«ΤΟ ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ όπου δίκαζε ο ειρηνοδίκης μύριζε τυρί. Το παιδί, κουλουριασμένο πάνω σ’ ένα βαρέλι στο βάθος της κατάμεστης αίθουσας, ήταν σίγουρο ότι οσμιζόταν τυρί, κι ακόμα παρατηρούσε από τη γωνιά του τις παράλληλες σειρές των ραφιών, κατάφορτες με τα συμπαγή, κοντόχοντρα και ανισοϋψή σχήματα της μιας και της άλλης κονσέρβας, που τις ετικέτες τους τις μελετούσε το στομάχι του, όχι διαβάζοντας τα γράμματα – το νόημά τους του ήταν απροσπέλαστο-, αλλά χαζεύοντας τους πορφυρούς διαβόλους και τις αργυρές καμπύλες των ψαριών· αυτές οι μυρωδιές,
του τυριού που ήξερε ότι το μύριζε και του σφραγισμένου κρέατος που νόμιζε ότι το μύριζε με τα σπλάχνα του, έρχονταν κατά κύματα, αιφνίδια και στιγμιαία, ανάμεσα στην άλλη οσμή, την αδιάκοπη, την οσμή και την αίσθηση ενός αδιόρατου φόβου λόγω της απόγνωσης και της οδύνης, λόγω της άγριας και γνώριμης έλξης του αίματος.»
Το διήγημα Ο αχυρώνας φλέγεται είναι ένα απ’ τα πιο συχνά ανθολογημένα διηγήματα του μεγάλου κλασικού, όπου συναντάμε και πάλι τον χαρακτηριστικό του μακροπερίοδο λόγο και την πυκνή, μεστή νοημάτων γραφή του, ενώ είναι το διήγημα που οι περισσότεροι κριτικοί θεωρούν ως το κορυφαίο του (και όχι άδικα).
Αμερικανικός Νότος. Τέλη του 19ου αιώνα. Περίοδος της «Ανασυγκρότησης». Ο δεκάχρονος Σάρτυ και ο πατέρας του αποτελούν τους βασικούς πρωταγωνιστές του διηγήματος και η μεταξύ τους σύγκρουση τον πυρήνα του.
Το διήγημα ξεκινάει μέσα σε ένα παντοπωλείο, στο οποίο εδρεύει το Ειρηνοδικείο της περιοχής. Ο πατέρας του Σάρτυ κατηγορείται για εμπρησμό. Το μικρό αγόρι γνωρίζει ότι ο πατέρας του είναι ένοχος και ήδη από τις πρώτες σελίδες σκιαγραφείται «φωκνερικά», με την εσωτερική φωνή του παιδιού, η εσωτερική του σύγκρουση, όταν καλείται να καταθέσει για τα συμβάντα και η αλήθεια συγκρούεται με τα όσα ο πατέρας του το έχει δασκαλέψει να πει. Ήδη από τις πρώτες παραγράφους αντιλαμβανόμαστε ότι ο Σάρτυ έχει διαμορφώσει έναν δικό του κώδικα ηθικής, εκ διαμέτρου αντίθετο με αυτόν του πατέρα του. Τελικά δεν του επιτρέπεται να καταθέσει λόγω ηλικίας, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο και ο πατέρας του ελλείψει αποδείξεων αθωώνεται με τη σύσταση από το δικαστήριο να φύγει από την περιοχή, όπως και πράγματι κάνει.
«Το κάρο προχωρούσε. Το παιδί δεν ήξερε πού πήγαιναν. Ποτέ κανείς τους δεν ήξερε ούτε και ρωτούσε, γιατί πάντοτε κάπου πήγαιναν, πάντοτε τους περίμενε κάποιο κατάλυμα σε απόσταση μίας, δύο ή και τριών ημερών. Πιθανότατα ο πατέρας του είχε κανονίσει ήδη να εργαστεί στη συγκομιδή της σοδειάς ενός ακόμη αγροκτήματος προτού…Χρειάστηκε και πάλι να συγκρατηθεί. Ο πατέρας του έκανε πάντοτε τα ίδια. Κάποιο στοιχείο στην ανεξάρτητη φύση του- φύση που θύμιζε λύκο- και, ακόμα ακόμα, στην τόλμη που έδειχνε όταν ο αντίπαλός του ήταν εξίσου δυνατός ή και δυνατότερος από τον ίδιο εντυπωσίαζε όσους τον γνώριζαν, λες και από την κρυφή και λυσσαλέα αγριότητά του δεν αντλούσαν τόσο ένα αίσθημα αξιοπιστίας, όσο την αίσθηση ότι η παράφορη πίστη του στην ορθότητα των πράξεών του θα αποτελούσε πλεονέκτημα για όσους το συμφέρον τους ταυτιζόταν με το δικό του».
Η χειραφέτηση του παιδιού έρχεται σταδιακά. Ο Φώκνερ, χωρίς συναισθηματισμούς, κλιμακώνει την ένταση και την τελική σύγκρουση που δεν θα αρχίσει να έρθει, οδηγώντας τον Σάρτυ στην επίπονη ενηλικίωση ενάντια σε ένα πατέρα-τύραννο, βίαιο, κατά συρροή εμπρηστή, άδειο από οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα, σκληρότερο από πέτρα.
Πέραν όμως της σύγκρουσης μεταξύ της αφοσίωσης στην οικογένεια και της πίστης σε έναν προσωπικό κώδικα ηθικής που διαμορφώνει ο Σάρτυ και που εν τέλει συμβαδίζει με την δικαιοσύνη και το νόμο, κεντρικό θέμα του αριστουργηματικού αυτού διηγήματος αποτελεί η αναζήτηση της προσωπικής ειρήνης, της ηρεμίας και της ομορφιάς, αλλά και η αναζήτηση της ειρηνικής συνύπαρξης με τους άλλους. Αυτή η αναζήτηση θα αποτυπωθεί γλαφυρά στη θέα της έπαυλης των νέων εργοδοτών του πατέρα του, υπόσχεση μιας νέας ζωής που και πάλι ο πατέρας του Σάρτυ με την καταστροφική του μανία θα «κάψει».
«Συνέχισαν να περπατούν παράλληλα σε έναν φράχτη πνιγμένο στο αγιόκλημα και τις αγριοτριανταφυλλιές κι έφτασαν σε μια αυλόπορτα ανάμεσα σε δύο πλίνθινους στύλους, και τότε, πίσω από τη στροφή του ιδιωτικού δρόμου, το παιδί αντίκρισε για πρώτη φορά την έπαυλη, κι εκείνη τη στιγμή λησμόνησε τον πατέρα του και μαζί τον τρόμο και την απόγνωση, και ακόμα κι όταν ξαναθυμήθηκε τον πατέρα (ο οποίος δεν είχε σταματήσει), ο τρόμος και η απόγνωση δεν επέστρεψαν.»
Ένα ιδανικό διήγημα, για να γνωρίσει κάποιος τον μεγάλο Φώκνερ, αφού Ο αχυρώνας καίγεται αποτελεί ένα από τα πιο εύληπτα γραπτά τα, όπως γράφει στο κατατοπιστικό επίμετρό του ο εξαιρετικός μεταφραστής του διηγήματος, Γιάννης Παλαβός. Η έκδοση δε, με φωτογραφίες του συγγραφέα και χρονολόγιο, είναι, όπως μας έχει καλομάθει η Κίχλη, φροντισμένη στην εντέλεια.
Ο συγγραφέας:
Ο Γουίλλιαμ Φώκνερ γεννήθηκε στο New Albany κοντά στην Οξφόρδη της Πολιτείας του Μισισιπή το 1897. Το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1955 με το National Book Award και με το Pulitzer για το μυθιστόρημα A Fable, το 1962 με το Χρυσό Μετάλλιο Λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και -μετά θάνατον- για δεύτερη φορά με το Pulitzer για το μυθιστόρημα The Reivers. Στη χώρα μας κυκλοφορούν τα εξής έργα του (πολλά δυστυχώς εξαντλημένα):
- Ο ξένος στο χώμα, Εκδόσεις Καστανιώτη
- Η βουή και η μανία, Έθνος
- Ιερό, Μεταίχμιο
- Καθώς ψυχορραγώ, Κέδρος
- Η βουή και η μανία, Εκδόσεις Καστανιώτη
- Η βουή και η μανία, Alter – Ego ΜΜΕ Α.Ε.
- Η αρκούδα, Εξάντας
- Κλέφτες, Ίνδικτος
- Η βουή και η μανία, Εκδόσεις Καστανιώτη
- Σαρτόρις, Ίνδικτος
- Καθώς ψυχορραγώ, Κέδρος
- Η πληρωμή του στρατιώτη, Άγκυρα
- Ο γέρος, Το Ροδακιό
- Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, Οδυσσέας
- Το μαγικό δέντρο, Εκδόσεις Καστανιώτη
- Χάλκινος κένταυρος και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη
- Ένα ρόδο για την Έμιλυ, Κέδρος
- Η βουή και η αντάρα, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
- Φως τον Αύγουστο, Εξάντας
- Άδυτο, Μέδουσα
- Η βουή και το πάθος, Εξάντας
- Οι ακατανίκητοι, Σύγχρονη Εποχή
- Έξι ιστορίες μυστηρίου, Γράμματα
- Άγρια φοινικόδεντρα, Γράμματα
- Το ιερό, Εκδόσεις των Φίλων