ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου του André Aciman

άνδρες στα χωράφια
photo by Josh Hild

«ΜΙΛΑΜΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ!» ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ, Η ΦΩΝΗ, ΤΟ ΥΦΟΣ.

Δεν είχα ακούσει κάποιον άλλον ως τότε να χρησιμοποιεί αυτή τη φράση ως αποχαιρετισμό. Ακουγόταν σκληρή, βάναυση και απορριπτική, με τη συγκαλυμμένη αδιαφορία όσων μπορεί και να μη νοιάζονται αν θα σε ξαναδούν ποτέ.

Είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από κείνον, και μπορώ να το ακούσω ακόμα και σήμερα. Μιλάμε αργότερα!

Κλείνω τα μάτια μου, προφέρω τη φράση, και επιστρέφω στην Ιταλία, τόσα χρόνια πίσω, περπατώντας στη δεντροφυτεμένη είσοδο, βλέποντάς τον να βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο, με ένα φαρδύ μπλε πουκάμισο, ορθάνοιχτο γιακά, γυαλιά ηλίου, ψάθινο καπέλο – γυμνό δέρμα παντού. Ξαφνικά μου σφίγγει το χέρι και μου παραδίδει το σακίδιό του, ξεφορτώνοντας τη βαλίτσα του απ’ το πορτμπαγκάζ, ρωτώντας αν ο πατέρας μου είναι στο σπίτι.

Ίσως να άρχισε εκεί, ακριβώς τότε·»

Να με φωνάζεις με τ'όνομά σου
Mετάφραση: Nίκος Μάντης
Εξώφυλλο: Redoine Amzlan
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Διάβασα αρκετά βιβλία αυτό το καλοκαίρι. Το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου ήταν με διαφορά το καλύτερο (και ένα απ’ τα πιο ερωτικά βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ), γι’ αυτό και ξεκινώ την πρώτη παρουσίαση του φθινοπώρου (ή αποκαλόκαιρου για όσους ανατριχιάζουν στη λέξη «φθινόπωρο») με το άκρως ερωτικό και τρυφερό και ευαίσθητο αυτό βιβλίο, που είναι σαφώς ανώτερο της εκπληκτικής, επίσης, ταινίας.

Όπως ήδη αντιληφθήκατε από την εναρκτήρια παράγραφο του βιβλίου, ο Έλιο, ο 17χρονος αφηγητής της ιστορίας, θυμάται, έχοντας πια μεγαλώσει, ένα καλοκαίρι στην Ιταλική Ριβιέρα, κάπου στη δεκαετία του 80. Ένα καλοκαίρι που ερωτεύτηκε τον Όλιβερ, έναν 24χρονο Αμερικανό, μέχρι σημείου απόλυτης σύνδεσης· τέτοιας που ο Όλιβερ αποκαλούσε τον Έλιο «Όλιβερ» και ο Έλιο αποκαλούσε τον Όλιβερ «Έλιο».

Ο Όλιβερ φιλοξενείται ως υπότροφος από την οικογένεια του Έλιο στη μη κατονομαζόμενη παραθαλάσσια πόλη της Ιταλίας, για να ολοκληρώσει το βιβλίο του για τον Ηράκλειτο. Το αντάλλαγμα για τη φιλοξενία είναι η βοήθεια που θα παρέχει ο Όλιβερ στον καθηγητή πατέρα του Έλιο στην ταξινόμηση του αρχείου του και στις έρευνες που κάνει. Ήδη από την αρχή του βιβλίου ο Έλιο προσπαθεί να ανασυνθέσει στη μνήμη του το καλοκαίρι εκείνο που αποδέχθηκε τον έρωτά του για τον Όλιβερ και αφέθηκε σ’ αυτόν. Οι πρώτες φορτισμένες συναισθηματικά σελίδες του βιβλίου αποτυπώνουν τη δυσκολία αυτής ακριβώς της ανασύνθεσης, τη δυσκολία της καταγραφής της επινοημένης ή μη μνήμης. Αποτυπώνουν όμως και την ευκολία της ανάκλησης του συναισθήματος, αφού για τον Έλιο, ανεξάρτητα από το πότε ξεκίνησε ο έρωτάς του για τον Όλιβερ, το συναίσθημα που ένιωθε ξανά και ξανά στα χρόνια που πέρασαν ήταν ακριβώς το ίδιο, φτάνει να έκλεινε τα μάτια και να μεταφερόταν στο καλοκαίρι εκείνο της ερωτικής του ενηλικίωσης.

Ιταλία
photo by Lachlan Gowen

«Ίσως να ξεκίνησε λίγο μετά την άφιξή του, κατά τη διάρκεια κάποιου από εκείνα τα εξουθενωτικά γεύματα, όταν κάθισε δίπλα μου και τελικά αντιλήφθηκα ότι, παρά το ελαφρύ μαύρισμα που είχε αποκτήσει στη διάρκεια μιας σύντομης διαμονής στη Σικελία νωρίτερα εκείνο το καλοκαίρι, το χρώμα στις παλάμες του ήταν το ίδιο με εκείνο των άσπρων, μαλακών του φτερνών, όπως και του λαιμού του, και του κάτω μέρους των μπράτσων του, που δεν είχαν εκτεθεί πολύ στο ήλιο […]

Ή ίσως να είχε ξεκινήσει στην παραλία. Ή στο γήπεδο του τένις. Ή στη διάρκεια της πρώτης μας βόλτας την πρώτη του μέρα, όταν μου ζητήθηκε να του δείξω το σπίτι και τον περιβάλλοντα χώρο και, καθώς το ένα έφερε το άλλο, κατάφερα να τον οδηγήσω πέρα από την παλιά σκαλιστή σιδερένια πύλη, μέχρι την ατέλειωτη, άδεια αλάνα του πίσω μέρους, η οποία έβλεπε στην εγκαταλειμμένη σιδηροδρομική γραμμή που κάποτε συνέδεε την Μπ. με το Ν. […]

Ίσως όμως και να ξεκίνησε αργότερα απ’ ότι νόμιζα, χωρίς να το έχω πάρει χαμπάρι. Κοιτάζεις κάποιον, αλλά δεν τον βλέπεις πραγματικά, βρίσκεται στο φόντο […]

Ή ίσως να ξεκίνησε μετά την πρώτη του εβδομάδα, όταν διαπίστωσα με ενθουσιασμό ότι θυμόταν ακόμη ποιος ήμουν, ότι δεν με αγνοούσε, και ότι, ως εκ τούτου, θα μου επιτρεπόταν η πολυτέλεια να τον προσπερνάω καθ’ οδόν για τον κήπο, χωρίς να χρειάζεται να υποκρίνομαι ότι αδιαφορώ».

Ξεριζώνουμε τόσα πολλά απ’ τους εαυτούς μας για να γιατρευτούμε γρηγορότερα απ’ όσο πρέπει, που μέχρι τα τριάντα έχουμε ξοφλήσει, και έχουμε να δώσουμε όλο και λιγότερα σε κάθε νέα σχέση.

Το βιβλίο πραγματεύεται την απώλεια, το ζήτημα του χρόνου, τη μνήμη και τη σεξουαλική αφύπνιση και ταυτότητα, ενώ δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή: δύο νέοι άνθρωποι ερωτεύονται και μετά ο καθένας ακολουθεί τη ζωή του. Επιστρέφουν δεκαπέντε χρόνια μετά και εκεί βλέπουμε τί έχει κάνει ο ένας και τί ο άλλος και κυρίως πώς νιώθει ο ένας για τον άλλον (η ταινία σταματάει στο καλοκαίρι εκείνο, οπότε, μιας και είχα δει πρώτα την ταινία, η αγωνία για την τύχη των ηρώων είχε χτυπήσει κόκκινο). Αυτό που συνεπαίρνει τον αναγνώστη είναι ο τρόπος που ο εξαιρετικός Aciman με τον μακροπερίοδο και λεπτοδουλεμένο λόγο του κάνει έναν έρωτα να μοιάζει μοναδικός, πείθοντας τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει σε μια μικρή βόλτα, για να τον παρασύρει -χωρίς ο αναγνώστης να αντιληφθεί πως- μέχρι το ανοιχτό και τόσο μα τόσο αληθινό τέλος της ιστορίας. Τα λόγια δε του πατέρα του Έλιο προς το τέλος του βιβλίου μένουν ανεξίτηλα χαραγμένα στο μυαλό. Είναι τα λόγια που θα θέλαμε να πούμε και εμείς με τη σειρά μας στα παιδιά μας, όταν θα έρθει η ώρα να ερωτευτούν και αυτά.

άνδρας στη θάλασσα
photo by Josh Gordon

«Είχατε μια όμορφη φιλία. Ίσως κάτι παραπάνω από φιλία. Και σε ζηλεύω. Στη θέση μου, οι περισσότεροι γονείς θα εύχονταν το πράγμα να εξαφανιζόταν, ή θα προσεύχονταν ο γιος τους να συνερχόταν σύντομα. Όμως εγώ δεν είμαι τέτοιος γονιός. Αν υπάρχει πόνος, φύλαξέ τον, κι αν υπάρχει φλόγα, μην την πνίξεις, μην είσαι βάναυσος μαζί της. Ξεριζώνουμε τόσα πολλά απ’ τους εαυτούς μας για να γιατρευτούμε γρηγορότερα απ’ όσο πρέπει, που μέχρι τα τριάντα έχουμε ξοφλήσει, και έχουμε να δώσουμε όλο και λιγότερα σε κάθε νέα σχέση. Η απόσυρση είναι φριχτό πράγμα όταν σε κρατά ξάγρυπνο τη νύχτα, και το να μας ξεχνάνε πιο σύντομα απ’ ότι θα θέλαμε να ξεχαστούμε είναι εξίσου σκληρό. Αλλά πόσο κρίμα να μην αφήνεσαι να νιώσεις, μόνο και μόνο για να μη νιώσεις τίποτα!

Δεν μπορούσα να τα επεξεργαστώ όλα αυτά. Ήμουν κατάπληκτος.

“Είπα παραπάνω απ’ όσα έπρεπε;” ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

“Τότε να πω κάτι τελευταίο. Που θα ξεκαθαρίσει το τοπίο. Ίσως να έφτασα κοντά, αλλά ποτέ δεν είχα αυτό που είχατε. Πάντα κάτι με κρατούσε, με εμπόδιζε. Το πώς θα ζήσεις τη ζωή σου είναι δική σου δουλειά. Αλλά να θυμάσαι τα σώματα και οι καρδιές μας μας δίνονται μονάχα μια φορά. Οι περισσότεροι είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε σαν να έχουμε δύο ζωές μπροστά μας, η μία το προσχέδιο, η άλλη η ολοκληρωμένη μορφή, και όλες οι επιπλέον εκδοχές ενδιάμεσα. Ωστόσο υπάρχει μονάχα μία, και προτού το καταλάβεις, η καρδιά σου έχει κουραστεί και όσο για το σώμα σου, έρχεται μια στιγμή που δεν το κοιτάζει κανένας, πόσο μάλλον να θελήσει να το πλησιάσει. Τώρα νιώθεις λύπη. Δεν ζηλεύω τον πόνο. Αλλά σε ζηλεύω για τον πόνο σου”». Η τελευταία πρόταση είναι ίσως μία από τις σημαντικότερες του βιβλίου και τη μετέφρασα εγώ κατά τον τρόπο που διαβάσατε παραπάνω, γιατί αποδίδει ορθότερα, κατά τη γνώμη μου, το πρωτότυπο («I envy you the pain»).

Το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου είναι το ένα απ’ τα δύο καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος. Είτε έχετε νιώσει την απόλυτη ερωτική ταύτιση με έναν άνθρωπο, είτε όχι το βιβλίο αυτό θα σας μείνει αξέχαστο (ανάλογα με την κατηγορία που υπάγεστε για διαφορετικό φυσικά λόγο!)

Καλή αρχή και καλά διαβάσματα!

 

παπαρούνα
photo by Michele Tardivo

 

O συγγραφέας

Ο Andre Aciman (Αντρέ Ασιμάν) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1951. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει από την Αίγυπτο το 1965 επί Νάσερ για να εγκατασταθεί στην Ιταλία. Το 1968 µετακόµισαν εκ νέου στη Νέα Υόρκη, όπου ο Ασιµάν ζει µέχρι σήµερα. Πτυχιούχος του Lehman College και του Harvard, υπότροφος Guggenheim, διακεκριµένος καθηγητής Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο City University της Νέας Υόρκης, είναι συγγραφέας τεσσάρων µυθιστορηµάτων και αρκετών δοκιµίων.

Έργα του έχουν δηµοσιευτεί στο New Yorker, New York Review of Books, New York Times, Paris Review και στη συγκεντρωτική έκδοση The Best American Essays. Μεταξύ άλλων διακρίσεων, το αυτοβιογραφικό του Έξοδος από την Αίγυπτο (Μεταίχµιο, 2013) τιµήθηκε µε το Whiting Writers’ Award. Είναι παντρεµένος µε τρία παιδιά.

Τrailer ταινίας

Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου

 

Έγραψαν για το βιβλίο

  1. https://www.nytimes.com/2007/02/25/books/review/DErasmo.t.html
  2. https://thelitedit.com/review-call-me-by-your-name-andre-aciman/
  3. http://www.kathimerini.gr/975976/gallery/proswpa/proskhnio/antre-atsiman-omorfainw-oti-den-mporw-na-anex8w