Στην επιστροφή μου, βρήκα την ακόλουθη επιστολή από τον πατέρα μου:
«Αγαπημένε μου Βικτόρ,
»πιθανόν περίμενες ανυπόμονα το γράμμα που θα όριζε την ημερομηνία της επιστροφής σου κοντά μας· και στην αρχή μπήκα στον πειρασμό να γράψω μόνο λίγες γραμμές, αναφέροντας απλώς την ημέρα που θα σε περίμενα. Όμως αυτό θα έμοιαζε με καλοσύνη ενώ θα ήταν σκληρότητα – και δε θα το αποτολμήσω. Ποια θα ήταν η έκπληξή σου, γιε μου, όταν, αντί να συναντήσεις τη χαρούμενη και ευφρόσυνη υποδοχή που περίμενες, θα αντίκριζες δάκρυα και δυστυχία; Και πώς, Βικτόρ, να σου αφηγηθώ τη συμφορά μας; Η απουσία δεν μπορεί να σε έχει καταστήσει αδιάφορο για τις χαρές και για τις λύπες μας – πώς λοιπόν να προκαλέσω πόνο στον γιο μου που έλειψε τόσο καιρό; Θα ήθελα να σε προετοιμάσω για τη θλιβερή είδηση, γνωρίζω όμως πως αυτό είναι αδύνατο· ακόμα και τώρα τα μάτια σου θα πηδάνε τις αράδες αναζητώντας τις λέξεις που θα σου μεταφέρουν τα τρομερά μαντάτα.