ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

To πορφυρό χρώμα της Alice Walker

Αγαπητέ Θεέ,

Ο μίστερ___ και ο Γκρέιντι έφυγαν παρέα με το αμάξι. Η Σουγκ με ρώτησε αν μπορεί να κοιμηθεί μαζί μου. Κρυώνει μόνη της σε κρεβάτι που μοιράζεται με τον Γκρέιντι. Κουβεντιάζουμε για τούτο και για τ’ άλλο. Πολύ γρήγορα αρχίζουμε να μιλάμε για τον έρωτα. Η Σουγκ δεν λέει έρωτα. Λέει κάτι βρόμικο. Λέει γαμήσι.

Με ρωτάει: Πώς ήταν με τον μπαμπά των παιδιών σου;

Τα κορίτσια είχαν ένα μικρό χωριστό δωμάτιο, λέω, μόνο του, που συνδεότανε με το σπίτι μ’ ένα μικρό ξύλινο πέρασμα. Μόνο η μάμα έμπαινε εκεί. Μα μια φορά που η μάμα έλειπε ήρθε αυτός. Μου ’πε ότι θέλει να κουρέψω τα μαλλιά του. Έφερε ψαλίδι, χτένα, βούρτσα κι ένα σκαμνί. Ενώ τον κουρεύω, με κοιτάζει περίεργα. Είναι λιγάκι νευρικός, αλλά δεν ξέρω γιατί, μέχρι που μ’ αρπάζει και με σφίγγει ανάμεσα σε πόδια του.

Είμαι ξαπλωμένη και σιωπηλή, κι ακούω τις ανάσες της Σουγκ.

Με πόνεσε, ξέρεις, λέω. Δεν είχα κλείσει τα δεκατέσσερα. Ούτε που ήξερα ότι οι άντρες έχουν εκεί κάτω κάτι τόσο μεγάλο. Τρόμαξα και μόνο που το είδα. Έτσι όπως τεντωνόταν και μεγάλωνε.

Η Σουγκ είναι τόσο ήσυχη, που νομίζω ότι κοιμάται.

Αφού τέλειωσε, λέω, μ’ έβαλε να συνεχίσω το κούρεμα.

Ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε Σουγκ.

Αχ, μις Σίλι, λέει. Και τυλίγει γύρω μου τα χέρια της. Είναι μαύρα και λεία και κάπως γυαλιστερά από το φως της λάμπας.

Αρχίζω να κλαίω. Κλαίω και δεν σταματάω. Σαν να μου ξανάρ­χονται τα πάντα, έτσι όπως είμαι σε αγκαλιά της Σουγκ. Ότι πόνεσε κι ότι ξαφνιάστηκα. Ότι μ’ έτσουζε μέχρι να τελειώσω το κούρε­μά του. Ότι το αίμα κυλούσε σε πόδι μου κι έκανε χάλια την κάλ­τσα μου. Ότι ύστερα απ’ αυτό δεν με ξανακοίταξε ποτέ σε μάτια. Ούτε τη Νέτι.

Μην κλαις, Σίλι, λέει η Σουγκ. Μην κλαις. Αρχίζει να φιλάει τα δάκρυα που κυλάνε σε πρόσωπό μου.

Ύστερα από λίγο λέω: Η μάμα ρωτάει τελικά πώς γίνεται να βρί­σκει τις τρίχες του σε δωμάτιο κοριτσιών, αφού λέει ότι δεν πατάει το πόδι του εκεί. Τότε της λέει ότι έχω φίλο. Λέει ότι έχει δει ένα αγόρι να βγαίνει κρυφά απ’ την πίσω πόρτα. Οι τρίχες είναι του αγοριού, λέει, όχι δικές του. Ξέρεις ότι της αρέσει να κόβει τα μαλλιά του ενός και του άλλου, λέει.

Μ’ άρεσε πολύ να κουρεύω, λέω σε Σουγκ, από τότε που ήμου­να τόση δα. Μόλις έβλεπα μπροστά μου μαλλιά, έτρεχα κι έπιανα το ψαλίδι, κι έκοβα κι έκοβα όσο μπορούσα. Γι’ αυτό έκοβα εγώ τα μαλ­λιά του. Όμως, μέχρι τότε τον κούρευα πάντα σε μπροστινή βεράντα. Έφτασα σε σημείο να βάζω τα κλάματα κάθε φορά που τον έβλεπα να ’ρχεται με το ψαλίδι και τη χτένα και το σκαμνί.

Η Σουγκ λέει: Κοίτα να δεις, κι εγώ που νόμιζα ότι μόνο οι λευκοί κάνουνε τέτοιες ανωμαλίες.

Η μάμα μου πέθανε, λέω σε Σουγκ. Η αδερφή μου η Νέτι το ’σκα­σε. Ο μίστερ___ ήρθε και με πήρε για φροντίζω τα βρομόπαιδά του. Δεν με ρώτησε ποτέ για μένα. Με καβαλάει και με γαμάει και με γα­μάει, ακόμα κι όταν το κεφάλι μου είναι μπανταρισμένο. Κανείς δεν μ’ αγάπησε ποτέ, λέω.

Η Σουγκ λέει: Εγώ σ’ αγαπώ, μις Σίλι. Και τότε ανασηκώνεται και με φιλάει σε στόμα.

Μμμ, λέει σαν να ξαφνιάστηκε. Τη φιλάω κι εγώ, λέω επίσης μμμ. Φιλιόμαστε και φιλιόμαστε μέχρι που δεν αντέχουμε άλλο. Μετά αρ­χίζουμε ν’ αγγίζουμε η μια την άλλη.

Δεν έχω ιδέα απ’ αυτά, λέω σε Σουγκ.

Ούτε εγώ ξέρω πολλά, λέει εκείνη.

Μετά νιώθω κάτι πολύ απαλό και υγρό σε στήθος μου, σαν το στόμα ενός απ’ τα χαμένα μωράκια μου.

Αρκετή ώρα μετά κάνω κι εγώ σαν χαμένο μωράκι.

Αγαπητέ Θεέ,

Ο Γκρέιντι και ο μίστερ___ γυρνάνε παραπατώντας κατά το ξη­μέρωμα. Εγώ κι η Σουγκ κοιμόμαστε βαθιά. Μου ’χει γυρισμένη την πλάτη και την αγκαλιάζω απ’ τη μέση της. Πώς είναι; Κάπως σαν να κοιμάμαι με τη μάμα μου, αν και δεν θυμάμαι να κοιμήθηκα ποτέ μαζί της. Κάπως σαν να κοιμάμαι με Νέτι, μόνο που ο ύπνος με τη Νέτι δεν μ’ έκανε ποτέ να νιώσω τόσο ωραία. Είναι ζεστά και μαλακά σαν μαξιλάρι, και νιώθω τα μεγάλα βυζιά της Σουγκ να ξεχειλίζουν απ’ τα χέρια μου σαν σαπουνάδες. Λες κι είμαι σε παράδεισο, έτσι νιώθω, καμία σχέση όπως όταν κοιμάμαι με τον μίστερ___.

Ξύπνα, Σούγκαρ, λέω. Γύρισαν. Και η Σουγκ γυρνάει προς το μέ­ρος μου, μ’ αγκαλιάζει και σηκώνεται απ’ το κρεβάτι. Πάει παραπα­τώντας σε άλλο δωμάτιο και πέφτει σε κρεβάτι με τον Γκρέιντι. Ο μίστερ___ πέφτει σε κρεβάτι δίπλα μου, μεθυσμένος, κι αρχίζει να ροχαλίζει μόλις ακουμπά σε πάπλωμα.

Βάζω τα δυνατά μου για να συμπαθήσω τον Γκρέιντι, παρόλο που φο­ράει κόκκινες τιράντες και παπιγιόν. Παρόλο που ξοδεύει τα χρήματα της Σουγκ λες και τα ’βγαλε αυτός. Παρόλο που προσπαθεί να μιλάει λες κι είναι απ’ τον Νότο. Το Μέμφις του Τενεσί δεν είναι Νότος, μέχρι κι εγώ το ξέρω. Όμως, ένα πράγμα δεν αντέχω καθόλου, που φωνάζει τη Σουγκ μάμα.

Δεν είμαι η μάμα σου, γαμώτο, λέει η Σουγκ. Όμως, αυτός δεν της δίνει σημασία.

Ας πούμε, όταν κάνει τα γλυκά μάτια σε Σκουίκ και η Σουγκ τον πειράζει, της λέει: Α, μάμα, ξέρεις ότι δεν έχω κακό σε νου μου.

Και η Σουγκ συμπαθεί τη Σκουίκ, προσπαθεί να τη βοηθήσει να τραγουδήσει. Κάθονται σε μπροστινό δωμάτιο της Οντέσα μ’ όλα τα παιδιά μαζεμένα γύρω τους και τραγουδάνε συνέχεια. Μερικές φορές έρχεται ο Σουέιν με το κουτί του, ο Χάρπο μαγειρεύει, κι εγώ με τον μίστερ___ και τον παλαιστή το φχαριστιόμαστε.

Ωραία είναι.

Η Σουγκ λέει σε Σκουίκ, σε Μαίρη Άγκνες θέλω να πω: Πρέπει να τραγουδήσεις μπροστά σε κοινό.

Η Μαίρη Άγκνες λέει όχι. Νομίζει ότι επειδή δεν τραγουδάει δυ­νατά και ζωηρά σαν τη Σουγκ, κανείς δεν θέλει να την ακούσει. Μα η Σουγκ λέει ότι κάνει λάθος.

Κι όλες αυτές οι περίεργες φωνές που ακούς να τραγουδάνε σε εκκλησία; λέει η Σουγκ. Κι όλοι αυτοί οι ήχοι που ακούγονται ωραία, αλλά δεν θα περίμενες ποτέ να τους βγάζουν άνθρωποι; Τι λες για όλα αυτά; Αμέσως μετά αρχίζει να μουγκρίζει. Λες και πλησιάζει ο θάνατος κι οι άγγελοι δεν μπορούν να τον σταματήσουν. Σε κάνει ν’ ανατριχιάζεις. Όμως, είναι σαν ν’ ακούς πάνθηρες, αν μπορούσαν να τραγουδήσουνε.

Θα σου πω και κάτι άλλο, λέει η Σουγκ σε Μαίρη Άγκνες, όταν οι άλλοι σ’ ακούνε να τραγουδάς, θα σκέφτονται ένα καλό πήδημα.

Ω, μις Σουγκ, λέει η Μαίρη Άγκνες και κοκκινίζει.

Η Σουγκ λέει: Τι, ντρέπεσαι να βάζεις δίπλα δίπλα το τραγούδι, τον χορό και το γαμήσι; Γελάει. Γι’ αυτό λένε ότι τα τραγούδια που λέμε είναι η μουσική του διαβόλου. Οι διάβολοι λατρεύουν το γα­μήσι. Άκου, λέει, ένα βράδυ πάμε να τραγουδήσουμε μαζί σε στέκι του Χάρπο. Για να θυμηθώ τα παλιά. Κι όταν σε βγάλω μπροστά σε κόσμο, καλά θα κάνουν να σ’ ακούσουν με σεβασμό. Οι νέγροι δεν ξέρουν να φέρονται, μα αν καταφέρεις να βγάλεις το μισό τραγούδι, θα τους κερδίσεις.

Αλήθεια το πιστεύεις; λέει η Μαίρη Άγκνες. Έχει γουρλώσει τα μάτια απ’ τη χαρά της.

Δεν ξέρω αν θέλω να τραγουδήσει, λέει ο Χάρπο.

Πώς κι έτσι; ρωτάει η Σουγκ. Πρέπει να ξεκουνήσει τον κώλο της και να μην τραγουδάει μόνο σε εκκλησία. Όσοι την ακούνε, αντί να το ρίξουνε σε προσευχή, θέλουν να χορέψουν. Άσε που αν ντύσεις τη Μαίρη Άγκνες όπως πρέπει, θα χεστείς σε τάλιρο. Έτσι κιτρινιάρα που είναι, με κοτσιδάκια και θολό βλέμμα, οι άντρες θα ξετρελαθούνε. Σωστά δεν τα λέω, Γκρέιντι; λέει.

Ο Γκρέιντι μοιάζει να διστάζει λιγάκι. Μετά χαμογελάει. Μάμα, δεν σου ξεφεύγει τίποτα, λέει.

Γι’ αυτό πρόσεχε, λέει η Σουγκ.

Αγαπητέ Θεέ,

Κρατάω σε χέρι μου αυτό το γράμμα.

Αγαπημένη μου Σίλι,

Ξέρω ότι μ’ έχεις για πεθαμένη. Αλλά δεν είμαι. Κι όλα αυτά τα χρόνια σού έγραφα, όμως ο Άλμπερτ είπε ότι δεν θα μάθαινες ποτέ ξανά νέα μου και, μια που τόσο καιρό δεν έμαθα κι εγώ το παραμικρό για σένα, μάλλον είχε δίκιο. Τώρα πια σου γράφω μόνο τα Χριστού­γεννα και το Πάσχα, ελπίζοντας το γράμμα μου να μπερδευτεί με τις χριστουγεννιάτικες και τις πασχαλινές κάρτες ή ότι ο Άλμπερτ θα επη­ρεαστεί απ’ το πνεύμα των γιορτών και θα μας λυπηθεί.

Έχω τόσα να σου πω, ώστε σχεδόν δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω – έτσι κι αλλιώς, μάλλον δεν θα λάβεις ούτε αυτό το γράμμα. Είμαι σίγουρη ότι ο Άλμπερτ συνεχίζει να παίρνει μόνος του τα γράμματα απ’ το γραμματοκιβώτιο.

Όμως, αν το γράμμα μου καταφέρει να φτάσει στα χέρια σου, ένα πράγμα που θέλω να ξέρεις είναι ότι σ’ αγαπώ και ότι δεν έχω πεθάνει. Και η Ολίβια είναι μια χαρά, όπως κι ο γιος σου.

Θα επιστρέψουμε όλοι στην πατρίδα πριν απ’ το τέλος της επόμε­νης χρονιάς.

Με αγάπη, η αδερφή σου Νέτι

Ένα βράδυ σε κρεβάτι η Σουγκ μού ζητάει να της μιλήσω για τη Νέτι. Πώς είναι; Πού βρίσκεται;

Της λέω ότι ο μίστερ___ προσπάθησε να την ξεμυαλίσει. Ότι η Νέτι αρνήθηκε κι αυτός είπε ότι η Νέτι πρέπει να φύγει.

Πού πήγε; ρωτάει.

Δεν ξέρω, λέω. Έφυγε από δω.

Και δεν ξανάχες νέα της; ρωτάει.

Όχι, λέω. Κάθε μέρα, όταν ο μίστερ___ γυρίζει απ’ το γραμματοκι­βώτιο, ελπίζω να ’χω νέα. Μα δεν έρχεται τίποτα. Έχει πεθάνει, λέω.

Η Σουγκ λέει: Λες να ’ναι κάπου που έχουνε παράξενα γραμμα­τόσημα; Το σκέφτεται. Λέει: Μερικές φορές όταν πηγαίνουμε με τον Άλμπερτ σε γραμματοκιβώτιο, υπάρχει ένα γράμμα με πολλά παρά­ξενα γραμματόσημα. Ποτέ δεν λέει κάτι γι’ αυτό, μόνο το βάζει σε εσωτερική του τσέπη. Μια φορά τον ρώτησα αν μπορούσα να ρίξω μια ματιά σε γραμματόσημα και είπε ότι θα μου τα ’δειχνε αργότερα. Δεν το έκανε.

Η Νέτι θα πήγαινε μέχρι την πόλη, λέω. Όλα τα γραμματόσημα είναι ίδια εδώ πέρα. Λευκοί άντρες με μακριά μαλλιά.

Χμμ, λέει η Σουγκ, νομίζω ότι σ’ ένα ήταν μια χοντρή λευκή. Πώς είναι η αδερφή σου η Νέτι; ρωτάει. Έξυπνη;

Θεέ μου, ναι, λέω. Τρομερά ξύπνια. Διάβαζε τις εφημερίδες μόλις άρχισε να μιλάει. Έκανε υπολογισμούς λες κι ήταν το ευκολότερο πράγμα σε κόσμο. Μιλούσε και πολύ καλά. Κι ήταν γλυκιά. Δεν υπήρ­χε πιο γλυκό κορίτσι, λέω. Το ’βλεπες σε μάτια της. Και μ’ αγαπούσε, λέω σε Σουγκ.

Είναι ψηλή ή κοντή; ρωτάει η Σουγκ. Τι φουστάνια τής αρέσει να φοράει; Πότε έχει γενέθλια; Το αγαπημένο της χρώμα; Ξέρει να μα­γειρεύει; Να ράβει; Πώς είναι τα μαλλιά της;

Θέλει να μάθει τα πάντα για τη Νέτι.

Μιλάω τόσο πολύ, που η φωνή μου αρχίζει να σβήνει. Γιατί θέλεις να μάθεις τόσα για τη Νέτι; ρωτάω.

Επειδή είναι ο μόνος άνθρωπος που αγαπάς, λέει, εκτός από μένα.

Αγαπητέ Θεέ,

Ξαφνικά η Σουγκ είναι ξανά όλο γλύκες με τον μίστερ___. Κά­θονται σε σκαλιά, πηγαίνουν σε στέκι του Χάρπο. Περπατάνε παρέα μέχρι το γραμματοκιβώτιο.

Η Σουγκ γελάει συνέχεια μ’ όσα της λέει. Δείχνει τα δόντια και τα βυζιά της με το παραμικρό.

Εγώ κι ο Γκρέιντι προσπαθούμε να φερόμαστε πολιτισμένα. Μα είναι δύσκολο. Όταν ακούω τη Σουγκ να γελάει, θέλω να την πνίξω και να χαστουκίσω τον μίστερ___.

Όλη τη βδομάδα υποφέρω. Ο Γκρέιντι κι εγώ είμαστε τόσο πεσμέ­νοι, που αυτός το ρίχνει σε μαριχουάνα κι εγώ σε προσευχή.

Το Σάββατο το πρωί η Σουγκ αφήνει σε ποδιά μου το γράμμα της Νέτι. Πάνω έχει γραμματόσημα με τη χοντρή βασίλισσα της Αγγλίας και γραμματόσημα με φιστίκια, καρύδες, καουτσουκόδεντρα που γρά­φουνε Αφρική. Δεν ξέρω πού είναι η Αγγλία. Ούτε η Αφρική ξέρω πού είναι. Έτσι, δεν ξέρω ακόμα πού είναι η Νέτι.

Έκρυβε τα γράμματα που ήταν για σένα, λέει η Σουγκ.

Όχι, λέω. Μερικές φορές ο μίστερ___ είναι κακός, μα όχι τόσο.

Η Σουγκ λέει: Ουφ, κι όμως είναι.

Μα γιατί να το κάνει; ρωτάω. Ξέρει ότι η Νέτι είναι ό,τι πιο πολύ­τιμο έχω σε κόσμο.

Η Σουγκ λέει ότι δεν ξέρει, αλλά θα το μάθουμε.

Σφραγίζουμε ξανά το γράμμα και το βάζουμε σε εσωτερική τσέπη του μίστερ___.

Κυκλοφορεί όλη τη μέρα με το γράμμα σε παλτό του. Δεν λέει κουβέντα γι’ αυτό. Μόνο κουβεντιάζει και γελάει με τον Γκρέιντι, τον Χάρπο και τον Σουέιν, και προσπαθεί να μάθει να οδηγάει το αμάξι της Σουγκ.

Τον παρακολουθώ τόσο έντονα, που αρχίζει να με πονάει το κεφά­λι μου. Πριν το καταλάβω στέκομαι πίσω απ’ την καρέκλα του με τη φαλτσέτα του ανοιχτή.

Τότε ακούω τη Σουγκ να γελάει, σαν ν’ άκουσε κάτι πολύ αστείο. Μου λέει: Σου είπα ότι θέλω κάτι για να κόψω την παρωνυχίδα μου, όμως ο Άλμπερτ σκυλιάζει όταν του πειράζουν το ξυράφι.

Ο μίστερ___ κοιτάζει πίσω του. Άσ’ το κάτω, λέει. Μια ζωή οι γυναίκες θέλουν να κόψουνε αυτό και να ξυρίσουνε τ’ άλλο, και στο­μώνουν το ξυράφι.

Η Σουγκ έχει πάρει πια το ξυράφι. Λέει: Έτσι κι αλλιώς δείχνει στομωμένο. Το χώνει ξανά σε κουτί με τα ξυριστικά.

Όλη τη μέρα φέρομαι σαν τη Σοφία. Τραυλίζω. Μουρμουράω. Τρι­γυρνάω παραπατώντας μέσα σε σπίτι, θέλοντας σαν τρελή να σκοτώ­σω τον μίστερ___. Σε μυαλό μου σκοτώνεται με χίλιους δυο τρόπους. Όταν πέφτει το σκοτάδι, δεν μπορώ πια να μιλήσω. Κάθε φορά που ανοίγω το στόμα μου βγαίνει ένα ρεψιματάκι.

Η Σουγκ λέει σε όλους ότι έχω πυρετό και με βάζει σε κρεβάτι. Μπορεί να είναι κολλητικό, λέει σε μίστερ___. Καλύτερα να κοιμη­θείς κάπου αλλού. Όμως, εκείνη μένει δίπλα μου όλο το βράδυ. Δεν κοιμάμαι. Δεν κλαίω. Τίποτα δεν κάνω. Και κρυώνω. Ύστερα από λίγο νομίζω ότι θα πεθάνω.

Η Σουγκ με κρατάει σφιχτά σε αγκαλιά της και μερικές φορές μού μιλάει.

Ένα απ’ τα πράγματα που σιχαινόταν η μάμα μου σ’ εμένα ήταν ότι μ’ άρεσε πολύ να γαμιέμαι, λέει. Δεν της άρεσε ποτέ ό,τι είχε σχέση με αγγίγματα, λέει. Προσπαθούσα να τη φιλήσω και γύριζε το κεφά­λι. Έλεγε: Κόφ’ το, Λίλι. Λίλι είναι το πραγματικό όνομα της Σουγκ. Όμως, είναι τόσο γλυκιά, που όλοι τη φωνάζουν Σουγκ.

Ο μπαμπάς μου ξετρελαινόταν να τον φιλάω και να τον αγκαλιά­ζω, όμως εκείνης δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Όταν λοιπόν γνώρισα τον Άλμπερτ, κι αφού έπεσα σε αγκαλιά του, δεν ξεκολλούσα με τί­ποτα. Άσε που ήταν ωραίο, λέει. Καταλαβαίνεις ότι για να έχω τρία παιδιά με τον Άλμπερτ, έτσι αδύναμος που είναι, δεν μπορεί παρά να ήταν ωραίο.

Όλα μου τα παιδιά τα γέννησα σπίτι. Ήρθε η μαμή, ήρθε ο ιερέας κι ένα σωρό καλές κυρίες απ’ την εκκλησία. Την ώρα που πονάω τόσο πολύ που ’χω ξεχάσει πώς με λένε νομίζουν ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να μου μιλήσουν για τη μετάνοια.

Γελάει. Ήμουνα πολύ ανόητη για να μετανοήσω. Μετά λέει: Αγα­πούσα πάρα πολύ τον Άλμπερτ___.

Δεν έχω όρεξη να πω κουβέντα. Εδώ που είμαι νιώθω γαλήνη. Ηρεμία. Δεν υπάρχει ο Άλμπερτ. Ούτε η Σουγκ. Τίποτα.

Η Σουγκ λέει: Το τελευταίο μωρό έκανε τη ζημιά. Μ’ έδιωξαν. Πήγα να μείνω με την παλαβή αδερφή της μάμα μου σε Μέμφις. Ίδιες είμαστε, έλεγε η μάμα μου. Πίνει, τσακώνεται, λατρεύει τους άντρες όσο τίποτα. Δουλεύει σε ταβέρνα. Μαγειρεύει. Ταΐζει πενήντα άντρες, πηδάει πενήντα πέντε.

Η Σουγκ δεν σταματάει να μιλάει.

Άσε τον χορό, λέει. Κανείς δεν χόρευε σαν τον Άλμπερτ όταν ήταν νέος. Μερικές φορές χορεύαμε μία ώρα. Μετά το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να πάμε κάπου και να ξαπλώσου­με. Και πλάκα. Ο Άλμπερτ απίστευτη πλάκα. Μ’ έκανε συνέχεια να γελάω. Γιατί δεν έχει πλάκα πια; ρωτάει. Γιατί δεν γελάει σχεδόν ποτέ; Γιατί δεν χορεύει; λέει. Θεέ μου, Σίλι, λέει, τι έπαθε ο άντρας που αγάπησα;

Μένει σιωπηλή για λίγο. Μετά λέει: Ξαφνιάστηκα πολύ όταν έμα­θα ότι θα παντρευτεί την Άνι Τζούλια, λέει. Ξαφνιάστηκα τόσο, που δεν με πείραξε. Δεν το πίστεψα. Στο κάτω κάτω, ο Άλμπερτ ήξερε όσο κι εγώ ότι δύσκολα θα έβρισκε έρωτα καλύτερο απ’ τον δικό μας. Δεν γινόταν να ξεπεράσεις τον δικό μας έρωτα. Έτσι πίστευα.

Όμως, είναι αδύναμος, λέει. Ο μπαμπάς του του είπε ότι είμαι ένα σκουπίδι, όπως σκουπίδι ήταν και η μάμα μου. Ο αδερφός του λέει τα ίδια. Ο Άλμπερτ προσπαθεί να μας υπερασπιστεί, αλλά δεν τα κατα­φέρνει. Ένας απ’ τους λόγους που του λένε ότι δεν πρέπει με παντρευ­τεί είναι επειδή έχω παιδιά.

Μα είναι δικά του, λέω σε γέρο μίστερ___.

Και πού το ξέρουμε; ρωτάει.

Η καημένη η Άνι Τζούλια, λέει η Σουγκ. Δεν είχε καμία ελπίδα. Ήμουνα τόσο κακιά, και τόσο παλαβή, Θεέ μου. Κυκλοφορούσα λέ­γοντας δεν με νοιάζει ποια παντρεύτηκε, εγώ θα τον γαμάω. Σταμα­τάει να μιλάει για λίγο. Μετά λέει: Και το ’κανα. Γαμιόμασταν τόσο πολύ όπου βρίσκαμε, που βγάλαμε κακό όνομα σε γαμήσι.

Όμως, γαμούσε και την Άνι Τζούλια, λέει, κι εκείνη δεν ένιωθε τίποτα, ούτε λίγη συμπάθεια. Η οικογένειά της την ξέχασε μόλις πα­ντρεύτηκε. Και μετά άρχισαν να έρχονται ο Χάρπο και τ’ άλλα παιδιά. Κάποια στιγμή άρχισε να πλαγιάζει μ’ αυτόν τον τύπο που την καθά­ρισε. Ο Άλμπερτ την έδερνε. Τα παιδιά την τραβολογούσαν. Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι σκεφτόταν τη στιγμή που πέθαινε.

Ξέρω τι σκέφτομαι εγώ, σκέφτομαι. Τίποτα. Όσο περισσότερο τί­ποτα, τόσο το καλύτερο.

Πήγαινα σχολείο με την Άνι Τζούλια, λέει η Σουγκ. Ήτανε πολύ χαριτωμένη. Κατάμαυρη και με πολύ απαλό δέρμα. Με μεγάλα μαύ­ρα μάτια σαν φεγγάρια. Και γλυκιά. Διάολε, λέει η Σουγκ, εμένα μου άρεσε. Γιατί την πλήγωσα έτσι; Υπήρχαν φορές που κρατούσα τον Άλμπερτ μακριά απ’ το σπίτι του μια ολόκληρη βδομάδα. Η Άνι Τζού­λια ερχόταν και του ζήταγε λεφτά για ν’ αγοράσει φαγητό σε παιδιά.

Νιώθω μερικές σταγόνες σε χέρι μου.

Κι όταν ήρθα εδώ, λέει η Σουγκ, φέρθηκα και σ’ εσένα τόσο άσχη­μα. Σαν να ’σουνα υπηρέτρια. Μόνο και μόνο επειδή ο Άλμπερτ σε παντρεύτηκε. Κι ούτε που τον ήθελα για άντρα μου, λέει. Ποτέ δεν ήθελα τον Άλμπερτ για άντρα μου. Ήθελα μόνο να με διαλέξει, ξέρεις, επειδή το ’χε κάνει ήδη η φύση. Η φύση είχε πει: Εσείς οι δυο θα ’στε μαζί, γιατί είσαστε καλό παράδειγμα πώς πρέπει να ’ναι τα πράγματα. Δεν μπορούσα να δεχτώ τίποτ’ άλλο. Όμως, ό,τι καλό υπήρχε μεταξύ μας μάλλον είχε να κάνει μόνο με τα σώματά μας, λέει. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Άλμπερτ που δεν χορεύει, που σχεδόν δεν γελάει, που δεν μιλάει ποτέ για τίποτα, που σε δέρνει και κρύβει τα γράμματα της αδερφής σου, της Νέτι. Ποιος είν’ αυτός;

Δεν έχω ιδέα, σκέφτομαι. Και χαίρομαι γι’ αυτό.

Αγαπητέ Θεέ,

Απ’ τη στιγμή που έμαθα ότι ο Άλμπερτ κρύβει τα γράμματα της Νέτι, ξέρω ακριβώς πού είναι. Στο μπαούλο του. Όσα πράγματα είναι σημαντικά για τον Άλμπερτ είναι στο μπαούλο του. Το έχει κλειδωμέ­νο, όμως η Σουγκ μπορεί να πάρει το κλειδί.

Ένα βράδυ που ο μίστερ___ και ο Γκρέιντι λείπουν ανοίγουμε το μπαούλο. Βρίσκουμε πολλά εσώρουχα της Σουγκ, μερικές πρόστυχες φωτογραφίες και βαθιά κάτω από τον καπνό του τα γράμματα της Νέτι. Ολόκληρα πακέτα. Κάποια χοντρά, άλλα λεπτά. Κάποια ανοιγ­μένα, άλλα όχι.

Τι θα κάνουμε; ρωτάω τη Σουγκ.

Λέει: Είναι απλό. Θα βγάλουμε τα γράμματα απ’ τους φακέλους και θα αφήσουμε τους φακέλους στη θέση τους. Έτσι κι αλλιώς δεν νομίζω να πολυψάχνει σ’ αυτή τη γωνιά του μπαούλου, λέει.

Ανάβω τη στόφα και βάζω τον βραστήρα. Ανοίγουμε με τον ατμό τους φακέλους και τελικά έχουμε όλα τα γράμματα στο τραπέζι. Μετά βάζουμε ξανά τους φακέλους στο μπαούλο.

Θα τα βάλω σε κάποια σειρά, λέει η Σουγκ.

Ναι, λέω, αλλά ας μην το κάνουμε εδώ, πάμε στο δωμάτιο που μένεις με τον Γκρέιντι.

Σηκώνεται και πάμε στο δωματιάκι τους. Η Σουγκ κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι μ’ όλα τα γράμματα της Νέτι απλωμένα γύρω της κι εγώ στο κρεβάτι με τα μαξιλάρια πίσω απ’ την πλάτη μου.

Αυτά είναι τα πρώτα, λέει η Σουγκ. Σύμφωνα με την ημερομηνία.

Αγαπημένη μου Σίλι, λέει το πρώτο γράμμα,

Πρέπει να παλέψεις και να ξεφύγεις από τον Άλμπερτ. Είναι κακός.

Όταν έφυγα απ’ το σπίτι σας, με τα πόδια, με ακολούθησε καβάλα στο άλογο. Αφού απομακρύνθηκα αρκετά απ’ το σπίτι, με πρόλαβε και προσπάθησε να μου πιάσει κουβέντα. Ξέρεις τι λέει, είσαι πολύ όμορφη, μις Νέτι, κι άλλα τέτοια. Προσπάθησα να τον αγνοήσω και ν’ ανοίξω το βήμα μου, όμως ο μπόγος μου ήταν βαρύς κι έκανε πολ­λή ζέστη. Ύστερα από λίγο έπρεπε να ξεκουραστώ και τότε κατέβη­κε απ’ το άλογο και προσπάθησε να με φιλήσει και να με τραβήξει προς το δάσος.

Λοιπόν, άρχισα να παλεύω μαζί του και με τη βοήθεια του Θεού κατάφερα να τον χτυπήσω όσο έπρεπε για να μ’ αφήσει ήσυχη. Όμως, έγινε έξαλλος. Είπε ότι γι’ αυτό που έκανα δεν θα ξανάχω ποτέ νέα σου, ούτε εσύ δικά μου.

Ήμουνα τόσο θυμωμένη, που έτρεμα.

Τέλος πάντων, κατάφερα να φτάσω στην πόλη με την άμαξα κά­ποιου. Ο ίδιος άνθρωπος μου ’δειξε πώς να πάω στο σπίτι του αιδε­σιμότατου μίστερ___. Και δεν φαντάζεσαι την έκπληξή μου όταν την πόρτα άνοιξε ένα κοριτσάκι που είχε τα μάτια σου στο προσωπάκι του.

Με αγάπη, Νέτι