«Η Σαμάνθα Μπόιντ πέρασε κάτω από την ασταθή μπάρα της αστυνομίας και σήκωσε το βλέμμα στο άγαλμα της Θέμιδας που έστεκε στην κορυφή του διαβόητου δικαστηρίου του Λονδίνου Ολντ Μπέιλι. Αν και προοριζόταν να αποτελεί σύμβολο δύναμης και ακεραιότητας, η Σαμάνθα την έβλεπε τώρα ως αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: μια πλανημένη, απελπισμένη γυναίκα, έτοιμη να σωριαστεί στο πεζοδρόμιο παραπαίοντας. Πολύ ταιριαστό που το μαντίλι που έδενε τα μάτια των ομοίων της ανά τον κόσμο είχε παραλειφθεί· γιατί η “τυφλή δικαιοσύνη” ήταν μια ιδέα αφελής, ιδίως όταν είχε να κάνει με ζητήματα όπως ο ρατσισμός ή η διαφθορά της αστυνομίας».
Ετικέτα: ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Ποτέ και Πουθενά του Neil Gaiman
«Η νύχτα, πριν πάει στο Λονδίνο, δεν ήταν διασκεδαστική για τον Ρίτσαρντ Μέιχιου. Το βράδυ είχε αρχίσει μια χαρά: είχε διαβάσει τις αποχαιρετιστήριες κάρτες, τον είχαν αγκαλιάσει αρκετές νεαρές κυρίες από τον φιλικό του κύκλο, κυρίες που δεν θα τις έλεγες άσχημες, είχε ακούσει τις συνηθισμένες προειδοποιήσεις για τους κινδύνους και τις παγίδες του Λονδίνου, είχε χαρεί με την άσπρη ομπρέλα που είχα πάνω της τον χάρτη του λονδρέζικου μετρό, που οι φίλοι του είχαν μαζέψει λεφτά και το είχαν αγοράσει·
[…]
Τελευταία Έξοδος του Federico Axat
«Ο Τεντ Μακέι ήταν έτοιμος να ρίξει μια σφαίρα στον κρόταφο, όταν άρχισε να χτυπάει επίμονα το κουδούνι της πόρτας».
Σκοτεινή ύλη του Blake Crouch
«Λατρεύω τα βράδια της Πέμπτης. Έχουν μια αίσθηση ότι βρίσκονται πέρα από τον χρόνο. Είναι η παράδοσή μας: οι τρεις μας, μόνοι μας, μια οικογενειακή νύχτα. Ο γιος μου ο Τσάρλι κάθεται στο τραπέζι και ζωγραφίζει σε ένα μπλοκ ζωγραφικής. Είναι σχεδόν δεκαπέντε. Ψήλωσε πέντε εκατοστά το καλοκαίρι και με έχει φτάσει πια στο ύψος. Γυρίζω το κεφάλι από το κρεμμύδι που ψιλοκόβω και τον ρωτάω:
Το μυστικό νερό της Ιωάννας Μπουραζοπούλου
«Μέσα στο σκοτάδι που τον περιέβαλλε, ο Ριάλδης αισθανόταν την παρουσία του Μερμετούλη κι ας μην μπορούσε να τον δει. Μπορούσε όμως να μυρίσει την καμπούρα του, η οποία ανέδυε πάντα μια βαριά μυρωδιά, σαν φύλλα σαπισμένα από την υγρασία. Πώς βρέθηκε δεμένος με λουριά σε τούτο το στενό ιατρικό κρεβάτι; Δεν θυμόταν τίποτε απολύτως. Ένιωθε ένα έντονο κάψιμο στο δέρμα του, πίσω από το αριστερό αυτί. Μια οδοντιατρική λάμπα άναψε ξαφνικά, εστίασε στο πρόσωπό του και τον τύφλωσε. Ο Μερμετούλης έσκυψε από πάνω του κρατώντας μια μακριά λαβίδα, ενώ οι κόρες των ματιών του διαστέλλονταν και συστέλλονταν ασταμάτητα. Τη μια στιγμή κάλυπταν όλο το ασπράδι του βολβού και την άλλη γίνονταν μικροσκοπικές, σαν το κεφαλάκι της καρφίτσας. Η λαβίδα έστριψε προσεκτικά το λοβό του Ριάλδη. “Διακρίνω ένα μπλε σημάδι πίσω από το αριστερό σας αυτί, υποκόμη μου” μουρμούρισε ο Μερμετούλης. “Δεν είναι μεγαλύτερο από λίγα τετραγωνικά εκατοστά και έχει σχήμα ιππόκαμπου. Μήπως έχετε γεννηθεί στον αστερισμό της Παρθένου;”».
Η Κλάρα στο μισοσκόταδο του Χοσέ Κάρλος Σομόθα
«Η ΕΦΗΒΗ ΣΤΕΚΕΙ ΓΥΜΝΗ πάνω σ’ ένα βιβλίο. Η επίπεδη κοιλιά και η σκοτεινή έλλειψη του αφαλού είναι στο ύψος των ματιών μας. Κρατά το πρόσωπο γερτό, το βλέμμα χαμηλωμένο, το ένα χέρι μπροστά στην ήβη, το άλλο στο γοφό, τα γόνατα ενωμένα και κάπως λυγισμένα. Είναι βαμμένη σε φυσική σιένα και ώχρα. Σκιές σε ψημένη σιένα ανυψώνουν τα στήθη και διαγράφουν τις λαγόνες και τη σχισμή. Δεν είναι σωστό να λέμε “σχισμή” γιατί μιλάμε για ένα έργο τέχνης, βλέποντάς την όμως, μόνο αυτό μας έρχεται στο μυαλό. Είναι μια ελάχιστη και κάθετη σχισμή, δίχως ίχνος χνούδι. Κάνουμε το γύρο του βάθρου και ατενίζουμε τη φιγούρα από τα νώτα. Οι μαυρισμένοι γλουτοί αντανακλούν κόκκους φωτός. Αν απομακρυνθούμε, η ανατομία της μας φαίνεται πιο αθώα. Μικρά λευκά άνθη σκεπάζουν τα μαλλιά της. Στα πόδια της υπάρχουν περισσότερα άνθη – μια λιμνούλα από γάλα. Ακόμα κι από αυτήν την απόσταση, εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε την τόσο ιδιάζουσα μυρωδιά που αναδίδει, σαν δάσος αρωματισμένο από τη βροχή. Κοντά στην ταινία ασφαλείας, ένα ανάλογο με τον τίτλο σε τρεις γλώσσες: “Ξεπαρθένεμα”».
Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο της Shirley Jackson
«ΜΕ ΛΕΝΕ ΜΕΡΙ ΚΑΘΡΙΝ ΜΠΛΑΚΓΟΥΝΤ. Είμαι δεκαοχτώ χρονών και ζω με την αδελφή μου, την Κόνστανς. Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι με λίγη τύχη θα μπορούσα να είχα γεννηθεί λυκάνθρωπος, επειδή τα δυο μεσαία δάχτυλα των χεριών μου έχουν το ίδιο μήκος, αλλά έπρεπε να αρκεστώ σε ό,τι είχα. Αντιπαθώ το μπάνιο, τα σκυλιά και τη φασαρία. Συμπαθώ την αδελφή μου την Κόνστανς, τον Ριχάρδο της Υόρκης και το Amanita Phalloides, το μανιτάρι θανατίτη. Όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου έχουν πεθάνει».
Η τζαζ του δολοφόνου του Ray Celestin
«Αξιότιμε Θνητέ:
Δεν με έχουν πιάσει ποτέ ούτε και πρόκειται να με πιάσουν. Δεν με έχουν δει ποτέ, εφόσον είμαι αόρατος, ομοιόμορφος σαν τον αιθέρα που περιβάλλει τη γη σας. Δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, αλλά πνεύμα και δαίμονας από την πιο καυτή Κόλαση. Είμαι αυτός που εσείς, οι κάτοικοι της Ορλεάνης, και η ανόητη αστυνομία σας αποκαλούν Πελεκητή».
Μετά τα μεσάνυχτα της Daphne du Maurier
«Μην κοιτάξεις», είπε ο Τζον στη γυναίκα του, «αλλά δυο τραπέζια πιο πέρα κάθονται δύο γεροντοκόρες που προσπαθούν να με υπνωτίσουν».
Ο Κάφκα στην ακτή του Χαρούκι Μουρακάμι
«Ψάχνεις για λεφτά λοιπόν»; το αγόρι που το έλεγαν Κρόου ρωτάει με τη χαρακτηριστική αργόσυρτη φωνή του. Το είδος της φωνής που έχεις το πρωί, αγουροξυπνημένος, με στόμα ακόμα μουδιασμένο και στεγνό. Εκείνος όμως προσποιείται. Είναι εντελώς ξύπνιος, όπως πάντα. Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά. «Πόσα;» Κάνω τους υπολογισμούς με τον νου μου. «Γύρω στις 400.000 γεν σε μετρητά, συν τα χρήματα που μπορώ να σηκώσω από το μηχάνημα αυτόματης ανάληψης. Ξέρω πως δεν είναι πολλά, αλλά πρέπει να είναι αρκετά. Προς το παρόν».