«Ο βασιλιάς στεκόταν λουσμένος στο γαλάζιο φως· σαλεμένος. Ήταν η 4η πράξη του Βασιλιά Ληρ, μια χειμωνιάτικη νύχτα, στο Θέατρο Έλγκιν, στο Τορόντο. Νωρίτερα το απόγευμα, την ώρα που έμπαιναν οι θεατές, τρία κοριτσάκια έπαιζαν χτυπώντας παλαμάκια στη σκηνή-οι κόρες του Ληρ σε παιδική ηλικία, που τώρα είχαν επιστρέψει ως παραισθήσεις στη σκηνή της τρέλας. Ο βασιλιάς παραπατούσε και άπλωνε τα χέρια να τις πιάσει, καθώς εκείνες μπαινόβγαιναν στις σκιές. Το όνομά του ήταν Άρθουρ Λιάντερ. Ήταν πενήντα ενός ετών και είχε λουλούδια στα μαλλιά.»
Ξεχάστε τον κόσμο που ζούμε. Ξεχάστε τον πολιτισμό μας. Ξεχάστε τη ζωή σας όπως τη ζείτε σήμερα. Ο ιός της Γεωργίας αφανίζει το 99% του πληθυσμού της Γης συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Δεν υπάρχει ηλεκτρικό, καύσιμα, τρόφιμα, μέσα μαζικής μεταφοράς, διαδίκτυο, ρούχα και ό,τι θεωρούμε αναγκαίο για να ζούμε. Οι πόλεις επίσης δεν υπάρχουν. Στη θέση τους υπάρχουν μικρές κοινότητες ανθρώπων που έχουν εγκατασταθεί σε αεροδρόμια ή σε μεγάλα εμπορικά κέντρα. Αυτές είναι οι νέες πόλεις. Οι κάτοικοί τους, φοβισμένοι απ’ το κακό που έχει εξολοθρεύσει σχεδόν όλον τον κόσμο, είναι επιφυλακτικοί σε κάθε περιπλανώμενο που έτυχε να μείνει ζωντανός. Χωρίς το περίβλημα του πολιτισμού, χωρίς την απαραίτητη για την συμβίωση ευγένεια, ο κάθε ένας από τους ζωντανούς βγάζει τον αληθινό του εαυτό. Ο χρόνος αρχίζει να μετράει από το μηδέν.
«Τη Μέρα Επτά οι τηλεοπτικοί σταθμοί άρχισαν να κλείνουν, ο ένας μετά τον άλλον. «Για να είναι όλοι οι υπάλληλοί μας με τις οικογένειές τους», είπε ένας παρουσιαστής του CNN, χλομός και με μάτια που γυάλιζαν μετά από σαράντα οχτώ ώρες αϋπνίας, «προς τον παρόν αναστέλλουμε τη μετάδοση». «Καληνύχτα», είπε το NBC μια ώρα αργότερα, «και καλή τύχη». Τo CBS το γύρισε χωρίς σχόλια στις επαναλήψεις του Αμερική, Έχεις Ταλέντο. Αυτό έγινε στις πέντε το πρωί και όσοι ήταν ξύπνιοι είδαν μερικές ώρες – ήταν ωραία να μπορείς να κάνεις ένα μικρό διάλειμμα από το τέλος του κόσμου- και μετά, νωρίς το μεσημέρι τα φώτα έσβησαν.»
Το βιβλίο ξεκινάει με έναν γνωστό ηθοποιό, τον Άρθουρ Λίαντερ, να παίζει Βασιλιά Ληρ στο Τορόντο. Ο Άρθουρ πεθαίνει από καρδιακή προσβολή επί σκηνής και ένας νεαρός δημοσιογράφος, ο Τζίβαν, του παρέχει τις πρώτες βοήθειες. Ένα από τα παιδιά που συμμετέχουν στην παράσταση είναι η Κίρστεν, την οποία θα δούμε και στη συνέχεια, ως νεαρή ηθοποιό να συμμετέχει στην Περιπλανώμενη Συμφωνία, μια ομάδα ηθοποιών και μουσικών, που περιοδεύει στους διάφορους οικισμούς, ανεβάζοντας Σαίξπηρ, αφού «η επιβίωση δεν είναι αρκετή».
Η ικανότατη νεαρή συγγραφέας καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη στον κόσμο της και -πράγμα σχεδόν αδύνατο στα δυστοπικά μυθιστορήματα- να τον βάλει, με τις δυνατές περιγραφές της, στη θέση των ηρώων της.
«Τη Μέρα Πέντε o Φρανκ δούλευε το βιβλίο του αντί να βλέπει ειδήσεις, επειδή έλεγε ότι οι ειδήσεις θα τους τρέλαιναν και τους δύο και μέχρι τότε πια οι περισσότεροι παρουσιαστές δεν ήταν καν παρουσιαστές, απλώς άνθρωποι που δούλευαν στα κανάλια και φαινόταν ότι δεν είχαν συνηθίσει να βρίσκονται μπροστά στον φακό, κάμεραμεν και τεχνικοί που μιλούσαν κομπιάζοντας, κι έπειτα οι χώρες άρχισαν να βυθίζονται στο σκοτάδι, η μια πόλη μετά την άλλη – δεν υπήρχαν νέα από τη Μόσχα, ύστερα από το Πεκίνο, το Σίδνεϊ, το Λονδίνο, το Παρίσι κ.λπ., στα κοινωνικά δίκτυα οργίαζαν οι υστερικές φήμες- και οι τοπικές ειδήσεις γίνονταν ολοένα πιο τοπικές, οι σταθμοί έκλειναν ο ένας μετά τον άλλον, οι υπάλληλοι στέκονταν εναλλάξ μπροστά στην κάμερα και μετέφεραν ό,τι πληροφορία είχαν, και ύστερα ένα βράδυ ο Τζίβαν άνοιξε τα μάτια του στις δύο π.μ. και το στούντιο ήταν άδειο. Όλοι είχαν φύγει. Κοίταζε τον άδειο χώρο στην οθόνη πολλή ώρα. Τα άλλα κανάλια έδειχναν μόνο χιόνια και το σήμα της διακοπής, εκτός από εκείνα που έπαιζαν ξανά και ξανά μια έκτακτη μετάδοση της κυβέρνησης, άχρηστες συμβουλές να μένεις μέσα και να αποφεύγεις τα μέρη με συνωστισμό. Την επόμενη μέρα, κάποιος τελικά έκλεισε την κάμερα στο άδειο στούντιο ή έσβησε μόνη της. Τη μεθεπόμενη, κόπηκε το ίντερνετ».
Η γραφή της Mandel είναι λιτή, χωρίς φιοριτούρες και παράλληλα υπνωτιστική. Η ικανότατη νεαρή συγγραφέας καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη στον κόσμο της και -πράγμα σχεδόν αδύνατο στα δυστοπικά μυθιστορήματα- να τον βάλει, με τις δυνατές περιγραφές της, στη θέση των ηρώων της. Παρόλο που το δεύτερο μέρος ήταν άνισο σε σχέση με το πρώτο (το οποίο δεν σε άφηνε να ησυχάσεις), το «Σταθμός Έντεκα» με τα συνεχή flashback του μας μιλάει για τον χρόνο, τον άνθρωπο και αυτά που έχουν αξία, όταν όλα καταρρέουν. Κατά κάποιον τρόπο είναι ένα αισιόδοξο μυθιστόρημα.
«Στάθηκε δίπλα στη βιτρίνα και συνειδητοποίησε ότι όλα τα αντικείμενα που έβλεπε τον συγκινούσαν, τον συγκινούσε η ανθρώπινη ικανότητα που απαιτούσε το καθένα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη χιονόμπαλα. Σκεφτείτε το μυαλό που εφηύρε αυτές τις χιονοθύελλες-μινιατούρες, τον εργάτη που μετέτρεψε τα πλαστικά φύλλα σε άσπρες νιφάδες χιονιού, το χέρι που σχεδίασε το σχέδιο για τη μινιατούρα της Σέβερν Σίτι με το καμπαναριό της εκκλησίας και το δημαρχείο, τον εργάτη που παρατηρούσε την μπάλα να περνάει μπροστά του πάνω σε έναν ιμάντα κάπου στην Κίνα. Σκεφτείτε τα άσπρα γάντια στα χέρια των γυναικών που έβαλαν τις χιονόμπαλες σε κουτιά, σε κιβώτια, σε εμπορευματοκιβώτια. Σκεφτείτε τα χαρτοπαίγνια κάτω από το κατάστρωμα, τα βράδια στο καράβι που μετέφερε τα εμπορευματοκιβώτια διασχίζοντας τον ωκεανό, ένα χέρι που έσβηνε ένα τσιγάρο σε ένα ξέχειλο τασάκι, μια ομίχλη από καπνό στο χαμηλό φως, τις διακυμάνσεις των φωνών ανάλογα με τη γλώσσα, πεντέξι διαφορετικές γλώσσες που τις ένωναν οι κοινές βωμολογίες και τα όνειρα που έκαναν οι ναύτες – στεριά και γυναίκες-, άντρες για τους οποίους ο ωκεανός ήταν μια γκρίζα γραμμή στον ορίζοντα, που την διέσχιζαν με πλοία μεγάλα όμοια με αναποδογυρισμένους ουρανοξύστες.»
Ο κόσμος των ηρώων κατέρρευσε, όπως θα κατέρρεε μια χιονόμπαλα. Ό,τι υπήρχε κάτω απ’ τον θόλο τους ήταν πια παρελθόν και όσο λιγότερα θυμούνταν, τόσο πιο εύκολα θα προχωρούσαν με όπλα τους τη νοσταλγία για τον κόσμο που χάθηκε και την επιθυμία τους να διαφυλάξουν και να μεταδώσουν την τέχνη με κάθε τρόπο. Ήταν το φάρμακο, για να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Πριν και πάνω απ’ όλα, όμως, το βιβλίο αυτό μου άρεσε, γιατί κατάφερε να με κάνει να νιώσω νοσταλγία για τον κόσμο μας, για τον πολιτισμό μας, για όλα αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα.
Η συγγραφέας
H Emily St. John Mandel γεννήθηκε στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά και ζει στη Νέα Υόρκη. Το «Σταθμός Έντεκα» ήταν υποψήφιο για το National Book Award και PEN/Faulkner Award, ενώ κέρδισε το Arthur C. Clarke Award (2015).
Έγραψαν για το βιβλίο:
- http://lou-read100.blogspot.gr/2016/06/blog-post.html
- http://www.toperiodiko.gr/emily-st-john-mandel-%cf%83%cf%84%ce%b1%ce%b8%ce%bc%cf%8c%cf%82-%ce%ad%ce%bd%cf%84%ce%b5%ce%ba%ce%b1/#.V8xIMDVFzb1
- http://dreamersandco.com/2016/05/stathmos-11-emily-st-john-mandel/
- http://amagi.gr/content/emily-st-john-mandel-stathmos-enteka
- http://diavazontas.blogspot.gr/2016/05/Emily-StJohn-Mandel.html
- https://www.theguardian.com/books/2014/sep/25/station-eleven-review-emily-st-john-mandel
- http://www.independent.co.uk/arts-entertainment/books/reviews/station-eleven-by-emily-st-john-mandel-book-review-hope-amidst-an-apocalypse-9773270.html
- http://www.nytimes.com/2014/09/14/books/review/station-eleven-by-emily-st-john-mandel.html?_r=0