«Δεν ήταν πια πάνω στο πλοίο. Ακόμα όμως ένιωθε το κούνημα πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά να του ανακατεύει το στομάχι. Στα αυτιά του ήρθε το σφύριγμα του ανέμου και το σώμα του αναδεύτηκε στο σκληρό κρεβάτι. Πόνος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του, κάνοντάς τον ν’ ανοίξει αμέσως τα μάτια. Η βοή του μανιασμένου αέρας το πέλαγος εγκλωβίστηκε ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Αμέσως άρχισε ν’ απομακρύνεται, ώσπου σε λίγα δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτα, παρά ένα απαλό θρόισμα, σαν αεράκι που συνέχιζε να ταξιδεύει στα βουνά, για να καταλήξει στις πεδιάδες με τα νωπά στάχυα και το χλωρό τριφύλλι».