ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ένα άλλο Μπρούκλιν της Jacqueline Woodson

Brooklyn
Photo by Miltiadis Fragkidis

«Για πολύ καιρό, η μητέρα μου δεν είχε πεθάνει ακόμη. Η ιστορία μου θα μπορούσε να είναι και πιο τραγική. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να έχει παρασυρθεί απ’ το πιοτό ή απ’ το βελόνι ή από κάποια γυναίκα και να έχει αφήσει τον αδελφό μου κι εμένα στη μοίρα μας – ή, ακόμα χειρότερα, στην υπηρεσία παιδικής προστασίας της Νέας Υόρκης όπου, σύμφωνα με τα λόγια του, σπάνιζαν τα χάπι εντ. Αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Τώρα ξέρω πως τραγική δεν είναι η μία ή η άλλη στιγμή∙ είναι η ανάμνηση».

Ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος. Το πρώτο βιβλίο για ενήλικες της βραβευμένης για τη νεανική λογοτεχνία Woodson είναι ένα βιβλίο που θα θυμάστε. Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, που πραγματεύεται τη φιλία τεσσάρων κοριτσιών και την πορεία τους προς την ενηλικίωση στα τέλη του 1960 και στις αρχές του 1970. Tα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι τέσσερα, η Όγκοστ, που είναι και η αφηγήτρια, η Σύλβια, η Άντζελα και η Τζίτζι.

ANOTHER BROOKLYN BOOK COVER
Mετάφραση: Άννα Μαραγκάκη Σχεδιασμός Εξωφύλλου: Μilan Bozic Εκδόσεις Πόλις

Η Όγκοστ επιστρέφει στο Μπρούκλιν για την κηδεία του πατέρα της. Έχουν περάσει, όπως μας πληροφορεί, 20 χρόνια από τότε που ήταν παιδί. Είναι πια ανθρωπολόγος, που ειδικεύεται στα ταφικά έθιμα και γυρίζει όλο τον κόσμο επιχειρώντας μέσα από την επιστήμη της να κατανοήσει τον θάνατο. Σε ένα βαγόνι του μετρό συναντάει τυχαία την παιδική της φίλη Σύλβια. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει την αφορμή για να αφηγηθεί η τις αναμνήσεις της από την παιδική και εφηβική της ηλικία, που έχει σαν κέντρο την απουσία της μητέρας της και την παρουσία των τριών φιλενάδων της, αφού αυτή ήταν η οικογένεια που επέλεξε, και σαν φόντο το Μπρούκλιν, ένα Μπρούκλιν άγριο, βίαιο, επικίνδυνο, απολύτως ακατάλληλο για να μεγαλώσουν τέσσερα μικρά κορίτσια.

«Άγνωστο πώς, ο αδελφός μου κι εγώ μεγαλώσαμε χωρίς μητέρα κι ωστόσο νιώθαμε σχεδόν πλήρεις. Ο αδελφός μου είχε την πίστη που του μετέδωσε ο πατέρας μου και, για πολύ καιρό, εγώ είχα τη Σύλβια, την Άντζελα και την Τζίτζι. Τέσσερα κορίτσια που μεγαλώναμε στο Μπρούκλιν∙ το μοιραζόμασταν αυτό το βάρος, σαν ένα σακί γεμάτο πέτρες που το δίναμε η μία στην άλλη λέγοντας, Έλα, βοήθησέ με να το κουβαλήσω.»

Όλο το μυθιστόρημα είναι μία ανάκληση των αναμνήσεων της Όγκοστ και γι’ αυτό η συγγραφέας έξυπνα επέλεξε τις μικρές παραγράφους, όπου αποσπασματικά καταγράφει τις αναμνήσεις της πρωταγωνίστριάς της. Και αυτό λειτουργεί πραγματικά τέλεια στο υπέροχο αυτό βιβλίο, αφού τί άλλο είναι οι αναμνήσεις παρά αποσπάσματα μνήμης, άλλοτε παραποιημένες, άλλοτε όχι. Όσο μάλιστα προχωράει η ανάγνωση, τα κομμάτια των αναμνήσεων δένουν εκπληκτικά και μαθαίνουμε για ποιον λόγο η Όγκοστ με τον αδελφό της και τον πατέρα της μετακόμισαν στο Μπρούκλιν και άφησαν τη μητέρα της πίσω στο Τενεσί, γιατί δεν μίλησε στη Σίλβια η Όγκοστ, παρά το γεγονός ότι είχε να τη δει είκοσι ολόκληρα χρόνια, τί απέγινε η Άντζελα και φυσικά η Τζίτζι.

Το Ένα άλλο Μπρούκλιν, μας υπενθυμίζει με γλυκόπικρο τρόπο ότι για να μη φοβάται κανείς τον θάνατο, θα πρέπει να συμφιλιωθεί με τη ζωή και ότι όλα και όλοι γινόμαστε κάποια στιγμή μια ανάμνηση.

«Προτού γίνουμε φίλες, χάζευα τους λαιμούς τους, παρακολουθούσα τα τέλεια χέρια τους να αδράχνουν σκοινάκια και μπάλες του χάντμπολ, θαύματα τα βερνικωμένα νύχια τους. Έτσι όπως βάδιζαν χέρι χέρι και διέσχιζαν κουνάμενες σεινάμενες τον διάδρομο, ήμουν σίγουρη πως δεν είχαν πίσω τους κάποια μητέρα-φάντασμα να τις στοιχειώνει. Ήμουν βέβαιη πως πατούσαν γερά στα πόδια τους σε τούτο τον κόσμο. Τις παρατηρούσα και λαχταρούσα να αποκτήσω κι εγώ αυτό που είχαν εκείνες – έξι πόδια ριζωμένα στη γη. Εδώ και τώρα. […]

“Γιατί μας κοιτάς έτσι;” είπε η Σύλβια. “Τί ψάχνεις να βρεις;”

Xρόνια αργότερα, θυμήθηκα πώς έτρεμε η φωνή της και πώς αναρωτήθηκα αν έφταιγε το κρύο ή ο φόβος που την έκανε να ακούγεται έτσι. Κι αναγνώρισα μέσα της την τραγουδιστή προφορά της Μαρτινίκας, ενός νησιού που μου ήταν εξίσου άγνωστο με το Μπρονξ.

Η Σύλβια με πλησίασε. “Αλήθεια τώρα, τι βλέπεις και μας κοιτάς έτσι; Δεν θέλω να το παίξω στριμμένη.”

“Τα πάντα”, είπα. “Βλέπω τα πάντα.”»

Η γραφή της Woodson είναι αποστασιοποιημένη, ακόμα και στα πιο τραγικά γεγονότα του συγκλονιστικού της μυθιστορήματος, δίνοντας τον απαιτούμενο χώρο στον αναγνώστη να «ντύσει» με συναισθήματα τις λέξεις της. Είναι όμως και λυρική, ευαίσθητη, ποιητική. Η εξαιρετική μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη αποδίδει τα παραπάνω μοναδικά.

Διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα, αναθεώρησα ως προς τον τίτλο του βιβλίου, αφού στην αρχή νόμιζα ότι είχε αρνητική χροιά. Πια πιστεύω ότι το Μπρούκλιν της Όγκοστ είναι μια περιοχή, όπου μπόρεσε να ανθίσει η φιλία, να δημιουργηθεί καινούργια οικογένεια και να επουλωθούν τα τραύματα. Είναι ένας τόπος όπου ναι μεν «κάθεται στο λαιμό» της αφηγήτριας, όπως η ίδια μας λέει, είναι όμως και ο τόπος που θα αναμετρηθεί με τις κακές αναμνήσεις, για να συμφιλιωθεί με όσα την κυνηγούν.

Το Ένα άλλο Μπρούκλιν, μας υπενθυμίζει με γλυκόπικρο τρόπο ότι για να μη φοβάται κανείς τον θάνατο, θα πρέπει να συμφιλιωθεί με τη ζωή και ότι όλα και όλοι γινόμαστε κάποια στιγμή μια ανάμνηση. Το αν θα είμαστε καλή ή κακή έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αυτούς που μας σκέφτονται. Διαβάστε αυτό το μικρό αριστούργημα!

Photographer Juna F. Nagle

Η συγγραφέας

Γεννήθηκε στο Columbus του Οχάιο το 1963. Είναι μία από τις σπουδαιότερες συγγραφείς παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας στις ΗΠΑ, έχοντας γράψει περισσότερα από είκοσι παιδικά και εφηβικά βιβλία. Για το βιβλίο της Brown Girl Dreaming τιμήθηκε με το National Book Award νεανικής λογοτεχνίας, ενώ το 2018 της απονεμήθηκε το Astrid Lindgren Memorial Award, που είναι και το σημαντικότερο διεθνές βραβείο νεανικής λογοτεχνίας. Έχει λάβει τον τίτλο «Young People’s Poet Laureate» από το ίδρυμα Poetry Foundation. Το Ένα άλλο Μπρούκλιν ήταν στην τελική λίστα για το National Book Award το 2016.

Το site της συγγραφέως

https://www.jacquelinewoodson.com/

Οι μουσικές που ακούγονται στο βιβλίο