ΑΦΙΕΡΩΜΑ

10 βιβλία για το Πάσχα!

Στο φετινό πασχαλινό αφιέρωμα σάς προτείνω δέκα εξαιρετικά βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Να περάσετε όμορφα. Καλή Ανάσταση.


“Τη στιγμή που το μεταλλικό κουτί φωνάζει το όνομά της, η Αμόρ ξέρει ότι έχει συμβεί. Ήταν όλη μέρα σε ένταση, με πονοκέφαλο, λες και την είχε προειδοποιήσει κάποιο όνειρο, αλλά δεν κατάφερνε να θυμηθεί τι ήταν. Ένα σημάδι ή εικόνα, κάτω ακριβώς από την επιφάνεια. Πρόβλημα εκεί κάτω. Υπόγεια φωτιά. Όταν, όμως της λένε μεγαλόφωνα τις λέξεις, δεν τις πιστεύει. Κλείνει τα μάτια και γνέφει αρνητικά. Όχι, όχι ,δεν μπορεί να ‘ναι αλήθεια αυτό που μόλις της είπε η θεία της. Κανείς δεν πέθανε. Δεν είναι παρά μια λέξη, τίποτε άλλο. Κοιτάζει τη λέξη, να κείτεται πάνω στο γραφείο σαν έντομο ξαπλωμένο ανάσκελα, χωρίς καμιά εξήγηση.”

“Ο ξάδελφός του ο Φρέντι τον έβαλε στη ληστεία μια ζεστή νύχτα στις αρχές Ιουνίου. Ήταν μία από εκείνες τις μέρες που ο Ρέι Κάρνεϊ έτρεχε παντού, στα προάστια, στο κέντρο, πέρα δώθε στην πόλη. Κρατώντας τη μηχανή αναμμένη. Πρώτα πήγε στη Radio Row για να ξεφορτώσει τις τρεις τελευταίες κονσόλες, δύο RCA και μία Magnavox, και να παραλάβει την τηλεόραση που είχε αφήσει. Τα ραδιόφωνα τα είχε εγκαταλείψει, εδώ και έναν χρόνο δεν είχε πουλήσει ούτε ένα, όσο και να κατέβαζε την τιμή και να παρακαλούσε. Τώρα έπιαναν χώρο στο υπόγειο, τον οποίο χρειαζόταν για τις πολυθρόνες που θα έρχονταν από την εταιρεία Argent την επόμενη βδομάδα και όσα έπιπλα θα έπαιρνε από το διαμέρισμα της νεκρής κυρίας εκείνο το απόγευμα. Τα ραδιόφωνα ήταν ό,τι καλύτερο πριν από τρία χρόνια. Τώρα παχιές κουβέρτες έκρυβαν τα στιλπνά μαονένια σώματά τους, δεμένα με δερμάτινους ιμάντες στην καρότσα του φορτηγού. Το φορτηγό χοροπηδούσε στο τρισάθλιο οδόστρωμα της Λεωφόρου του Γουέστ Σάιντ”.

“Και το ύφασμα δεν λεκιάζει”, λέει η πωλήτρια.
“Δεν λεκιάζει;”
“Λόγω της νέας ύφανσης”, λέει η πωλήτρια. “Ειδικά επεξεργασμένο. Δεν μένει σημάδι. Αν σας πέσει, λόγου χάριν, λίγο παγωτό ή μια σταγόνα καφέ εδώ, ας πούμε, στο μπούστο του φορέματος, δεν θα μείνει λεκές”.
Η πελάτισσα, μια νεαρή γυναίκα, ξεκουμπώνει ξαφνικά τη σούστα στον λαιμό και κατεβάζει το φερμουάρ του φορέματος. Ταυτόχρονα λέει “Βγάλε αυτό το πράγμα από πάνω μου. Βγάλ’το μου αμέσως”.

Η πωλήτρια βάζει τις φωνές στην πελάτισσα, η οποία, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν ενθουσιασμένη με το φόρεμα με τα έντονα χρώματα. Έχει πράσινα και μοβ τετράγωνα σε λευκό φόντο, με μπλε βούλες μέσα στα πράσινα τετράγωνα και σικλαμέν βούλες μέσα στα μοβ. Τούτο το φόρεμα δεν είναι επιτυχημένο μοντέλο. Άλλα φορέματα από αυτό το αλέκιαστο ύφασμα φεύγουν εύκολα, αλλά τούτο εδώ, μαζί με τρία ακόμα πανομοιότυπα αλλά σε διαφορετικά μεγέθη, που κρέμονται στην αποθήκη περιμένοντας τις δραστικές εκπτώσεις στις προσφορές της επόμενης εβδομάδας, είναι πολύ φανταχτερό για το γούστο των περισσότερων πελατισσών”.

“Άνοιξη, 1969. Δοκίμαζα να συλλαβίσω το όνομά του. Γκασπάρ! Δύο συλλαβές, δύο κομμάτια σπασμένο γυαλί. Και μια πρωτόγνωρη ανησυχία…Το στόμα μου θα γέμιζε αίματα. Θα φράκαρε ο φάρυγγάς μου. Δεν θα μπορούσα να πάρω ανάσα. Θα πνιγόμουν. Ναι, Γκασπάρ τον έλεγαν. Κι έτσι θα τον λένε, πάντα, μια κι αυτό δεν μπορεί να αλλάξει με τίποτα. Γκασπάρ Φρενέλ. Το ‘βρισκα ηχηρό και τραχύ όνομα. Δύο φωνήεντα συμπιεσμένα στη μυλόπετρα των συμφώνων. Γκασπάρ. Δύστροπο όταν ήθελες να το στριφογυρίσεις ανάμεσα στα δόντια και στα ούλα, να το στριμώξεις στον ουρανίσκο, να το σύρεις πάνω στα χείλη κι ύστερα να το αφήσεις να φύγει στα κλεφτά, μια άκαμπτη προσφώνηση, ένα άτολμο κάλεσμα, σβήνοντας σαν ήδη ξεψυχισμένος αντίλαλος. “Γκασπάρ! Αρκετά! Δεν έχεις το δικαίωμα. Είσαι ανάγωγος. Μάλλον δεν σκεφτόμουν τίποτα συγκεκριμένο. Αφηνόμουν να με παρασύρει μια πλημμυρίδα συναισθημάτων ενώ όλα ήταν ακατάτακτα, απειλητικά, κι άλλες πάλι φορές ήρεμα, τακτοποιημένα και καθησυχαστικά, όπως η αύρα που άφηνε στο πέρασμά του”.

“Πάνε τριάντα χρόνια από την τελευταία φορά που είδα τη Σοράγια. Στο διάστημα αυτό προσπάθησα να τη βρω μόνο μια φορά. Νομίζω ότι φοβόμουν να τη δω, φοβόμουν να προσπαθήσω να την καταλάβω τώρα που ήμουν μεγαλύτερη και ενδεχομένως θα μπορούσα – που είναι το ίδιο, υποθέτω, με το να πω ότι φοβόμουν τον εαυτό μου, αυτό που πιθανόν να ανακάλυπτα πίσω απ’ όσα θα καταλάβαινα. Τα χρόνια περνούσαν και τη σκεφτόμουν ολοένα και λιγότερο. Πήγα στο πανεπιστήμιο, ύστερα έκανα μεταπτυχιακό, παντρεύτηκα νωρίτερα απ’ ότι φανταζόμουν και απέκτησα δύο κόρες με μόνο έναν χρόνο διαφορά. Αν ποτέ περνούσε απ’ το μυαλό μου η Σορόγια, τρεμοφέγγοντας φευγαλέα σε μια υδραργυρική αλυσίδα συνειρμών, εξίσου γρήγορα χανόταν πάλι”.

“Αυτή είναι η ιστορία των δύο οικογενειών μου. Αναφέρομαι στους τρομερούς δούκες της Ακουιτανίας και στους ιταμούς Καπετίδες, μονάρχες της Γαλλίας, στο μίσος που τρέφαμε ο ένας για τον άλλο και στο πώς οι ζωές μας διασταυρώνονταν ολοένα ώσπου να διαλυθούμε αμοιβαία στη δίνη εκείνου του ταραγμένου 12ου αιώνα, της εκατονταετίας στη διάρκεια της οποίας η Δύση άλλαξε μια για πάντα.
Δύο έφηβοι, ο Λουδοβίκος, ο βασιλιάς της Γαλλίας, κι εγώ, η Δούκισσα της Ακουιτανίας, χαράξαμε άτσαλα ανάμεσα σε προδοσίες, πολιορκίες, αίμα και σπέρμα τα όρια αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν Ευρώπη”.

“Φτάνοντας εκεί όπου τα δέντρα αστειεύονταν μεταξύ τους
Φτάσαμε.
Μόνο που το είπε ξέπνοα ο Γιαν Άντερς Βίλεμαρκ. Ήταν απόγευμα της 1ης Ιουλίου του 1893, ο τριτοετής σπουδαστής ιατρικής έστησε το ποδήλατό του στην περίφραξη της ερειπωμένης έπαυλης και έκανε νόημα στον συγκάτοικό του, τον φοιτητή φιλολογίας Ούλοφ Άλμκβιστ, ότι είχε ψοφήσει της πείνας. Ο αγωγιάτης που είχαν βρει έξι μίλια νωρίτερα δεν ήξερε να τους κατευθύνει, μετέφερε όμως με το κάρο του το πτώμα ενός πάστορα, και μπορούσε, αν το θέλανε και οι ίδιοι, να σηκώσει το καπάκι για να δουν το αυτάρεσκο και σαν από κερί χαμόγελο στα χείλη του νεκρού”.

“Αυτή η ιστορία έχει δυο αρχές. Τουλάχιστον δύο, γιατί, όπως για όλα όσα σχετίζονται με τη ζωή, είναι πάντα δύσκολο να καθοριστεί τι αρχίζει και πότε, ποιος ορυμαγδός από τυχαία περιστατικά κρύβονται πίσω από κάτι που φαίνεται να συμβαίνει αιφνίδια, ή ποιο πρόσωπο γύρισε να κοιτάξει ένα άλλο σε μια στιγμή το παρελθόντος, σηματοδοτώντας την εκκίνηση της τυχαίας αλυσίδας από γεγονότα και πλάσματα που μας οδήγησαν στην ύπαρξη.
Πρώτα απ’ όλα – αυτό μπορώ να το πω με σχετική βεβαιότητα-γεννήθηκα. Ήταν Μάρτιος και χιόνιζε, και ήταν το 1987. Οι γονείς μου είχαν συναντηθεί δυο μόλις χρόνια νωρίτερα, και θα χώριζαν οριστικά τρία χρόνια μετά.”

“Η ίδια η πόλη είναι πληκτική. Δεν υπάρχουν πολλά εδώ, εκτός από το βαμβακοκλωστήριο, τα σπίτια με τις δύο κάμαρες όπου ζουν οι εργάτες, μερικές ροδακινιές, μια εκκλησία με δίχρωμα τζάμια κι ένας άθλιος κεντρικός δρόμος με μήκος μόλις εκατό μέτρα. Τα Σάββατα οι αγρότες από τις γύρω φάρμες έρχονται για να περάσουν τη μέρα με κουβεντολόι κι εμπόριο. Κατά τ’ άλλα η πόλη είναι μοναχική, θλιβερή, ένα μέρος ξεκομμένο κι αποξενωμένο απ’ όλα τα άλλα μέρη στον κόσμο. Ο κοντινότερος σταθμός του τρένου είναι η Σοσάιετι Σίτι και τα λεωφορεία της Γκρέιχαουντ και της Γουάιτ Μπας Λάινς χρησιμοποιούν τον δρόμο του Φορκς Φολς, που ‘ ναι τρία μίλια μακριά. Οι χειμώνες εδώ είναι σύντομοι και παγεροί, και τα καλοκαίρια είναι λευκά από το εκτυφλωτικό φως και καυτά.”

“Δόντια
Αυτή η μάζωξη θα με διαλύσει. Σου στέλνω δεύτερο ίνμποξ: μία φωτογραφία του χώρου – πέντε βιβλιοθήκες τίγκα στα βιβλία, δύο ποζέρικα φωτιστικά, ένας καναπές. Είμαστε περίπου είκοσι τρία άτομα. Τρώμε από εφτά κουτιά πίτσες. Πίνουμε από ατέλειωτα μπουκάλια κρασί. Εγώ πίνω λίγο. Δεν μου αρέσει εδώ. Σου στέλνω: “Ακόμα δουλειά; Θα με διαλύσει αυτή η μαλακία. Θέλω να ‘ρθω φωλίτσα, να με συναρμολογήσεις”. Μόνο εσύ ξέρεις πού είναι τι στο σώμα μου, μόνο εσύ βρίσκεις τους συνδέσμους στις διαλυμένες συνδέσεις του μυαλού μου, μόνο εσύ δεν με φοβάσαι. Εγώ με αγνοώ επιδεικτικά”.