«Η ΕΦΗΒΗ ΣΤΕΚΕΙ ΓΥΜΝΗ πάνω σ’ ένα βιβλίο. Η επίπεδη κοιλιά και η σκοτεινή έλλειψη του αφαλού είναι στο ύψος των ματιών μας. Κρατά το πρόσωπο γερτό, το βλέμμα χαμηλωμένο, το ένα χέρι μπροστά στην ήβη, το άλλο στο γοφό, τα γόνατα ενωμένα και κάπως λυγισμένα. Είναι βαμμένη σε φυσική σιένα και ώχρα. Σκιές σε ψημένη σιένα ανυψώνουν τα στήθη και διαγράφουν τις λαγόνες και τη σχισμή. Δεν είναι σωστό να λέμε “σχισμή” γιατί μιλάμε για ένα έργο τέχνης, βλέποντάς την όμως, μόνο αυτό μας έρχεται στο μυαλό. Είναι μια ελάχιστη και κάθετη σχισμή, δίχως ίχνος χνούδι. Κάνουμε το γύρο του βάθρου και ατενίζουμε τη φιγούρα από τα νώτα. Οι μαυρισμένοι γλουτοί αντανακλούν κόκκους φωτός. Αν απομακρυνθούμε, η ανατομία της μας φαίνεται πιο αθώα. Μικρά λευκά άνθη σκεπάζουν τα μαλλιά της. Στα πόδια της υπάρχουν περισσότερα άνθη – μια λιμνούλα από γάλα. Ακόμα κι από αυτήν την απόσταση, εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε την τόσο ιδιάζουσα μυρωδιά που αναδίδει, σαν δάσος αρωματισμένο από τη βροχή. Κοντά στην ταινία ασφαλείας, ένα ανάλογο με τον τίτλο σε τρεις γλώσσες: “Ξεπαρθένεμα”».
Η «Κλάρα στο μισοσκόταδο» είναι ένα από τα πρώτα βιβλία που προτείνω, όταν κάποιος ψάχνει μία μοναδική, φανταστική ιστορία μυστηρίου, με λεπτοδουλεμένη γλώσσα και πλοκή που δεν σε αφήνει να την αφήσεις (το άλλο είναι το Τί είδε η γυναίκα του Λωτ της αγαπημένης Ιωάννας Μπουραζοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη)! Ήταν τέτοια η έκπληξη από την «Κλάρα» (ίδια και με το προαναφερθέν βιβλίο της Μπουραζοπούλου), την ιστορία της και τον τρόπο που την πραγματεύεται ο πολύ καλός Σομόθα, που έκανα καιρό να συνέλθω και να βρω κάτι αντίστοιχο να διαβάσω (δε βρήκα!), ενώ έγινα πραγματικά φορτικός με δικούς μου ανθρώπους, αφού προφανέστατα έπρεπε να αφήσουν ό,τι διάβαζαν για να ξεκινήσουν «τώρα όμως» την «Κλάρα». Το διάβασα πριν χρόνια. Αφορμή για να γράψω γι’ αυτό τώρα στάθηκε η νέα εξαιρετική δουλειά του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Ο μεγάλος δαμαστής» που είδα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, της παράστασης οι χορευτές δημιούργησαν επί σκηνής μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας το παρακάτω αριστούργημα του Ρέμπραντ, με αποτέλεσμα να «ζωντανέψει» εκείνη τη στιγμή ξανά η «Κλάρα», αφού αναφορά και αναπαράσταση του πίνακα αυτού υπάρχει στη σελίδα 557 του μυθιστορήματος.
Η πρώτη παράγραφος του βιβλίου, που διαβάσατε στην αρχή του post, δεν περιγράφει έναν πίνακα. Περιγράφει έναν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο-καμβά. Το «Ξεπαρθένεμα», όπως είναι ο τίτλος του έργου, είναι μια νεαρή κοπέλα που αποτελεί η ίδια το έργο τέχνης. Φανταστείτε έναν πίνακα από ανθρώπους να εκτίθεται σε μουσείο ή σε ιδιωτική συλλογή για ώρες. Φανταστείτε ανθρώπους, που είναι οι ίδιοι καμβάδες και τα σώματά τους, τα οποία περνούν από επίπονες διαδικασίες, για να προετοιμαστούν σωματικά και ψυχολογικά, ώστε να μεταμορφωθούν σε έργα τέχνης, ζωγραφίζονται από σύγχρονους Πικάσο και κοστίζουν δεκάδες εκατομμύρια. Ειδικοί τομείς της Ιατρικής βοηθούν τα ανθρώπινα έργα τέχνης να ελέγχουν το σώμα τους, τις εκκρίσεις, την πείνα και να στέκονται ακίνητα για ώρες και μία ολόκληρη βιομηχανία έχει στηθεί γύρω από αυτή τη μορφή τέχνης που ο συγγραφέας έχει ονομάσει «Υπερδραματική». Αυτό το εξαιρετικό λογοτεχνικό εύρημα του Σομόθα μαζί με τα ερωτήματα που αβίαστα ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ως προς τα όρια της τέχνης είναι που συνεπαίρνει τον αναγνώστη και τον κάνει να θυμάται το βιβλίο αυτό όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Είναι εκπληκτικό πώς ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας καταφέρνει με τις λεπτομερείς περιγραφές του και την ορολογία που έχει δημιουργήσει για την υπερδραματική τέχνη να κάνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για τα όρια της τέχνης, να μας μιλήσει ακόμα και για τον φετιχισμό και τον βασανισμό ανθρώπων και κυρίως για το αν η δολοφονία του ανθρώπου αποτελεί πράγματι δολοφονία ανθρώπου ή καταστροφή ενός έργου τέχνης.
Η ιστορία ξεκινάει με τη δολοφονία της Αννέκ Χόλλεκ, του ανθρώπινου καμβά από το έργο «Ξεπαρθένεμα». Η κοπέλα βρίσκεται φρικτά δολοφονημένη και το ίδρυμα του πιο γνωστού εκπροσώπου της υπερδραματικής τέχνης, του Ολλανδού Μπρούνο Βαν Τυς, προσπαθεί σε συνεργασία με την αυστριακή αστυνομία και υπό άκρα μυστικότητα να εξιχνιάσει το έγκλημα, ώστε να μη θορυβηθούν οι ανθρώπινοι-καμβάδες και να μην καταρρεύσει η αγορά αυτή των εκατομμυρίων.
Παράλληλα, γνωρίζουμε την πανέμορφη Κλάρα, πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος και έναν από τους πιο ταλαντούχους ανθρώπινους καμβάδες, η οποία δέχεται μία πρόταση για να τη ζωγραφίσει ο προαναφερθείς Μπρούνο Βαν Τυς (το όνειρο κάθε ανθρώπινου καμβά) για μία μεγαλειώδη έκθεση αφιερωμένη στα 400 χρόνια από τη γέννηση του Ρέμπραντ.
«Έκλεισαν τις περσίδες. Στο πυκνό σκοτάδι, ο Υλ πάτησε ένα διακόπτη και διαχύθηκε ένα χρυσαφένιο φέγγος από τους βολβούς. Ήταν φως μα δε φώτιζε. Έμοιαζε να ζωγραφίζει μάλλον τον αέρα στο χρώμα του χρυσού παρά να αποκαλύπτει τα αντικείμενα. Με την αστραπιαία ταχύτητα του ηλεκτρισμού, το σαλόνι είχε μεταμορφωθεί σε καμβά του δέκατου έβδομου αιώνα. Μινιμαλιστική φύση του Φρανς Χαλς· Ρούμπενς πρετ-α-πορτέ· μεταμοντέρνος Βερμέερ. Ο Χεράρδο, όρθιος απέναντί της, μοναδική φιγούρα εκείνης της σπιτίσιας ζοφερής ελαιογραφίας, χαμογελούσε. “Είναι σαν να βρισκόμαστε μέσα σε πίνακα του Ρέμπραντ, δεν είναι; Όμως έλα, εσύ είσαι η πρωταγωνίστρια”. Προχώρησε, ξυπόλητη και γυμνή, προς εκείνο το φέγγος. Μπορούσε να το κοιτάζει συνέχεια δίχως να τυφλώνεται, ήταν ένα φως ζεστό και δελεαστικό, το όνειρο μιας πεταλούδας αυτόχειρα. Και τότε ακούστηκαν επιφωνήματα θαυμασμού. […] Βυθισμένη σε μια σκοτεινιά κλασικής ζωγραφικής, η σιλουέτα της διαγραφόταν με χρυσαφιές πινελιές. Το πρόσωπο και το μισό πέπλο των μαλλιών της ήταν εγχάρακτα σε κεχριμπάρι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια μπροστά στο θάμπος του ίδιου της του στήθους, στο θύσανο της ήβης της, στο περίγραμμα των ποδιών της. Καθώς σάλευε, λάμψεις διαχέονταν τριγύρω, σαν διαμάντι κάτω απ’ το φως, και τη μεταμόρφωναν σ’ ένα άλλο έργο. Ζωγράφισε χίλιους καμβάδες διαφορετικούς από την ίδια με την κάθε χειρονομία της. “Δε θα με πείραζε να σε τοποθετήσω στο σπίτι μου κάτω απ’ αυτά τα φώτα” άκουσε να λέει ο Χεράρδο μέσα από τα σκοτάδια. Γυμνή γυναίκα σε μαύρο φόντο. Εκείνη μόλις που τον άκουγε. Είχε την εντύπωση πως ό,τι είχε ονειρευτεί από τότε που είχε ανακαλύψει τον πίνακα του Ελισέο Σανδόβαλ στο σπίτι της φίλης της της Τάλια, όλα όσα μετά βίας είχε τολμήσει να εκφράσει ή να παραδεχτεί όταν αποφάσισε να γίνει καμβάς, βρίσκονταν εκεί, στην αντανάκλαση του κορμιού της κάτω απ’ τα φώτα του κιαροσκούρο. Κατάλαβε πως αυτή η ίδια ήταν το παντοτινό της όνειρο.»
Πίσω από τον «λαμπερό» αυτό κόσμο και τον χορό εκατομμυρίων για την υπερδραματική τέχνη, υπάρχουν και τα λιγότερα ταλαντούχα μοντέλα που δεν κατάφεραν να εισέλθουν στον κόσμο αυτό, αλλά αποτελούν, παράνομα για την ώρα, χρηστικά αντικείμενα. Υπάρχει για παράδειγμα ο άνθρωπος-τασάκι, ο άνθρωπος-πολυθρόνα, ο άνθρωπος-τραπεζάκι που τους αγοράζουν πάμπλουτοι άνθρωποι, για τη διακόσμηση του σπιτιού τους! Και ο μεγάλος παράλληλα φόβος των ανθρώπων-έργων είναι αυτός ακριβώς: να μην τους αγοράζει ο κόσμος και να καταλήξουν χρηστικά αντικείμενα.
Όλα τα παραπάνω, μπορεί στην παρουσίαση να μοιάζουν εξωπραγματικά, όμως κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης δεν είναι. Είναι εκπληκτικό πώς ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας καταφέρνει με τις λεπτομερείς, ρεαλιστικότατες περιγραφές του και την ορολογία που έχει δημιουργήσει για την υπερδραματική τέχνη να κάνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για τα όρια της τέχνης, να μας μιλήσει ακόμα και για τον φετιχισμό και τον βασανισμό ανθρώπων και κυρίως για το αν η δολοφονία του ανθρώπου αποτελεί πράγματι δολοφονία ανθρώπου ή καταστροφή ενός έργου τέχνης. Γύρω από αυτό ακριβώς το τελευταίο ερώτημα περιστρέφεται όλο το μυθιστόρημα, το οποίο χρησιμοποιεί έξυπνα το είδος του αστυνομικού/ψυχολογικού/φιλοσοφικού θρίλερ για να αναρωτηθεί για τα παραπάνω. Το ότι προτάσσει ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου τη φράση του Ρίλκε «Το ωραίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η Αρχή του Τρομερού» δεν είναι καθόλου τυχαίο.
«”Ξέρετε τί είναι η υπερδραματική τέχνη επιθεωρητά;” ρώτησε απότομα η δεσποινίς Γουντ. […] ”Θα έλεγα ότι είναι άνθρωποι που μένουν ακίνητοι και οι άλλοι λένε πως είναι ζωγραφιές, ή μήπως όχι;” απάντησε. ”Ακριβώς το αντίθετο” αποκρίθηκε η Γουντ. Και τότε χαμογέλασε για πρώτη φορά. Ήταν το πιο δυσάρεστο χαμόγελο που είχε δει ποτέ στη ζωή του ο Μπράουν. ”Είναι ζωγραφιές που καμιά φορά κινούνται και μοιάζουν με ανθρώπους. Δεν είναι θέμα ορολογίας αλλά απόψεων, κι αυτή είναι η άποψη που υιοθετούμε στο Ίδρυμα” [..] “Αυτό που εσείς θεωρείτε δολοφονία εμείς το θεωρούμε σοβαρή υπόθεση ενάντια σ’ ένα από τα έργα μας”.»
Διαβάστε το. Θα σας μείνει αξέχαστο!
Ο συγγραφέας
Ο συγγραφέας και ψυχίατρος Χοσέ Κάρλος Σομόθα γεννήθηκε στην Αβάνα το 1959 και ζει στη Μαδρίτη από το 1960. Έχει βραβευτεί για πολλά έργα του, αδημοσίευτα στα ελληνικά, ενώ η «Η Κλάρα στο μισοσκόταδο» τιμήθηκε με το ισπανικό βραβείο μυθιστορήματος Fernando Lara, το 2001 και με το διεθνές βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας Hammett το 2002. Τα έργα του που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι η «Θεωρία των Χορδών», «Η γυναίκα με το νούμερο 13» από τις Εκδόσεις Πατάκη, ενώ τα «Γράμματα ενός ασήμαντου δολοφόνου» και το «Σπήλαιο των ιδεών» από τον Κέδρο είναι δυστυχώς εξαντλημένα.