«ΈΪ! ΕΣΕΙΣ ΚΕΙ ΚΑΤΩ!
Την ώρα που άκουσε τη φωνή να τον καλεί μ’ αυτά τα λόγια, στεκόταν στην πόρτα του κουβούκλιού του κρατώντας στο χέρι ένα σημαιάκι τυλιγμένο γύρω από το μικρό του κοντάρι. Με δεδομένη τη διαμόρφωση του τοπίου, θα περίμενε κανείς ότι δεν θα είχε καμία αμφιβολία από πού ακριβώς ερχόταν η φωνή∙ εκείνος όμως αντί να κοιτάξει ψηλά, εκεί που στεκόμουν, στην κορυφή του απότομου υψώματος, σχεδόν πάνω από το κεφάλι του, έκανε μεταβολή και κοίταξε πέρα, προς τις γραμμές. Και είχε κάτι το παράξενο ο τρόπος του, αλλά τι ακριβώς, μου ήταν αδύνατο να καταλάβω. Ξέρω πάντως ότι στάθηκε αρκετό ώστε να τραβήξει την προσοχή μου, παρόλο που η μορφή του φάνταζε μικρή και σκοτεινή, εκεί μες στο βάθος του ορύγματος, κι εγώ βρισκόμουν ψηλά από πάνω του, τόσο λουσμένος στο άγριο φως του ηλιοβασιλέματος που έπρεπε να σκιάζω τα μάτια με το χέρι μου για να τον βλέπω».
Ο Σηματωρός είναι σίγουρα μία από τις καλύτερες ιστορίες φαντασμάτων που έχουν γραφτεί ποτέ. Και είναι φυσικά του Ντίκενς.
Στο άρτιο από κάθε άποψη αυτό διήγημα είναι ορατός ο θαυμασμός, η περιέργεια και ταυτόχρονα ο φόβος που ένιωθε ο μέγας αυτός συγγραφέας για τα τρένα. Σε αυτό συνετέλεσε φυσικά και ένα ατύχημα, που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή. Στο τρένο αυτό, που βγήκε εκτός πορείας και στοίχησε τη ζωή σε δέκα άτομα, επέβαινε επίσης και η ερωμένη του με τη μητέρα της, ενώ στα χέρια του Ντίκενς ξεψύχησαν άνθρωποι. Ο φόβος αυτός για το επέκεινα θα επηρεάσει την κλονισμένη ψυχή του συγγραφέα και θα περάσει στις σελίδες του Σηματωρού, καθιστώντας τον ένα πραγματικό λογοτεχνικό διαμάντι.
Ο αφηγητής της ιστορίας, από περιέργεια για τη λειτουργία του τρένου, κατεβαίνει σε ένα υγρασιασμένο σκοτεινό κουβούκλιο, στο οποίο εργάζεται ο σηματωρός του τρένου. Εκεί ο σηματωρός θα του μιλήσει για την εμφάνιση μιας αλλόκοτης μορφής, που εμφανίζεται σε αυτόν πριν από μία μεγάλη καταστροφή. Τον σηματωρό βασανίζει η τρίτη εμφάνιση του φαντάσματος και το μήνυμα που θέλει να του μεταδώσει και το οποίο ο σηματωρός δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει. Ο αφηγητής της ιστορίας δυσπιστεί και μαζί δυσπιστεί και ο αναγνώστης, ώσπου φτάνει στο τέλος της ιστορίας και μένει άναυδος!
«Για ποιο πράγμα με προειδοποιεί; είπε στοχαστικά, με το βλέμμα στη φωτιά, γυρνώντας μόνο για λίγο να με κοιτάξει. «Ποιος είναι ο κίνδυνος; Πού είναι ο κίνδυνος; Κάποιος κίνδυνος επικρέμαται κάπου στη Γραμμή. Κάποια φοβερή καταστροφή πρόκειται να συμβεί. Αυτή την τρίτη φορά, δεν μπορεί να υπάρχει πια αμφιβολία, ύστερα από όσα έχουν προηγηθεί. Αλλά βέβαια είναι βάναυσος ο τρόπος που με στοιχειώνει. Τί μπορώ να κάνω εγώ;».
Δεν χρειάζονται άλλα λόγια γι’ αυτό το διήγημα. Οτιδήποτε παραπάνω ειπωθεί θα είναι εις βάρος της έκπληξης και της αγωνίας, που μετά βεβαιότητας θα νιώσει ο αναγνώστης διαβάζοντάς το και θα μειώσει την αναγνωστική απόλαυση.
«Έϊ, εσείς κει κάτω» διαβάστε το οπωσδήποτε και ανακαλύψτε ξανά γιατί ο Ντίκενς είναι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών.
Ο συγγραφέας:
Ο Τσαρλς Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας στις 8 Φεβρουαρίου 1812, και ήταν το δεύτερο από τα οχτώ παιδιά της οικογένειάς του. Όταν ήταν 12 χρονών, ο πατέρας του μπήκε στη φυλακή για χρέη και ο μικρός αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά. Οι παιδικές του εργασίες είναι παρόμοιες μ’ αυτές που περιγράφει στο βιβλίο του Δαβίδ Κόππερφιλντ. Η επίσημη εκπαίδευσή του ήταν περιορισμένη, αλλά, καθώς είχε γνώσεις στενογραφίας, πολύ νέος έπιασε δουλειά ως ρεπόρτερ στη Morning Chronicle. Από τη θέση αυτή παραιτήθηκε ύστερα από μερικά χρόνια, όταν πια είχε αρχίσει τη συγγραφική του σταδιοδρομία. Αργότερα έγινε πρακτικογράφος στη Βουλή. Το 1836 δημοσίευσε τον πρώτο τόμο με άρθρα του για την καθημερινή ζωή στο Λονδίνο, με τίτλο Σκίτσα του Μποζ. Το 1837 ακολούθησε ο δεύτερος τόμος. Το μυθιστόρημά του Όλιβερ Τουίστ (1838) θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό. Το πρώτο του ταξίδι στην Αμερική (1841) του ενέπνευσε δύο έργα το Αμερικάνικα σημειώματα (1842) και το μυθιστόρημα Μάρτιν Τσασλουάιτ (1844). Εγκλήματα, αθλιότητα, κτηνωδία και θάνατος συνυπάρχουν με κωμική εφευρετικότητα και απέραντη τρυφερότητα στο έργο του Τσαρλς Ντίκενς. Άλλα σημαντικά έργα του είναι: Δαβίδ Κόπερφηλντ (1850), Τα δύσκολα χρόνια (1854), Ιστορία δύο πόλεων (1859), Μεγάλες προσδοκίες (1861). Πέθανε στο Λονδίνο στις 9 Ιουνίου 1870, στη χώρα κηρύχθηκε πένθος και τον έθαψαν στη γωνία των ποιητών, στο Γουεστμίνστερ Άμπεϋ. Η δημοτικότητά του ήταν εξαιρετική όσο ζούσε και, όπως είπε και ο Walter Allen, «η επιρροή του εξακολουθεί να είναι αισθητή και το έργο του μέρος του λογοτεχνικού κλίματος μέσα στο οποίο ζει ο δυτικός άνθρωπος».