«ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ, η Ίζαμπελ ήταν γονατισμένη στην άκρη του γκρεμού, φροντίζοντας τον μικρό καινούριο σταυρό από ξεβρασμένο ξύλο. Ένα παχύ σύννεφο σερνόταν σαν σαλιγκάρι στον απριλιάτικο ουρανό που ανοιγόταν πάνω από το νησί κατοπτρίζοντας τον ωκεανό. Η Ίζαμπελ ράντισε με νερό και πάτησε το χώμα γύρω από το δεντρολίβανο που είχε μόλις φυτέψει».
