ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

JAZZ της Toni Morrison

Ντόρκας
photo by Jd Mason

«E, την ξέρω αυτή τη γυναίκα. Έμενε κάποτε στη λεωφόρο Λένοξ, συντροφιά μ’ ένα σμάρι πουλιά. Ξέρω και τον άντρα της. Ξεμυαλίστηκε μ’ ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι, μ’ έναν από εκείνους τους ολέθριους, τρομακτικούς έρωτες που τον έκανε να νιώθει τέτοια θλίψη και ευτυχία ώστε τη σκότωσε μόνο και μόνο για να κρατήσει ζωντανό τούτο το αίσθημα. Όταν η γυναίκα, το όνομά της είναι Βάιολετ, πήγε στην κηδεία να δει το κορίτσι και να χαρακώσει το πεθαμένο του πρόσωπο, ο κόσμος την έριξε κάτω και την πέταξε έξω απ’ την εκκλησία. Κι εκείνη έτρεξε, μέσα σ’ όλο εκείνο το χιόνι, κι όταν γύρισε στο διαμέρισμά της έβγαλε τα πουλιά από τα κλουβιά τους, άνοιξε τα παράθυρα και τα άφησε να παγώσουν ή να πετάξουν, μαζί και τον παπαγάλο που έλεγε “σ’ αγαπώ”».

Ήδη από την συγκλονιστική αυτή πρώτη παράγραφο η σπουδαία Morrison δε διστάζει να μας δώσει με σιγουριά όλα τα υλικά της τραγικής της ιστορίας: ο σύζυγος της Βάιολετ, Τζο Τρέις, ερωτεύεται παράφορα τη μικρή Ντόρκας, την οποία και σκοτώνει από ζήλια, ενώ την ημέρα της κηδείας, η Βάιολετ, σε μία κρίση τρέλας, προσπαθεί να σημαδέψει το πρόσωπο της νεκρής με ένα μαχαίρι. Αυτή είναι η βασική ιστορία του βιβλίου. Όλη κι όλη η ιστορία περικλείεται στην πρώτη παράγραφο. Οι διαφορετικές φωνές, οι μονόλογοι των ηρώων που δένουν μαγικά και αρμονικά σε αυτό το λογοτεχνικά άρτιο κείμενο μάς λένε την ίδια αυτή ιστορία ξανά και ξανά από μια άλλη οπτική γωνία, προσθέτοντας κάθε φορά ένα μικρό λιθαράκι στην αλήθεια. Η πλοκή στο βιβλίο είναι ωστόσο δευτερεύουσα. Υπάρχει για να μας δώσει ρυθμό, μουσικότητα. Αυτά κάνουν τη Jazz τόσο πρωτότυπη και μοναδική.

JAZZ της Toni Morrison
Nοbel Λογοτεχνίας
Πρόλογος: Τοni Morrison
Μετάφραση-Επίμετρο: Κατερίνα Σχινά
Εξώφυλλο: Θάνος Κακολύρης
Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Η Μorrison υφαίνει την ιστορία της εμπνευσμένη, όπως η ίδια αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου, από μία φωτογραφία ενός φωτογραφικού λευκώματος, του Τhe Harlem Book of the Dead. Mας λέει, λοιπόν, η Morrison:

«Στο βιβλίο Τhe Harlem Book of the Dead, ο φωτογράφος Τζέιμς Βαν Ντερ Ζέε, λέει στην Καμίλ Μπίλοπς τι θυμάται από τον θάνατο του κοριτσιού: “Νομίζω πως ήταν εκείνη που την πυροβόλησε ο καλός της σ’ ένα πάρτι, χρησιμοποιώντας ένα όπλο με σιγαστήρα. Παραπονέθηκε ότι αισθανόταν άσχημα στο πάρτι και οι φίλες της είπαν, “Γιατί δεν ξαπλώνεις λιγάκι;” Και την οδήγησαν στο υπνοδωμάτιο και την έβαλαν να ξαπλώσει. Μόλις θέλησαν να ξεκουμπώσουν το φόρεμά της είδαν το αίμα. Τη ρώτησαν τι είχε συμβεί, κι εκείνη είπε, “Θα σας πω αύριο, ναι. Θα σας πω αύριο”. Απλώς προσπαθούσε να του δώσει την ευκαιρία να το σκάσει. Για τη φωτογραφία, τοποθέτησα τα λουλούδια πάνω στο στήθος της. Το κίνητρο που την ώθησε να βάλει τον εαυτό της σε κίνδυνο περιμένοντας, να αποδεχθεί ως νόμιμη την εκδίκηση του εραστή της, μου είχε φανεί υπερβολικά νεανικό, υπερβολικά ανόητο, υπερβολικά απορροφημένο και μπλεγμένο με την έννοια της θυσίας που απαιτούσε ο τραγικά ρομαντικός έρωτας. Η ιστορία αυτή απέπνεε την περήφανη απελπισία του έρωτα την οποία υπερασπίζονται και θρηνούν τα μπλουζ και ταυτόχρονα εμπεριείχε την ακαταμάχητη ενέργεια της μουσικής τζαζ. Μου επιβλήθηκε αμέσως, επιθετικά, ως ο σπόρος μιας πλοκής, μιας αφηγηματικής γραμμής».

Τζο
photo by Beth Tate

Από το παραπάνω απόσπασμα πήρατε μία μικρή ιδέα γιατί το μυθιστόρημα ονομάστηκε από τη συγγραφέα Jazz. Δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Στο πρωτότυπο και απολύτως μοντέρνο αυτό μυθιστόρημα της Morrison συνυπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία του είδους αυτού της μουσικής που την καθιστά μοναδική: η θλίψη, o ερωτισμός, οι διαφορετικές αφηγηματικές φωνές από τους βασικούς πρωταγωνιστές, ενώ τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η Morrison είναι η βία, ο ρατσισμός, η μητρότητα, η θέση των Αφροαμερικανών στην Αμερική κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Όμοια με πυρακτωμένη λάβα που δεν καίει στο διάβα της, αλλά φωτίζει, ανοίγοντας ένα ολόλαμπρο λογοτεχνικό μονοπάτι, είναι η Jazz της Morrison.

Πολλές φιλολογικές συζητήσεις έχει ανοίξει και το ζήτημα του/της αφηγητή/αφηγήτριας. Έχει ενδιαφέρον να τις παρακολουθήσει κανείς. Προσωπικά θεωρώ ότι η αφηγήτρια είναι η ίδια η μουσική jazz· η jazz που στο Harlem του 1920 κομίζει κάτι νέο, μοντέρνο, ερωτικό, λάγνο· η jazz που κουβαλάει μαζί της τη μελαγχολία της σκλαβιάς και ψιθυρίζει στους απογόνους των σκλάβων ότι όλα αυτά τέλειωσαν, ότι τώρα πια μπορούν να γίνουν ό,τι θέλουν σε αυτή την υπέροχη και αθώα -ακόμα- πόλη, την πόλη όπου όλα τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Είναι λοιπόν η jazz, κατ’ εμέ, που ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης και παρασέρνει τους πάντες στο ρυθμό της:

«Τρελαίνομαι γι’ αυτή την Πόλη. Το φως της μέρας γέρνει σαν ξυράφι και κόβει τα κτίρια στη μέση. Στο πάνω μισό, βλέπω πρόσωπα να χαζεύουν τον δρόμο, αλλά δεν είναι εύκολο να ξεδιαλύνω ποια είναι τα ανθρώπινα και ποια τα λαξεμένα στην πέτρα. Κάτω, στη σκιά, συμβαίνουν τα συνηθισμένα: κλαρινέτα και ερωτικά αγκαλιάσματα, γρονθοκοπήματα και φωνές λυπημένων γυναικών. Μια πόλη σαν κι αυτή μου φέρνει όνειρα γεμάτα αυτοπεποίθηση, με κάνει να νιώθω μέσα στα πράγματα. Πάμε. Φταίει το λαμπερό ατσάλι που χορεύει πάνω απ’ τη σκιά. Όταν κοιτάζω τις κορδέλες το πράσινο χορτάρι που ξετυλίγονται πλάι στο ποτάμι, τα καμπαναριά των εκκλησιών και τις εισόδους των πολυκατοικιών στο χρώμα της κρέμας και του χαλκού, παίρνω δύναμη. Μόνη, ναι, αλλά πετυχημένη και ακατάβλητη – όπως ήταν η Πόλη το 1926, όταν όλοι οι πόλεμοι είχαν τελειώσει και ποτέ δεν θα ξεσπούσε άλλος κανείς. Οι άνθρωποι εκεί κάτω, στη σκιά, είναι ευτυχισμένοι γι’ αυτό. Επιτέλους, επιτέλους, τα πάντα είναι μπροστά τους. Το λένε οι μορφωμένοι, κι εκείνοι που τους ακούνε και διαβάζουν όσα γράφουν συμφωνούν: Ιδού, έρχεται το καινούριο. Τον νου σας. Πάνε οι θλιβερές μέρες. Οι κακές μέρες. Οι απελπισμένες μέρες. Το πώς ζούσαν όλοι εδώ και τότε. Ξεχάστε τα. Η Ιστορία τελείωσε, ακούτε, και όλα επιτέλους είναι μπροστά μας.»

Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η συγγραφέας, για να πετύχει τον στόχο της (και εννοείται ότι τον πετυχαίνει) επαναλαμβάνει λέξεις τη μια μετά την άλλη και έτσι το κείμενο γίνεται ρυθμικό, αποκτά μουσικότητα. Διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα και μετρήστε τις λέξεις που επαναλαμβάνονται (επισημαίνονται από εμένα με έντονο χρώμα) ή μάλλον καλύτερα διαβάστε το δυνατά. Είναι αδύνατον να μη νιώσετε μέσα σας τον ρυθμό του:

«Πολλές φορές, πολλές, πελέκησα δύο και τρεις φορές τα ξύλα σε μικρά κούτσουρα και κλαδάκια για προσάναμμα, για να σιγουρευτώ πως τα αφεντικά θα’ χαν αρκετά και δεν θα ωρύονταν αναζητώντας με, όταν πήγαινα να συναντήσω τον Τζο Τρέις μου, ό,τι και να γινόταν, ό,τι και να πάθαινα, αρκεί να’ ταν ο Τζο Τρέις δικός μου. Καταδικός μου. Τον ξεχώρισα απ’ όλους τους άλλους κανείς δεν ήταν σαν τον Τζο η καθεμιά θα τον περίμενε ανάμεσα στις καλαμιές μέσα στη νύχτα· η καθεμιά θα τον ονειρευότανε τη μέρα, και τόσα έντονα θα τον σκεφτότανε που θα ‘χανε τον ντορό και θα’ πρεπε να φτύσει αίμα για να ξαναφέρει τα μουλάρια στο αυλάκι. Κάθε γυναίκα, όχι μονάχα εγώ. Κι ίσως αυτό να είδε κι εκείνη. Όχι τον πενηντάρη με το βαλιτσάκι, αλλά τον Τζο Τρέις μου, τον Τζο Τρέις μου της Βιρτζίνιας […] Άραγε τον κοίταξε κι αυτή και είδε ό,τι κι εγώ; Κάτω απ’ το τραπέζι στο Ίντιγκο, όταν κρατούσε τον ρυθμό σ’ ένα μηρό απαλό σαν μωρού, ένιωσε άραγε πως είχε κάποτε επιδερμίδα τόσο σφιχτή και τόσο τεντωμένη, σαν να’ ταν έτοιμη να σπάσει και ν’ απελευθερώσει μυς σκληρούς σαν σίδερο; Το ‘νιωσε άραγε, το κατάλαβε άραγε; Κι αυτό και άλλα πράγματα που θα ‘πρεπε να ξέρω μα δεν ήξερα; Πράγματα μυστικά που έκρυβε από μένα, ή άλλα που δεν πρόσεξα

Βάιολετ
photo by William Stitt

Η Jazz είναι ένα βιβλίο που θα ξαναδιαβάσω. Και ο λόγος δεν θα είναι η μουσικότητα του κειμένου που με άφησε άφωνο. Όχι. Ο λόγος αυτή τη φορά θα είναι η Βάιολετ. Μια ηρωίδα που αγάπησα και πόνεσα. Μια ηρωίδα που θα ‘θελε να ξεκουραστεί αλλά όπως λέει η αφηγήτρια του βιβλίου «δεν νομίζω πως θα της άρεσε. Όλες τους έτσι είναι, αυτές οι γυναίκες. Ποθούν την ηρεμία, έναν χώρο που δεν θα χρειάζεται να γεμίσει με τίποτ’ άλλο πέρα από τις σκέψεις τους. Αλλά δεν θα τους άρεσε. Είναι πολυάσχολες και αναζητούν τρόπους να γίνουν ακόμα περισσότερο, επειδή ένας τέτοιος χώρος, ελεύθερος από κάθε πιεστική δουλειά, θα τις έκανε να καταρρεύσουν. Γιατί δεν θα ορμούσαν να γεμίσουν το κενό λιβάδια με πασχαλίτσες, ούτε πρωινά δίχως μύγες και ζέστη με φως γλυκό και απαλό. Όχι. Καθόλου. Γεμίζουν το μυαλό και τα χέρια τους με σαπούνια, μανταρίσματα κι ανόητους καβγάδες, γιατί, τις αναπάντεχα νωθρές στιγμές, αυτό που τις περιμένει είναι ένας χείμαρρος οργής. Όμοιος με πυρακτωμένη λάβα.»

Όμοια με πυρακτωμένη λάβα που δεν καίει στο διάβα της, αλλά φωτίζει, ανοίγοντας ένα ολόλαμπρο λογοτεχνικό μονοπάτι, είναι η Jazz της Morrison.

Τα βιβλία της ήταν εξαντλημένα από καιρό. Μόνο χαρά προκαλεί η επανέκδοση του συνόλου του έργου της από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος. Δύσκολο το έργο της Κατερίνας Σχινά, που το έφερε, ωστόσο εις πέρας με μεγάλη επιτυχία, ενώ το εξώφυλλο είναι ένα από τα καλύτερα εξώφυλλα βιβλίου που κυκλοφόρησαν φέτος. Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί (αργά και ρυθμικά) από όσους αγαπούν την καλή λογοτεχνία.

toni morrisonΗ συγγραφέας

Η Τόνι Μόρισον γεννήθηκε στο Λορέιν του Οχάιο το 1931. Κατέχει την έδρα Ανθρωπιστικών Σπουδών Robert F. Goheen στο Πανεπιστήμιo του Πρίνστον. Εκτός του Πούλιτζερ και του Nobel έχει τιμηθεί με το βραβείο National Book Critics Award . Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα: The Bluest Eye (Γαλάζια Μάτια, 1970), Sula (Σούλα, 1973), Song of Solomon (Το τραγούδι του Σόλομον, 1978), τιμημένο την ίδια χρονιά με το Εθνικό Βραβείο Κριτικών), Tar Baby (Παιδί από κάρβουνο, 1981), Beloved (Αγαπημένη, 1988), Βραβείο Πούλιτζερ του 1988), Jazz (Τζαζ, 1992). Έχει επίσης ασχοληθεί με το δοκίμιο.

Συνέντευξη της Morrison