Αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς επιχείρησαν να μας επανασυστήσουν τη gothic λογοτεχνία. Δεν μου έρχεται στο μυαλό κανείς που να το καταφέρνει τόσο καλά όσο η Silvia Moreno-Garcia με το Μexican Gothic. Και παρόλο που φαίνεται να δανείζεται στοιχεία από το αριστουργηματικό Ρεβέκκα της Daphne du Maurier, με κάποιες πινελιές από Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και Ανεμοδαρμένα Ύψη, στο τέλος, το απολύτως ατμοσφαιρικό αυτό βιβλίο μένει στο μυαλό σαν ένα σύγχρονο και εξαίρετο δείγμα της gothic λογοτεχνίας και αποδεικνύει ότι το είδος αυτό μπορεί να αναβιώσει στα χέρια ταλαντούχων συγγραφέων.
“H Noεμί άκουσε μια καρδιά να χτυπάει, δυνατά σαν τύμπανο, καλώντας τη. Η καρδιά την ξύπνησε. Βγήκε με προσοχή από το δωμάτιό της για να δει πού κρυβόταν. Την ένιωθε κάτω από την παλάμη της όταν πίεζε το χέρι της στον τοίχο. Αισθανόταν την ταπετσαρία να γίνεται γλιστερή, σαν τραυματισμένος μυς, και το πάτωμ κάτω απ’ τα πόδια της υγρό και μαλό. ήταν μια πληγή. Περπατούσε πάνω σε μια μεγάλη πληγή, και οι τοίχοι ήταν πληγές επίσης. Η ταπετσαρία ξεφλούδιζε, αποκαλύπτοντας αρρωστημένα όργανα αντί για τούβλα ή ξύλινες σανίδες. Φλέβες και και αρτηρίες έφραζαν από κρυφά, πλεονάζοντα υγρά. Ακολούθησε τον χτύπο της καρδιάς και μια κόκκινη κλωστή πάνω στο χαλί. Η χκλωστή ήταν σαν σκίσιμο σε δέρμα. Μια άλικη γραμμή. Μια γραμμή αίματος. Ώσπου σταμάτησε στη μέση του διαδρόμου και είδε τη γυναίκα να την καρφώνει με το βλέμμα“.
Βρισκόμαστε στο 1950. Η νεαρή, πανέξυπνη και πλούσια Νοεμί είναι η χαρά της ζωής. Απολαμβάνει τα νιάτα της, ενώ παράλληλα ψάχνει να βρει ένα επιστημονικό πεδίο που να μπορεί (επιτέλους) να τη συναρπάσει. Καταλήγει στην Ανθρωπολογία και φυσικά έρχεται σε κόντρα με τον πατέρα της, ο οποίος είναι της άποψης ότι η ζωή της γυναίκας είναι ο γάμος και τα παιδιά και ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζει εσαεί τις σπουδές της.
Όταν έρχεται ένα γράμμα από την ξαδέρφη της την Καταλίνα, η οποία παντρεύτηκε τον χρεοκοπημένο πρίγκιπα του παραμυθιού (είχε κάτι ορυχεία που έκλεισαν), ο πατέρας της Νοεμί, ανησυχώντας για την ψυχική υγεία της ανιψιάς του από τα όσα περιγράφει αυτή στο γράμμα της, αποφασίζει να στείλει τη Νοεμί στη μεξικάνικη ενδοχώρα για να δει τι συμβαίνει και να αποσοβήσει ένα σκάνδαλο, αφού η νεαρή γυναίκα φαίνεται να χάνει το μυαλό της. Σαν αντάλλαγμα γι’ αυτό της το ταξίδι τής υπόσχεται ότι θα μπορεί συνεχίσει τις σπουδές της. Η Νοεμί πέραν της αγάπης για την ξαδέλφη της, θεωρεί δεδομένο ότι θα πετύχει τον στόχο και έτσι μαζεύει τα πράγματά της και πηγαίνει να ζήσει για λίγες μέρες στην επιβλητική έπαυλη του συζύγου της Καταλίνας, το “Ψηλό Μέρος”, όπως ονομάζεται. Μέχρι εδώ όλα καλά και κάπως συνηθισμένα. Από δω και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα, οπότε όταν φτάσετε στο σημείο του βιβλίου που ξεκινάει το ταξίδι της καθήστε αναπαυτικά, πάρτε δίπλα σας και κάτι σε φαγώσιμο καλού κακού, γιατί θα σηκωθείτε απ’ τον καναπέ, αφού ολοκληρώσετε την ανάγνωση του βιβλίου.
Σιγά-σιγά και σταθερά, όπως η μούχλα που αρχίζει να φαίνεται στη γωνία ενός τοίχου και μέχρι να το καταλάβεις έχει εξαπλωθεί παντού, το βιβλίο αρχίζει να σε τυλίγει στις σελίδες του. Όλα αρχίζουν να γίνονται πιο δύσκολα ήδη από την ανάβαση στο βουνό. Στην αρχή είναι οι ολοζώντανες και τρομακτικές περιγραφές ενός σπιτιού που από μόνο του αποτελεί έναν (ίσως τον καλύτερο και το λέω για καλό) χαρακτήρα του βιβλίου. Μια έπαυλη βικτωριανής εποχής που έχει μαραθεί και έχει χάσει το μεγαλείο και τη λάμψη της. Η οικογένεια του άντρα της Καταλίνας δεν είναι οι πιο φιλόξενοι άνθρωποι στον κόσμο και το δείχνουν. Μοναδικό φως η γλυκιά Καταλίνα, όταν είναι στα καλά της και δεν λέει ασυναρτησίες περί τοίχων που είναι ζωντανοί και ακούνε, και ο ανιψιός του άντρα της, ο οποίος συμπαθεί τη Νοεμί και τη βοηθάει να εγκλιματιστεί σε ένα άρρωστο σπίτι με μία όχι φυσιολογική οικογένεια. Οι επισκέψεις στο δωμάτιο της Καταλίνας που της επιτρέπονται είναι ελάχιστες, αφού ο σύζυγός της και η οικογένειά του θεωρούν ότι κλονίζεται η ψυχική της υγεία κάθε φορά που βλέπει τη Νοεμί. Φώτα δεν υπάρχουν. Ζουν υπό το φως των κεριών στο μονίμως σκοτεινό σπίτι. Θέρμανση ούτε για πλάκα. Μόνο τζάκια. Τα ασημικά είναι θαμπά. Τα έπιπλα ταλαιπωρημένα. Μία αποσύνθεση επικρατεί στο σπίτι και στους κατοίκους του. Όλοι και όλα είναι χλωμά. Όλοι είναι αγέλαστοι. Σα να ρούφηξε κάποιος τη χαρά. Ένας από τους πολλούς κανόνες του σπιτιού που οφείλει να τηρεί η Νοεμί είναι η σιωπή. Στο σπίτι κανείς σχεδόν δε μιλάει εκτός αν είναι απολύτως αναγκαίο. Για μία χαρούμενη κοπέλα που έφυγε απ’ τις ανέσεις και τις δεξιώσεις και που δεν υπακούει εύκολα σε κανόνες καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό. Kαι εδώ είναι που η Νοεμί δείχνει τον αληθινό και υπέροχο χαρακτήρα της, αφού αποδεικνύει σε όλους ότι δεν είναι μόνο η όμορφη και λαμπερή socialite αλλά μία γενναία γυναίκα που θα κάνει τα πάντα για να σώσει την ξαδέλφη της και να σωθεί φυσικά και η ίδια από αυτό το απροσδιόριστο κάτι.
Όσο το σπίτι μάς συστήνεται και αρχίζουμε να μαθαίνουμε για την ιστορία της οικογένειας, η ανησυχία για την τύχη των κοριτσιών γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Όταν μάλιστα γνωρίζουμε και τον πατριάρχη της οικογένειας που αργοπεθαίνει στο κρεβάτι, η ανησυχία γίνεται φόβος. Κάπου εκεί ακούμε τους χτύπους της καρδιάς μας, οι οποίοι συγχρονίζονται με τους χτύπους της καρδιάς της Νοεμί (και του σπιτιού).
Ρατσισμός (μέχρι και το χώμα του οικοπέδου ήρθε από την Αγγλία για να μη μολυνθούν οι Άγγλοι ένοικοι του σπιτιού από το μεξικάνικο χώμα), ευγονική, αποικιοκρατία, επιδημίες, μαζικοί θάνατοι των εργατών του ορυχείου, νεκροί που θέλουν να επικοινωνήσουν με τη Νοεμί και την Καταλίνα, η αποσύνθεση και η μούχλα που τους αγκαλιάζει όλους, γάμοι από συμφέρον, ένα σπίτι που δεν αφήνει κανέναν να φύγει, μεξικάνικο φολκλόρ, πράγματα που δεν θα γίνουν εύκολα αντιληπτά και κατανοητά από τη νεαρή Νοεμί (και πώς θα μπορούσαν) αποτελούν τα θέματα που καταπιάνεται με απόλυτη επιτυχία η ταλαντούχα αυτή συγγραφέας. Το τι συμβαίνει σε αυτό το σπίτι είναι αδύνατον να το καταλάβει κανείς μέχρι να φτάσει περίπου στα ¾ του βιβλίου.
Να το διαβάσετε, πριν δείτε τη σειρά που πρόκειται να γυριστεί για λογαριασμό του HULU. Είναι σίγουρο ότι θα εκπλήξει με το τέλος του και τους πιο υποψιασμένους και λάτρεις του είδους αναγνώστες (εμένα δε μου πήγε το μυαλό to be honest).
Η συγγραφέας πετυχαίνει να γράψει ένα καταπληκτικό γοτθικό μυθιστόρημα προσαρμοσμένο στην ιστορία και την κουλτούρα της χώρας της και αυτό από μόνο του είναι ένα κατόρθωμα.
Kαι ένα case-study προς σκέψη και συζήτηση: θα ήταν λέτε δυνατόν να γράψει κανείς ένα… ηλιόλουστο Greek Gothic;
H συγγραφέας
Η Σίλβια Μορένο-Γκαρσία είναι συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων. Γεννημένη και μεγαλωμένη στο Μεξικό, ζει στο Βανκούβερ του Καναδά. Έχει επιμεληθεί μια σειρά ανθολογιών, συμπεριλαμβανομένης της βραβευμένης με το βραβείο World Fantasy She Walks in Shadows. Το μυθιστόρημά της Mexican Gothic, το οποίο ήδη μεταφράζεται σε 24 γλώσσες, γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία, καθιερώνοντάς τη στον χώρο. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για τη συγγραφέα στη σελίδα της silviamoreno-garcia.com.
Bραβεύσεις για το Mexican Gothic:
Winner British Fantasy Award (August Derleth Award), Winner Locus Award, Winner Goodreads Award, Winner Pacific Northwest Book Awards
Υποψηφιότητες:
Finalist Nebula, World Fantasy, Shirley Jackson, Stoker, Mythopoeic Fiction Award in Adult Literature awards
Άλλες διακρίσεις:
Best of the Year: New Yorker, NPR, Washington Post, Book Page, Book Riot, AudioFile, Library Journal, Electric Lit, Vanity Fair, Marie Claire, Library Reads Top Pick, Indie Next Top Pick, Book of the Month, July NYT Best Seller List, Indie Bestseller List
Έγραψαν για το βιβλίο
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/17581-mexican-gothic
https://www.npr.org/2020/07/02/886008274/pitch-perfect-mexican-gothic-ratchets-up-the-dread
https://www.kirkusreviews.com/book-reviews/silvia-moreno-garcia/mexican-gothic/