«Το νεκροστόλισμα των σκοτωμένων στο Μιζούρι είχε δουλίτσα. Λες και τους ετοίμαζαν τους κακομοίρηδες τους χαμένους ιππείς μας για το γάμο τους κι όχι για το λάκκο. Οι στολές τους, βουρτσισμένες με φωτιστικό πετρέλαιο, έλαμπαν όπως δεν είχαν λάμψει ποτέ όσο τις φορούσαν ζωντανοί ακόμα. Τα μούτρα τους ξυρισμένα γυαλί, σαν να μην άντεχε ο νεκροθάφτης τρίχα για τρίχα. Τον Γουότσορν δεν τον κατάλαβαν ούτε οι φίλοι του χωρίς τις περίφημες φαβορίτες του. Έτσι κι αλλιώς ο Θάνατος παίρνει το πρόσωπό σου και το κάνει ξένο».
Σχεδόν πάντα είχα τη συνήθεια να πηγαίνω μπροστά στη βιβλιοθήκη μου και να πιάνω το βιβλίο εκείνο που μου μιλάει. Το βιβλίο εκείνο που παρά το ότι δεν ήταν στο μυαλό μου ως το επόμενο που θα διάβαζα, τελικά με κέρδιζε. Αυτή την ωραία συνήθεια την έχω κόψει τελευταία. Θέλετε η δουλειά και ο αυστηρός προγραμματισμός της; Κάπως πια προγραμματίζω και αυτά που θα διαβάζω, διαλέγοντας κυρίως βιβλία της πιο πρόσφατης εκδοτικής παραγωγής. Με το Μέρες δίχως τέλος ξαναγύρισα στον ωραίο εκείνο κανόνα. Ενώ άλλα βιβλία προηγούνταν στη λίστα ανάγνωσης που είχα στο μυαλό μου, πιάνω στα χέρια μου το βιβλίο του Sebastian Barry, διαβάζω δύο σκόρπιες παραγράφους κάπου από τη μέση του βιβλίου και ήταν αυτό αρκετό, για να πάω κόντρα στα πρέπει της ανάγνωσης και να βυθιστώ σε μια ιστορία αγριότητας και πολέμου, ανθρωπιάς και αγάπης.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα έξοχο δείγμα απόλυτης ισορροπίας και εκπληκτικής μαεστρίας. Από τη μία οι περιγραφές για γερά στομάχια και από την άλλη εικόνες απίστευτης ωραιότητας. Συνεχώς κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης αναρωτιόμουνα πώς το κάνει αυτό ο εξαιρετικός αυτός συγγραφέας. Πώς είναι δυνατόν εκεί που περιγράφει σκηνές μάχης με ωμότητα που συνταράσσει να γράφει δυο φράσεις για τη φύση ή τον άνθρωπο – εχθρό στη μάχη, που να υπερκαλύπτουν την αγριότητα και την ασχήμια. Ο Sebastian Barry μάς δείχνει για άλλη μια φορά πόσο σπουδαίος συγγραφέας είναι.
Βρισκόμαστε στην Αμερική, κάπου στη δεκαετία του 1850. Ο αφηγητής, ο δεκαεπτάχρονος Ιρλανδός, Τόμας Μακνάλτι, μεταναστεύει εξαθλιωμένος στην Αμερική για να γλιτώσει από την Μεγάλη Πείνα. Εκεί γνωρίζει τον μετέπειτα σύντροφό του, Τζον Κόουλ. Οι δύο νέοι βρίσκουν δουλειά σε ένα σαλούν, όπου ντύνονται γυναίκες και χορεύουν, για να ικανοποιήσουν τους θαμώνες του σαλούν. Στη συνέχεια κατατάσσονται στον στρατό. Θα πολεμήσουν μαζί στους Ινδιάνικους Πολέμους και μετά στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Θα ζήσουν μεταξύ ζωής και θανάτου, πείνας και κακουχιών αβάσταχτων. Θα βιώσουν στο πετσί τους την αγριότητα του πολέμου. Ακόμη όμως και σ’ αυτές τις συνθήκες δεν θα αποκτηνωθούν. Θα κρατήσουν την ανθρωπιά τους με πλοηγό την αγάπη που έχουν ο ένας για τον άλλον σε συνθήκες αδιανόητες για ομοφυλόφιλους της εποχής εκείνης. Και όταν οι μέρες αυτές θα μοιάζουν δίχως τέλος, λίγες στιγμές χαράς, ανθρωπιάς και ευτυχίας θα είναι ικανές όχι μόνο για να συνεχίσουν να ζουν, αλλά και για να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον μαζί. Θα καταφέρουν ακόμα και να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια, αφού θα «υιοθετήσουν» την κόρη του εχθρού τους, τη Γουινόνα, την κόρη του Ινδιάνου που σκότωσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και θα τη μεγαλώσουν σα δική τους και δεν θα διστάσουν να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους γι’ αυτήν.
Να πω εδώ ότι ήδη κυκλοφορεί η συνέχεια του Μέρες δίχως τέλος με τίτλο Χίλια Φεγγάρια (Ίκαρος), όπου πρωταγωνιστεί πια η Γουινόνα.
Ένα μεγαλειώδες αμερικανικό έπος γραμμένο από έναν Ιρλανδό. Λυρικό, αισιόδοξο, λεπτοδουλεμένο με χαρακτήρες αλησμόνητους. Με φόντο μαύρες σελίδες της ιστορίας της Αμερικής, για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε, ο συγγραφέας γράφει μια υπέροχη ιστορία αγάπης, ίσως στο καλύτερο μέχρι στιγμής βιβλίο του.
«Γλυκιά ζωή. Πονούσα από αγάπη για τη δουλειά μου στο Τενεσί. Μ’ άρεσε αυτή η ζωή. Να ξυπνάς με τον κόκορα και να κοιμάσαι με τις κότες. Να ζεις λες και δεν θα τέλειωνε ποτέ. Κι όταν θα ’ρχότανε το τέλος, θα το ’νιωθες σωστό και δίκαιο. Θα ’ρθει απλά η σειρά σου, θα ’χες ζήσει τη ζωή σου. Αυτή τη ζωή την καθημερινή, που ώρες ώρες τη φτύνουμε, σαν να ‘τανε για πέταμα. Αλλά είναι ό,τι έχουμε και δεν έχουμε. Αυτή όλη κι όλη. Και είναι αρκετή. Έτσι πιστεύω. Ο Τζον Κόουλ. Ο Ωραίος Τζόν Κόουλ. Η Γουινότα. Ο καλός γερο-Λάιζι. Ο Τένισον και η Ρόζαλι. Τούτος ο καλότροπος ντορής. Το σπίτι. Το έχει μας. Ό,τι είναι δικό μου. Αρκετά.
Προχωρώ. Ωραία μέρα να πεθάνει κανείς, όπως λένε.»
Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου:
https://issuu.com/ikarosbooks/docs/9789605722418
O συγγραφέας
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Με τα μυθιστορήματά του Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), το οποίο κέρδισε τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial, ήταν στη βραχεία λίστα του Booker. Το Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του ίδιου βραβείου. Το Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017, ενώ ήταν στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction).
Έγραψαν για το βιβλίο:
- http://diavazontas.blogspot.com/2018/08/sebastian-barry.html
- https://www.tovima.gr/printed_post/taksidi-sti-friki-tou-lfamerikanikou-emfyliou/
- https://www.lifo.gr/articles/book_articles/209304/meres-dixos-telos-mia-istoria-agapis-dyo-stratioton-me-fonto-ton-amerikaniko-emfylio
- http://librofilo.blogspot.com/2019/04/blog-post_6.html
- https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/10455-barry-sebastian-ikaros-meres-dichos-telos-drougalas
- https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/11532-barry-sebastian-ikaros-meres-dichos-telos-schoretsanitis