«Ήταν τόσο έντονη η ζέστη μέσα στο αυτοκίνητο, ώστε τα καθίσματα μύριζαν λες και είχαν αρχίσει να λιώνουν. Ο Τζακ φορούσε κοντό παντελόνι και κάθε φορά που κουνούσε τα πόδια του ακουγόταν ένας ήχος σαν να ξεκολλούσε σελοτέιπ.
Τα παράθυρα ήταν κατεβασμένα, αλλά δεν φυσούσε καθόλου∙ μόνο μικρά ζωύφια πετοβολούσαν βουίζοντας. Στον ουρανό κρεμόταν ένα και μοναδικό ανάριο σύννεφο, ενώ ένα τζετ που δε διακρινόταν άφηνε πίσω του μια λευκή γραμμή στο καταγάλανο φόντο
Ο Τζακ ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει στο σβέρκο του και μισάνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.
“Όχι”, είπε η Τζόι. “Η μαμά είπε να μείνουμε εδώ!”».
H μητέρα του Τζακ, της Τζόι και της Μέρι δε γυρίζει ποτέ. Τα τρία παιδιά περιμένουν για ώρα μέσα σε αφόρητη ζέστη στην άκρη ενός επαρχιακού δρόμου, μέχρι που αποφασίζουν να πάνε να τη βρουν. Η νεαρή γυναίκα είναι μαχαιρωμένη και από κει ξεκινάει αυτό το αγωνιώδες page-turner που κατάφερε να φτάσει μέχρι και τη μακρά λίστα του βραβείου Βοοker.
Λίγα χρόνια αργότερα βρίσκουμε τα τρία παιδιά και τον πατέρα τους να ζουν μια υποτυπώδη ζωή, ενώ ο πατέρας πάσχει από κατάθλιψη. Θα εγκαταλείψει τα παιδιά και θα περιφέρεται στους δρόμους ζητιανεύοντας.
«Ένα πρωί – δυο χρόνια μετά που τους άφησε η μητέρα του- ο πατέρας του είχε πάει να αγοράσει γάλα και δεν είχε ξαναγυρίσει στο σπίτι τους.
Μια βδομάδα περίμεναν το γάλα.
Σε κανέναν δεν έλειψαν. Δεν είχαν ξαναγυρίσει στο σχολείο μετά το θάνατο της μητέρας τους, όπως και ο πατέρας τους δεν είχε ξαναγυρίσει στη δουλειά του. Ο Άρθουρ Μπράιτ είχε μιλήσει για κατ’ οίκον εκπαίδευση, αλλά το μόνο που σήμαινε αυτός ο βαρύγδουπος όρος ήταν ότι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθούν τηλεόραση μεταξύ εννιά το πρωί και τρεις το απόγευμα. Και ενώ οι λιγοστοί γείτονες στη μικρή γειτονιά τους είχαν δείξει καλοσύνη τον πρώτο καιρό μετά το τραγικό συμβάν, ύστερα από δύο χρόνια είχαν ξαναγυρίσει στο ρυθμό της δικής τους ζωής, στα δικά τους προβλήματα. Τα παιδιά είχαν τον πατέρα τους, στο κάτω κάτω -κάτι που δεν μπορούσαν να πουν πολλά άλλα παιδιά τη σήμερον ημέρα.
Είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, σπαρακτικό και συγκινητικό, αληθινό και τρομακτικό που αποτυπώνει γλαφυρά τις ζωές μιας οικογένειας, που απλά δεν κατάφεραν τα βγάλουν πέρα μετά τον θάνατο της μητέρας και συζύγου.
Μετά το φευγιό του πατέρα του, ο Τζακ ήταν σαν να ξαναζούσε όσα είχαν γίνει στο κράσπεδο του αυτοκινητόδρομου. Ξαναβρέθηκε να κάνει κουμάντο, μόνο που αυτή τη φορά πάγωσε -μη ξέροντας αν έπρεπε να μείνει στο σπίτι ή να βγει και να ζητήσει βοήθεια».
Μία διάρρηξη θα αποτελέσει την αφορμή για τη σύλληψη του δολοφόνου. Το ένστικτο ενός παιδιού, μια θύμηση από τη μοιραία εκείνη μέρα σαν από όνειρο, ένα μαχαίρι σε ένα κομοδίνο και το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται. Η υπόθεση θα αποκτήσει ξανά δυναμική.
Το Snap δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα μυστηρίου. Ή μάλλον δεν είναι κυρίως αυτό. Είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, σπαρακτικό και συγκινητικό, αληθινό και τρομακτικό που αποτυπώνει γλαφυρά τις ζωές μιας οικογένειας, που απλά δεν κατάφεραν τα βγάλουν πέρα μετά τον θάνατο της μητέρας και συζύγου. Είναι όμως και ένα βιβλίο αισιόδοξο και τρυφερό, που μας θυμίζει ότι όταν όλοι και όλα καταρρέουν, η βοήθεια έρχεται απρόσμενα και η αγάπη για κάποιον άλλον πέραν από τον εαυτό μας, η θυσιαστική αγάπη (εν προκειμένω η αγάπη του μικρού Τζακ και για τις αδερφές του) είναι αυτή που σώζει πρώτα αυτόν που θυσιάζεται και μετά τους άλλους. Θαυμάσιο!
H συγγραφέας
Η Μπελίντα Μπάουερ, συγγραφέας, δημοσιογράφος και σεναριογράφος, μεγάλωσε στην Αγγλία και στη Νότια Αφρική. Το Μαύρο Χώμα (εκδόσεις Bell) βραβεύτηκε με το Dagger in The Library της Ένωσης Συγγραφέων Μυστηρίου.
Έγραψαν για το βιβλίο
- https://www.tanea.gr/print/2019/04/13/lifearts/to-thriler-lfpou-eftase-lfsto-mpouker/
- https://www.newstatesman.com/2018/08/Belinda-bauer-snap-review-man-booker-prize-longlist-crime
- https://www.theguardian.com/books/2018/may/19/best-recent-crime-novels-review-roundup
- https://www.theguardian.com/books/2018/may/19/best-recent-crime-novels-review-roundup