«Ο Τεντ Μακέι ήταν έτοιμος να ρίξει μια σφαίρα στον κρόταφο, όταν άρχισε να χτυπάει επίμονα το κουδούνι της πόρτας».
Nikos Grigoriadis
Σκοτεινή ύλη του Blake Crouch
«Λατρεύω τα βράδια της Πέμπτης. Έχουν μια αίσθηση ότι βρίσκονται πέρα από τον χρόνο. Είναι η παράδοσή μας: οι τρεις μας, μόνοι μας, μια οικογενειακή νύχτα. Ο γιος μου ο Τσάρλι κάθεται στο τραπέζι και ζωγραφίζει σε ένα μπλοκ ζωγραφικής. Είναι σχεδόν δεκαπέντε. Ψήλωσε πέντε εκατοστά το καλοκαίρι και με έχει φτάσει πια στο ύψος. Γυρίζω το κεφάλι από το κρεμμύδι που ψιλοκόβω και τον ρωτάω:
Η συντέλεια του κόσμου της Τζέννυ Έρπενμπεκ
«Ο Κύριος έδωκε και ο κύριος αφήρεσεν, της είχε πει η γιαγιά της στην άκρη του λάκκου. Αλλά δεν ήταν αλήθεια αυτό, γιατί ο Κύριος είχε αφαιρέσει πολύ περισσότερα απ’ όσα υπήρχαν-κι όλα όσα θα μπορούσαν να είχανε γίνει απ’ το παιδί κείτονταν τώρα εκεί κάτω κι έπρεπε να τα σκεπάσει το χώμα. Τρεις χούφτες χώμα, και το μικρό κορίτσι, που βγαίνει τρέχοντας απ’ το σπίτι με τη σάκα του στην πλάτη, το σκέπασε το χώμα, η σάκα τραμπαλίζεται πάνω κάτω, ενώ εκείνο όλο και απομακρύνεται· τρεις χούφτες χώμα, και η δεκάχρονη που παίζει πιάνο με χλομά δάχτυλα κειτότανε εκεί· τρεις χούφτες, και η έφηβη που την κοιτάζουνε οι άντρες επειδή τα μαλλιά της λάμπουνε τόσο χαλκοκόκκινα θάφτηκε ζωντανή· τρεις φορές ρίξανε χώμα, και η μεγάλη γυναίκα που θα της είχε πάρει, όταν θα είχε αρχίσει και η ίδια να γίνεται αργή, ένα εργόχειρο απ’ τα χέρια με τα λόγια: αχ, μάνα, κι εκείνη αργά