Γιατί γράφετε; Ποιες είναι οι συγγραφικές σας εμμονές;
Δεν έχω συγγραφικές εμμονές – ή έτσι νομίζω, τουλάχιστον! Όσο για το γιατί γράφω, θα δανειστώ, παραφράζοντάς τα, τα λόγια ενός εκ των ηρώων του «Σπιτιού» για την καλλιτεχνική δημιουργία εν γένει: δημιουργούμε στην (ανεπίγνωστη) προσπάθειά μας να αρνηθούμε την εφήμερη φύση μας, στον αγώνα μας να αρθούμε πάνω από τον πόνο και την οδύνη της ύπαρξης μέσω της Ομορφιάς. Δημιουργούμε, επίσης, για να μάθουμε και να μοιραστούμε. Το θαυμαστό είναι ότι αυτή η μυστηριώδης, λυτρωτική δύναμη της τέχνης μπορεί να γίνει αντιληπτή από ένα παιδί, αν αυτό εκτεθεί στη σαγήνη της, και να «σφραγίσει» την αντίληψή του για τη ζωή από πολύ τρυφερή ηλικία.
Αγαπημένη σας πρώτη γραμμή σε βιβλίο; Αγαπημένο τέλος;
Δεν έχω αγαπημένη πρώτη γραμμή. Έχω όμως τελευταίες γραμμές που δεν ξέχασα ποτέ (διαβασμένες όλες σε νεαρή ηλικία, τότε που ό,τι σε αγγίζει βαθιά εγγράφεται μέσα σου για πάντα):
«Στο τέλος υπέστη το θάνατο, τον δύσκολο θάνατο» («Νιλς Λυν», Γιενς Γιάκομπσεν).
«Κι όμως, πριν πέσει η νύχτα, εγώ είχα ζήσει πάρα πολύ, για να δω να χάνεται ο τελευταίος των Μοϊκανών» («Ο τελευταίος των Μοϊκανών», Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ).
«Στον άνθρωπο που, βασισμένος σε τούτη την αναφορά, θα εφεύρει μια μηχανή ικανή να συγκεντρώνει τις σκόρπιες παρουσίες, θα απευθύνω μια έκκληση: Ψάξε μας, την Φαουστίν και μένα, κάνε με να μπω στον ουρανό της συνείδησης της Φαουστίν. Θα είναι μια πράξη ελέους» («Η Εφεύρεση του Μορέλ», Αντόλφο Μπιόϋ Κασάρες).
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατακτήσει ένας συγγραφέας είναι η ελευθερία του, η αποδέσμευση από οποιοδήποτε “πρέπει”, η αδιαμεσολάβητη επαφή με τη “συγγραφική καρδιά” του.
Διδάσκεται η γραφή; Tι συμβουλές θα δίνατε σε έναν νέο συγγραφέα;
Δεν έχω παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής, οπότε δεν έχω προσωπική εμπειρία. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι ένας καλός δάσκαλος μπορεί να διδάξει πολλά σε κάποιον που θέλει να γράψει λογοτεχνία – αυτά όμως δεν θα αρκούσαν για να τον κάνουν συγγραφέα. Η συγγραφή της λογοτεχνίας είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ολοκλήρωση ενός καλά οργανωμένου πλάνου γραφής ενός κειμένου με σωστή γλώσσα, στέρεη δομή και ενδιαφέρον θέμα. Κατά τη γνώμη μου, το σχολείο που έχουν τελειώσει εν αγνοία τους όλοι οι καλοί συγγραφείς, όταν έρχεται η ώρα να γράψουν το πρώτο τους βιβλίο, είναι η πολύχρονη τριβή με τη λογοτεχνία μέσω της ανάγνωσης και η σχέση αγάπης με τα βιβλία– κάτι που δεν μπορείς να αποκτήσεις εκ των υστέρων από καμία σχολή.
Θα παρότρυνα έναν νέο συγγραφέα να γράψει για αυτά που θεωρεί ο ίδιος απολύτως σημαντικά, τις ιστορίες που κουβαλά ήδη μέσα του, μένοντας μακριά από τις «σειρήνες» οποιασδήποτε επικαιρότητας – πολιτικής, κοινωνικής, λογοτεχνικής κλπ. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατακτήσει ένας συγγραφέας είναι η ελευθερία του, η αποδέσμευση από οποιοδήποτε “πρέπει”, η αδιαμεσολάβητη επαφή με τη «συγγραφική καρδιά» του. Κατόπιν, να ξεχάσει τελείως τα λεγόμενα «εμπορικά κριτήρια», την αγορά, αλλά και κάθε φιλοδοξία να αλλάξει τη λογοτεχνία με το πρώτο του βιβλίο. Να προσπαθήσει απλά να διηγηθεί όσο πιο καλά μπορεί την ιστορία του. Για να το επιτύχει, θα πρέπει να είναι ταπεινός απέναντι στο κείμενο, να το αγαπήσει και να το φροντίσει λέξη – λέξη, αφιερώνοντάς του όσο χρόνο χρειάζεται για να μεγαλώσει και να γίνει όμορφο – θα πρέπει να ζήσει μαζί του. Να μη διστάσει επίσης να μοιραστεί την περιπέτειά του: η ύπαρξη ενός ή περισσότερων έμπιστων συνομιλητών κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου είναι πολύτιμη στα πρώτα βήματα ενός συγγραφέα (και συνεχίζει να είναι πολύτιμη και στη συνέχεια!)
Επηρεάζει η πόλη και οι συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτήν στη συγγραφική δημιουργία; Πώς σας επηρέασε το Χαλ και πώς σας επηρεάζει η Αθήνα;
Οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει και να εμπνεύσει έναν συγγραφέα – είναι άγνωστος όμως ο μηχανισμός που μετατρέπει μια εμπειρία σε ιστορία ή επεισόδιο που μπορεί να αξιοποιηθεί λογοτεχνικά. Το Χαλ είχε πάνω μου μια επίδραση που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει ο τόπος καταγωγής και πολύχρονης διαμονής: εξαιρετικής δύναμης εντυπώσεις, πρωτόγνωρες εμπειρίες, μια συνθήκη ζωής απολύτως καινούργια, που δεν πρόλαβε να γίνει οικεία και να «φθαρεί». Οι δεκαπέντε μήνες που έζησα στο Χαλ επενέργησαν σαν συναισθηματική και πνευματική καταιγίδα, αφήνοντάς με να καταλάβω από τότε ότι θα αποφέρουν, αργά ή γρήγορα, λογοτεχνικούς καρπούς.
Είναι συναρπαστικό να «δανείζεις» την αίσθηση ενός μαγικού πρωινού που βίωσες στα είκοσι τρία σου χρόνια σε μια ηλικιωμένη Αγγλίδα ταξιθέτρια που ζει ολομόναχη σε μια παρηκμασμένη πόλη της Β. Αγγλίας!
Σας δυσκολεύει πιο πολύ η μικρή ή η μεγάλη φόρμα;
Δεν έχω αποπειραθεί να δουλέψω σε μεγάλη φόρμα, έχω καταπιαστεί μόνο με τη συγγραφή διηγημάτων και μιας νουβέλας. Νομίζω όμως ότι οι ιστορίες που έχω να διηγηθώ είναι ιστορίες που αναπνέουν καλύτερα στα όρια του διηγήματος ή της νουβέλας – μετά βίας, ίσως, στο πλαίσιο ενός μικρού μυθιστορήματος. Δεν με γοητεύει η πολύ μικρή φόρμα (η αφήγηση θέλει τον χρόνο της, ο αναγνώστης πρέπει να προλάβει να «βιώσει» την ιστορία), ενώ, προσώρας, μου μοιάζει ανοίκεια η φόρμα μιας εκτενούς, πολυπρόσωπης σύνθεσης. Σε κάθε περίπτωση, τη φόρμα την επιλέγει η ίδια η ιστορία και ο συγγραφέας, εάν και εφόσον αποφασίσει να τη γράψει, θα αναμετρηθεί μαζί της όποια κι αν είναι.
Στις «Ιστορίες του Χάλ» τη μελαγχολία και τη μοναξιά φωτίζουν πάντα οι άλλοι. Υπήρχε σε κάποια από τις Ιστορίες σας κάτι έντονα αυτοβιογραφικό, που σας παρακίνησε να ασχοληθείτε στη συλλογή αυτή διηγημάτων με το θέμα αυτό;
Οι ιστορίες έρχονται και μας βρίσκουν. Το χρέος του συγγραφέα είναι να τις αναγνωρίσει, να τις υποδεχθεί και να τις φροντίσει, ώστε να μείνουν ζωντανές μέχρι να βρει τον τρόπο και τον χρόνο να τις δουλέψει, προκειμένου να έρθουν κάποια στιγμή στο φως. Και οι τρεις αφηγήσεις των «Ιστοριών του Χαλ» είναι προϊόν μυθοπλασίας. Οι ήρωές τους είναι πρόσωπα επινοημένα από τον συγγραφέα. Τα συναισθήματα όμως όλων των προσώπων είναι, λιγότερο ή περισσότερο, βιωμένα από τον συγγραφέα του βιβλίου. Είναι συναρπαστικό να «δανείζεις» την αίσθηση ενός μαγικού πρωινού που βίωσες στα είκοσι τρία σου χρόνια σε μια ηλικιωμένη Αγγλίδα ταξιθέτρια που ζει ολομόναχη σε μια παρηκμασμένη πόλη της Β. Αγγλίας! Μέχρι στιγμής, αυτός είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τη συνθήκη της δημιουργίας: να αναπτύσσω και να ολοκληρώνω ιστορίες που γέννησε το υποσυνείδητό μου, να δίνω υπόσταση και ζωή, με τη δύναμη της φαντασίας, σε πρόσωπα που αναδύθηκαν αιφνιδιαστικά επιθυμώντας να ζήσουν, προικίζοντάς τα με βιωμένα συναισθήματα, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αυθεντικότητα και τη δύναμη της ιστορίας.
Το μυθιστόρημά σας «Το σπίτι» φλερτάρει με το μυστήριο και τη φαντασία, περιέχοντας στοιχεία και από τις δύο αυτές κατηγορίες. Επίσης, είναι σα να λέει στον αναγνώστη ότι η γραφή είναι τρόπον τινά «επικίνδυνη». Είναι όντως «επικίνδυνη» η γραφή λόγω της αφιέρωσης ζωής που απαιτεί και της κατάθεσης ψυχής και μάλιστα με αβέβαιο αποτέλεσμα;
To «Σπίτι» διαλέγεται ανοιχτά με τις ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, ικανοποιώντας έτσι μια παλιά μου επιθυμία, αποτίοντας ταυτόχρονα φόρο τιμής σε λογοτεχνικά είδη που έχω πολύ αγαπήσει. Φιλοδοξεί επίσης να είναι ένα βιβλίο για τα «πάθη της δημιουργίας», και, ειδικότερα, για την εμπειρία της συγγραφής ως συνάντηση με ένα ιδεώδες: ο Νίκος Βελισάρης φτάνει στη λογοτεχνία εκπληρώνοντας έναν σκοπό ζωής, πραγματώνοντας ένα ιδανικό. Κάθε λογοτεχνική διαπραγμάτευση μιας τέτοιας «συνάντησης» δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβει και τη σκοτεινή πλευρά αυτής της εμπειρίας, που ενυπάρχει πάντα, εγγενώς θα έλεγε κανείς, σε αυτά τα λίγα, μεγάλα ραντεβού που αλλάζουν τη ζωή μας. Και, σε αυτή την περίπτωση, τουλάχιστον για το «Σπίτι», οι τρόποι του φανταστικού και της αλληγορίας αποδείχθηκαν οι πιο εύγλωττοι, οι πιο αποδοτικοί.
Οι «Ιστορίες της Φουρβιέρ» είναι το βιβλίο που γράφει ο ήρωάς σας, o Βελισάρης, στο μυθιστόρημα. Μήπως τελικά στο βιβλίο σας μας περιγράφετε τις αγωνίες που βιώσατε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του πρώτου σας βιβλίου;
Το «Σπίτι» όντως γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες των «Ιστοριών του Χαλ». Η πρώτη, καθοριστική εμπειρία της γραφής (με τις αγωνίες αλλά και τις χαρές της), είναι αυτή που οδήγησε στη δημιουργία του υδραίικου αρχοντικού και των ηρώων του – αφήνοντας όμως, όπως είπαμε και παραπάνω, μεγάλο χώρο στη φαντασία, προκειμένου να επιτελέσει τον πολύτιμο ρόλο της!
Στο «Σπίτι» υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές σε βιβλία. Αναφέρετε για παράδειγμα τον βιβλιοπώλη Μέλμοθγλου, νύξη για το «Μέλμοθ o περιπλανώμενος», τον γάτο Μέλκορ από το σύμπαν του Τόλκιν, ενώ αλλού αναφέρετε τον Bjornstad, τον Λόντον, την Έμιλυ Μπροντέ, τον Παδούρα, το Λόρκα, τον Μπόρχες, τον Ντίκενς, τον Θερβάντες, τον Τσβάιχ και την Πέρλ Μπάκ. Είναι οι συγγραφείς που σας «έκαναν» συγγραφέα;
Οι περισσότεροι από αυτούς – αλλά και πολλοί άλλοι, που δεν μνημονεύονται στις σελίδες του «Σπιτιού». Από ένα τέτοιο βιβλίο, μια «ομολογία πίστης στη λογοτεχνία», δεν θα μπορούσαν να λείπουν αυτές οι ευφρόσυνες, ζείδωρες αναφορές, οι οποίες αποτελούν και οργανικό, αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης. Το αν αυτό έγινε με επιτυχία, θα το κρίνει, βέβαια, ο αναγνώστης.
Στο «Σπίτι» η έμπνευση για το βιβλίο που γράφει ο ήρωας έρχεται ξαφνικά σαν όραμα, ενώ αυτός περπατάει στο νησί. Υπάρχει η «έμπνευση» και αν ναι, έρχεται τόσο ξαφνικά, όπως στον ήρωά σας;
Κάθε δημιουργός μπορεί να μιλήσει μόνο για τη δική του εμπειρία. Σε ό,τι με αφορά, η απάντηση στο ερώτημά σας είναι «ναι»: η κεντρική εικόνα που βρίσκεται στην καρδιά κάθε ιστορίας που έχω γράψει, έχει προκύψει έτσι, σχεδόν σαν όραμα, σε ανύποπτη στιγμή. Γι’ αυτό και θεωρώ τη σχετική περιγραφή, στις σελίδες 62-65 του «Σπιτιού», κύρια σκηνή του έργου. Ξεχωρίζω επίσης και μια άλλη κατάσταση έμπνευσης (που περιγράφεται και αυτή στη σελίδα 71 της νουβέλας): είναι, κάθε φορά, η στιγμή που ο συγγραφέας, παραμερίζοντας οποιαδήποτε άλλη σκέψη και έγνοια της καθημερινότητας, σε απόλυτη εγρήγορση, νοιώθει όλη του την ύπαρξη συντονισμένη στους παλμούς της ιστορίας του – η στιγμή που «επιθυμεί μόνο να γράψει». Συνήθως αυτές, όταν προκύπτουν, είναι οι αποδοτικότερες ώρες. Βεβαίως, όποια κι αν είναι η παραγωγικότητα των ωρών αυτών, αμέσως μετά ακολουθεί η επίπονη εργασία, οι ατέλειωτες ώρες επεξεργασίας του κειμένου που έχει προκύψει.
Ποια βιβλία σας συντροφεύουν αυτή την περίοδο; Ποια σκοπεύετε να διαβάσετε;
Αυτό τον καιρό διαβάζω την «Επινόηση της μοναξιάς» του Πολ ‘Οστερ, το «Σαν μυθιστόρημα» του Γιάννη Κιουρτσάκη, τα «Πιστοποιητικά θνητότητας» του Γιώργου Θεοχάρη και το «Πατέρες και Γιοί» του Ιβάν Τουργκένιεφ. Στη σειρά περιμένουν οι «Χυδαίες ορχιδέες» της ΄Ελενας Μαρούτσου, το «Πικρούτσικα, πικρούτσικα» του Θάνου Κάππα, τα «Εμφύλια πάθη» των Καλύβα-Μαραντζίδη και η βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα («Ποίηση και πολεμική») της Αθηνάς Βογιατζόγλου.
Πείτε μας δυο λόγια για το επόμενο βιβλίο σας.
Θα είναι επίσης διαφορετικό, αν και θα έχει, αναπόφευκτα, κοινά σημεία με τα δύο προηγούμενα. Πρόκειται για μια ιστορία που δουλεύω στο μυαλό μου – και ενίοτε στο χαρτί ή τον υπολογιστή, κρατώντας σημειώσεις – τα τελευταία περίπου οκτώ χρόνια. Πιθανότατα, θα λάβει τη μορφή μιας εκτενούς νουβέλας – αλλά αυτό θα φανεί όταν έρθει η ώρα της συγγραφής.