίο βάζω το κλειδί στην κλειδαριά όταν γυρνάω στο σπίτι, το σημείο όπου βάζω πάντα τα σπίρτα μου, η πρώτη ματιά που ρίχνω στην κάμαρά μου όταν έχει ανάψει η λάμπα με κάνουν να θέλω να πηδήσω από το παράθυρο και να τελειώνω μια και καλή με όλες αυτές τις βαρετές κινήσεις από τις οποίες δεν γλιτώνεις ποτέ».
Είναι λες και συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο τα λογοτεχνικά δάκρυα του συγγραφέα, πριν οδηγηθεί σιγά-σιγά στην τρέλα και τον δικό του θάνατο.
Το επόμενο διήγημα είναι ο Τυφλός και σοκάρει με την περιγραφή της κακίας των συγχωριανών και της οικογένειας του ήρωα, ενώ στην Τρελή θλίβεσαι με την αντιμετώπιση από τους τρίτους μιας γυναίκας που έχασε την οικογένειά της και εγκατέλειψε για πάντα την επιθυμία να ζήσει. Στον Περίπατο, μια βόλτα στο δάσος της Βουλώνης γίνεται μια ανασκόπηση μιας μονότονης, βαρετής και ανούσιας για τον ήρωα ζωής. Στον Ελαιώνα ένας πατέρας αυτοκτονεί για να σώσει τον γιο του ή για να σώσει τον κόσμο από τον γιο του (ανοιχτό σε ερμηνείες) και στον Μικρό, ένας καλοσυνάτος και ευαίσθητος άνθρωπος, ο κύριος Λεμονιέ, δίνει τέλος στη ζωή του έχοντας αδειάσει από αγάπη. Στο τελευταίο δε διήγημα του τόμου, ο Δειλός, ο Μωπασάν μάς δείχνει πώς ο φόβος του θανάτου τον φέρνει πιο κοντά.
Διαβάστε αυτόν τον μικρό τόμο του αγαπημένου Μωπασάν. Είναι λες και συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο τα λογοτεχνικά δάκρυα του συγγραφέα, πριν οδηγηθεί σιγά-σιγά στην τρέλα και τον δικό του θάνατο. Εξαιρετικό πρώτο βιβλίο της σειράς Ex Libris που μας κάνει να ανυπομονούμε για την επόμενη επιλογή.
O συγγραφέας:
Ο Henry -Réné-Albert-Guy de Maupassant γεννήθηκε στη Νορμανδία το 1850. Τα παιδικά του χρόνια, με εξαίρεση ένα σύντομο διάλειμμα στο Παρίσι, τα πέρασε κοντά στη φύση, στο παραθαλάσσιο Ετρετά, πάντοτε στη Νορμανδία. Η μητέρα του, μια βαθιά καλλιεργημένη γυναίκα, ήταν προσωπική φίλη του Φλωμπέρ και ο νεαρός Μωπασάν βρήκε στο πρόσωπό του έναν λογοτεχνικό μέντορα και ισόβιο προστάτη. Ο νεαρός Γκυ υπήρξε ιδιαιτέρως κοινωνικός, επιρρεπής στις απολαύσεις και αδιόρθωτος γυναικάς. Παθιασμένος με τις βαρκάδες και το κυνήγι, κόλλησε σύφιλη σε νεαρή ηλικία, γεγονός που τον σημάδεψε για την υπόλοιπη ζωή του. Ευκατάστατος και φιλοχρήματος, πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια αναψυχής στη Γαλλία και στο εξωτερικό.
Τη δεκαετία 1880-1890 παράχθηκε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του: εκδόθηκαν έξι μυθιστορήματα και πάνω από τριακόσια, μικρά και μεγάλα, διηγήματα και νουβέλες. Σχετίστηκε με τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, στους οποίους έπαιξε σημαντικό ρόλο: εκτός από τον Φλωμπέρ, συνδέθηκε με τον Ζολά, τον Μαλαρμέ, τον Αλέξανδρο Δουμά υιό αλλά και τον Τουργκένιεφ. Τα έργα του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και πολλαπλές επανεκδόσεις. Ο Μωπασάν υπήρξε από τους συγγραφείς που ευτύχησαν να δουν τον εαυτό τους καθιερωμένο και το έργο τους στέρεα ενταγμένο στον λογοτεχνικό κανόνα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 ο Μωπασάν αποσύρθηκε σταδιακά από το προσκήνιο. Τον κέρδισαν η μοναξιά, η περισυλλογή και, δυστυχώς, η παράνοια. Το 1890 αποπειράθηκε να γράψει την Ξένη ψυχή, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, και το ίδιο συνέβη το 1891 με το μυθιστόρημα Angélus. Την πρωτοχρονιά του 1892 έκανε αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας και λίγες μέρες αργότερα μεταφέρθηκε στην κλινική του δόκτορα Μπλανς, όπου πέθανε τον Ιούλιο του 1893, σε ηλικία σαράντα τριών ετών, έχοντας απολέσει κάθε συνείδηση για ενάμιση χρόνο. Στην κηδεία τον επικήδειο εκφώνησε ο φίλος του Εμίλ Ζολά.
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
Κυριότερα έργα του (εκτός από μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες, ο Μωπασάν έγραψε θέατρο, ποίηση και ταξιδιωτικά):
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
• Μια ζωή (1883) • Ο φιλαράκος (1885) • Πιερ και Ζαν (1887) • Όρος Οριόλ (1887) • Κραταιά ως θάνατος (1889) • Η καρδιά μας (1890)
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ – ΝΟΥΒΕΛΕΣ
• Η Χοντρομπαλού (1880) • Γεύμα στην εξοχή (1881) • Ο λύκος (1882) • Ο πανικός (1883) • Φανταστικές ιστορίες (1884) • Παραισθήσεις (1884) • Η κληρονομιά (1884) • Η ανατολή (1884) • Ιστορίες της μέρας και της νύχτας (1885) • Ο Εξαποδώ (1887) • Ο αλήτης (1887) • Η νεκρή (1887)
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ
• Αγρύπνια • Ειδύλλιο • Η διαθήκη • Γκαρσόν, μια μπίρα! • Ταξιδεύοντας