ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΔΙΑΦΟΡΑ

Bιβλία για το Πάσχα

Photo by TOMOKO UJI on Unsplash
Photo by TOMOKO UJI on Unsplash

Στην εποχή της εικόνας και των posts εμείς επιμένουμε να διαβάζουμε. Στην εποχή της φασαρίας βρίσκουμε χρόνο για σιωπή, με μόνους ήχους αυτούς των σελίδων και όσους η φαντασία μας δημιουργεί. Σταματάμε το τρέξιμο, σταματάμε τον χρόνο και βυθιζόμαστε σε κόσμους που δημιουργήθηκαν όχι για να καταναλωθούν, αλλά για να εμπνεύσουν, να μας αλλάξουν, να μας αφυπνίσουν, να μας κάνουν να σκεφτούμε. Είναι κάτι που χρειαζόμαστε, ιδίως αυτή την περίοδο που φαίνεται ότι τα τέρατα ξυπνούν (αν ήταν ποτέ εντελώς κοιμισμένα) και ημιπαράφρονες, αμόρφωτοι, μεγαλομανείς και ναρκισσιστές κυβερνούν τον κόσμο ή ετοιμάζονται να κυβερνήσουν τις δημοκρατίες μας. Πόσο επίκαιρος και πόσο προφητικός ο Όργουελ με τη Φάρμα των Ζώων! Αυτό κάνει η λογοτεχνία: μορφώνει, μεταμορφώνει, αφυπνίζει και ομορφαίνει. Στην εποχή της τρέλας κρατάμε γερά με λόγο ορθό και κάνουμε τη δική μας επανάσταση λογικής, ποιότητας και αισθητικής. Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση!

H όμορφη φωτογραφία αριστερά είναι του Arno Smit για το Unsplash.

«Δεν επιλέγουμε τίποτα, βαδίζουμε απλώς στον χαραγμένο δρόμο, εκπληρώνουμε πάντα αυτό που ήδη είμαστε».

Μέσα στην ευφορία ενός κόσμου που πρέπει να ξαναχτιστεί, το 1924, η Ιρέν γνωρίζει τον Ζορζ. Εκείνη είναι σερβιτόρα, αυτός ξυλουργός στα κινηματογραφικά στούντιο και μοιάζει στον Ροδόλφο Βαλεντίνο. Ένα βαλς στις όχθες του Μάρνη είναι αρκετό για να ερωτευτούν.
Το πρώτο τους παιδί, η Αρλέν, γίνεται μέλος μιας μαγικής παρέας καθώς μεγαλώνει. Ο Ντανιέλ και τα δίδυμα, ο Τομά με τη Μαρί, είναι αχώριστοι με την Αρλέν, κι ας μην προέρχεται σαν κι αυτούς από πλούσια οικογένεια. Παρά την ταπεινή καταγωγή της, η Αρλέν θα προσπαθήσει να γίνει μία από τις πρώτες μηχανικούς στη Γαλλία – ένας δρόμος δύσκολος που θα απαιτήσει να θυσιάσει πολλά…

Συνυφαίνοντας άτυχους έρωτες, ξεχασμένες υποσχέσεις και παιχνίδια της μοίρας στο φόντο κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών, ο Guenassia συνθέτει στο Και ο Θεός βοηθός το έπος ενός αιώνα – και μιας γενιάς που προσπάθησε να ονειρευτεί από πόλεμο σε πόλεμο, και είδε τις φιλοδοξίες της να πραγματοποιούνται ή να συνθλίβονται στο πέρασμα της Ιστορίας.

Στο εγγύς μέλλον μια δημόσια υπάλληλος μαθαίνει πως θα πάρει τον μισθό των ονείρων της αν δεχτεί να λάβει μέρος σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα: ένα νεοσύστατο υπουργείο συγκεντρώνει «εκπατρισμένους» από την ιστορία για να διαπιστώσει αν τα ταξίδια στον χρόνο είναι εφικτά.
Η δουλειά που της ανατίθεται είναι να λειτουργήσει ως «γέφυρα» για τον «εκπατρισμένο 1847», δηλαδή να παρακολουθεί και να βοηθά τον αντιπλοίαρχο Γκρέιαμ Γκορ, ο οποίος, σύμφωνα με την ιστορία, πέθανε στην Αρκτική το 1845 και γι’ αυτό, τώρα που ζει με μια ανύπαντρη γυναίκα η οποία δείχνει τακτικά τις γάμπες της, περιτριγυρισμένος από παράξενες έννοιες όπως «πλυντήριο», «Spotify» και «κατάρρευση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας», μοιάζει κάπως αποπροσανατολισμένος.
Χάρη στην όρεξή του για ανακαλύψεις και καθώς αρχίζει και αναπτύσσει στενούς δεσμούς με τους υπόλοιπους εκπατρισμένους, σύντομα ο Γκορ καταφέρνει να προσαρμοστεί. Παράλληλα η απελπιστικά αμήχανη συγκατοίκηση με τη «γέφυρά» του εξελίσσεται σε κάτι πολύ βαθύτερο και, μέχρι να αποκαλυφθεί τι πραγματικά σκαρώνει το Υπουργείο, εκείνη τον έχει ερωτευτεί αμετάκλητα. Αναγκασμένη να αντιμετωπίσει τις επιλογές που τους έφεραν κοντά, θα πρέπει τελικά να αναμετρηθεί με το αν η απόφαση που θα πάρει στη συνέχεια μπορεί να αλλάξει το μέλλον και πώς.
Το Υπουργείο του Χρόνου, μια πυρετώδης και συναρπαστική μείξη λογοτεχνικών ειδών και ιδεών, θέτει το ερώτημα τι σημαίνει να αψηφάς την ιστορία, όταν η ιστορία ζει μέσα στο σπίτι σου. Η απάντηση της Kaliane Bradley είναι μια φλογερή, αξέχαστη απόδειξη του τι οφείλουμε ο ένας στον άλλο σε έναν κόσμο που αλλάζει.

Η Σούτσι συνάντησε πρώτη φορά τον Χαϊγουέν μαγεμένη από τον ήχο του βιολιού του. Η παιδική τους φιλία άνθισε σε έρωτα στις γειτονιές της Σαγκάη. Όταν εκείνος κατατάχθηκε στον εθνικιστικό στρατό για να σώσει τον αδερφό του της άφησε μονάχα το βιολί του κι ένα σημείωμα: «Συγχώρεσέ με». Εξήντα χρόνια μετά, ο Χαϊγουέν τη ξανασυναντά τυχαία σ’ ένα Market στο Λος Άντζελες. Για εκείνον αυτό μοιάζει σαν μια δεύτερη ευκαιρία, μα η Σούτσι για να επιβιώσει αναγκάστηκε να μην κοιτάξει ποτέ της πίσω.
Η επική αλλά και βαθιά προσωπική ιστορία ενός ζευγαριού που χώρισε και ξαναένωσε η παγκόσμια Ιστορία. Ένα βιβλίο που ανιχνεύει τι σημαίνει να βρίσκεις μια πατρίδα μακριά από τη χώρα σου.

…ένα αφήγημα για την ποίηση της καθημερινότητας, τα μικρά πράγματα της ζωής και τη γνώση του αναπόφευκτου τέλους της…

«Αλλά πάντα θά ’μενε λίγη άμμος εδώ, λίγη εκεί, σαν memento mori που τρίζει σιγανά, κρυμμένη ως και σε μια μέρα ευτυχίας μες στις ζάρες του σεντονιού, στη ράγα του συρταριού, στα σκέλη του ψαλιδιού, από μέσα στη μύτη του παπουτσιού, στον μεντεσέ και στο ανάμεσο δύο σελίδων βαθιά, εκεί που τσακίζει η ράχη του βιβλίου.
Εκεί που τσακίζει η ράχη του βιβλίου.»

Λοs Άντζελεs, 4 Αυγούστου 1962. Η πόλη βράζει εξαιτίαs του καύσωνα. Η Μέριλιν Μονρόε πεθαίνει από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Μια στάρλετ σε ταινίεs β΄ διαλογήs πέφτει θύμα απαγωγήs. Η υπερτιμημένη Αστυνομία του Λοs Άντζελεs αντιδράει υπερβολικά. Ο αρχηγόs τηs Αστυνομίας Μπιλ Πάρκερ θέλει να κερδίσει κάτι από την υπόθεση. Η ιστορία τηs Μονρόε δείχνει πολλά υποσχόμενη. Καλεί τον Φρέντι Όταs.
Τον Φρέντι Ο. που κάνει ό,τι γουστάρει: βρόμικοs πρώην μπάτσοs, τοξικομανήs και εκβιαστήs, που ζει σύμφωνα με το μότο «Η ευκαιρία είναι αγάπη». Ο Φρέντι πιάνει δουλειά. Αντιλαμβάνεται ότι ο θάνατοs τηs Μέριλιν και η απαγωγή τηs στάρλετ αποτελούν έναν δηλητηριώδη γρίφο που μόνο ο ίδιοs έχει τα κότσια και το μυαλό να ξεδιαλύνει. Τον παρακολουθούμε να συντρίβει όσουs στέκονται εμπόδιο στην αναζήτηση τηs αλήθειαs. Τον παρακολουθούμε να τρυπώνει στον ψεύτικο ηλιόλουστο κόσμο του Τζακ και του Μπόμπι Κένεντι. Τον παρακολουθούμε να παραπαίει και να προσπαθεί να πιαστεί από μια αγάπη που υπερβαίνει το ευκαιριακό. Τον παρακολουθούμε να ακολουθεί την τελευταία παράσταση τηs Μέριλιν Μονρόε σε ένα εφιαλτικό Λοs Άντζελεs και να έρχεται αντιμέτωποs με τη δική του συνενοχή και τη δική του μανιασμένη τρέλα.
Είναι το καλοκαίρι του ’62. Και ο Φρέντι Ο. έχει ένα καυτό ραντεβού με την ιστορία. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι.

Δεν φαίνεσαι καθόλου γκέι.
Δεν εννοώ εσένα όταν λέω κάποιον «αδερφή».
Ποιος από τις δύο σας είναι η γυναίκα;

Φράσεις που λέγονται ξανά και ξανά, που ξεστομίζουν άνθρωποι γεμάτοι αγαθές προθέσεις, αλλά με φτωχό… λεξιλόγιο.
Λόγια που ακούγονται αθώα, σχεδόν αστεία, που όμως κρύβουν μια αλήθεια σκληρή: Την, συχνά αόρατη, ομοφοβία που περιμένει κρυμμένη πίσω από τις λέξεις, μαζί με υπαινιγμούς, λοξές ματιές, χοντροκομμένα ανέκδοτα με ήρωες γεροδεμένους στρέιτ άντρες και κάθε είδους στερεοτυπικές μισο-βρισιές. «Κανονικές κουβέντες», βρε αδερφέ…
Με ειλικρίνεια, χιούμορ και με δυνατή εικονογράφηση που δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, ο Julius Thesing μας ταξιδεύει στην προσωπική του διαδρομή προς την αποδοχή: Μοιράζεται αμήχανες, συγκινητικές και αποκαλυπτικές στιγμές, από τα πρώτα του βήματα στην πορεία για την αναζήτηση της σεξουαλικής του ταυτότητας μέχρι ιστορίες από sex shop και αστείες περιπέτειες από τη «χώρα του ουράνιου τόξου».

Mε ενδιαφέρει η ποίηση και η ομορφιά. Για μένα, το όνομα του Θεού είναι τελικά “Ομορφιά”, και νομίζω πως θα συμφωνούσα με κάποιο φίλο μου, Ορθόδοξο επίσκοπο, που πριν χρόνια είχε πει: “Όταν ο Θεός κοιτάζει έναν άν-θρωπο δεν βλέπει ούτε κατορθώματα ούτε αρετές, που μπορούν να υπάρχουν, μπορεί και όχι· βλέπει ομορφιά, που τίποτα δεν μπορεί να εξαλείψει”. Κι έτσι το απώ¬τατο νόημα των πραγμάτων μπορεί, για μένα, να οριστεί με όρους ομορφιάς – ή, διαφορετικά, με όρους ασχήμιας…».
Κάθε αναγνώριση της ομορφιάς στον κόσμο είναι μια στιγμή ελευθερίας: μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε και να λά¬βουμε αυτό που δίνει ο Θεός. Μας ανοίγεται η διάσταση της πνευματικής επίγνωσης, η οποία μας επιτρέπει να βλέπουμε τον κόσμο (και τον εαυτό μας) σε σχέση με τον Θεό. Η βαθύτερη μορφή της ανθρώπινης αποτυχίας είναι η άρνηση αυτού του πράγματος, και η συρρίκνωση των όσων μας περιβάλλουν στα «όρια» των απαιτήσεων του εαυτού. Αναιρούμε τη δική μας ομορφιά, κι αναι¬ρούμε την ομορφιά του κόσμου.
Το περίφημο αξίωμα του Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» φαίνεται ότι είναι κάτι περισσότερο από μια έκκληση να καλλιεργούμε εκλεπτυσμένες αντιλήψεις και αντιδράσεις ή να απολαμβάνουμε συναισθήματα που μας εμπνέουν ή μας πληρούν: για να είναι η ομορ¬φιά «σωτήρια», η καρδιά κι ο νους μας πρέπει να απογυμνωθούν και να εκτεθούν, να αποσπαστούν με τρόπο ριζικό από το ενδιαφέρον για τον εαυτό…

Ένα ταξίδι Πίστης και Θυσίας: Ο Χιτώνας του Ιησού οδηγεί τον Μάρκελλο από τη Σταύρωση στη Μεταμόρφωση και την Αλήθεια. Όταν ένας Ρωμαίος στρατιώτης κερδίζει με κλήρο τον Χιτώνα του Χριστού, ξεκινά ένα βαθύ πνευματικό ταξίδι που τον οδηγεί στις ρίζες του Χριστιανισμού. Από τον Γολγοθά έως τα βάθη της αρχαίας Ρώμης, ο Μάρκελλος, αρχικά επικεφαλής στη Σταύρωση του Ιησού, μεταμορφώνεται σταδιακά από ειδωλολάτρη σε αφοσιωμένο πιστό Του. Η πορεία του αναδεικνύει τη δύναμη της Πίστης, την αξία της αναζήτησης της Αλήθειας και την απελευθερωτική δύναμη της Λύτρωσης.

Στην πιο διάσημη συλλογή διηγημάτων της, η Ο’Κόννορ, με το γκροτέσκο χιούμορ και το αδυσώπητο βλέμμα της, διερευνά τις ηθικές, πνευματικές και ψυχικές ανισορροπίες της μεταπολεμικής Αμερικής: μια οικογενειακή εκδρομή με απρόβλεπτα βίαιη κατάληξη, ένας φαινομενικά αθώος πωλητής Βίβλων, μια απροσδόκητη εγκυμοσύνη, ένας βετεράνος που βυθίζεται στην άνοια, ένας πρόσφυγας που ανατρέπει τις ταξικές και φυλετικές ισορροπίες σε ένα αγρόκτημα. Η ρευστότητα των ανθρώπινων σχέσεων, η ύπουλη εισβολή της τεχνολογίας, η μάταιη αναζήτηση της πίστης, η διάρρηξη των ταυτοτήτων και της οικογένειας, οι έμφυλες και φυλετικές εντάσεις, η συνύπαρξη του ειρωνικού με το τραγικό, κάνουν τη βαθιά Αμερική της Ο’Κόννορ έναν τόπο που μοιάζει πολύ με τον δικό μας.

Πώς ολόκληρη η Γαλλία ερωτεύθηκε τα απομνημονεύματα ενός σκύλου!
Ο απίθανος ήρωας ενός απροσδόκητου best seller, που χαρακτηρίζεται εκδοτικό φαινόμενο στη Γαλλία.
Ήταν ένας ατημέλητος σκύλος, 45 κιλών, ένα μπουβιέ μπερνουά (ορεινός σκύλος της Βέρνης) με φουντωτή ουρά, που την κουνούσε συνεχώς, γεμάτος περιέργεια για όλα τα πράγματα στη φύση και συγκλονιστικό ενθουσιασμό όταν ερχόταν η ώρα για την καθημερινή βόλτα κοντά στο σπίτι του στις Άλπεις.
Ο Ουμπάκ, αυτό είναι το όνομά του (η αναζήτηση του σωστού ονόματος είναι μια περιπέτεια από μόνη της), δεν είναι ο κεντρικός χαρακτήρας αυτού του βιβλίου, ο συγγραφέας Σεντρίκ Σαπέν-Ντεφούρ, ο κύριος του, ακόμη λιγότερο. Ο ήρωας είναι ο δεσμός τους. Αυτός ο μοναδικός, προφανής δεσμός και, για όσους τον έχουν εξερευνήσει, ξεπερνά τόσες άλλες σχέσεις. Αυτός ο δυσανάγνωστος και άχρηστος δεσμός για εκείνους στους οποίους η συντροφιά των σκύλων δεν προκαλεί τίποτα.
Μια ιστορία αγάπης, ζωής και θανάτου. Το ζώο καθώς μεγαλώνει, καταλαμβάνει όλο και πιο σημαντικό χώρο στην καθημερινότητα του αφηγητή. Κάποιες στιγμές ξεχνάς πως ο Ουμπάκ είναι σκύλος. Βλέπεις μόνο δυο πλάσματα να αγαπιούνται τόσο απλά και αληθινά. Μια αγάπη χωρίς λόγια, ανεπανάληπτη, μυστηριακή.
Μια ζωή έντονη, ανήσυχη, γελαστή, όπου όλα κυλούν πιο γρήγορα και πρέπει να κρατήσεις την κάθε στιγμή. Και μετά ο θάνατος, που αρνείσαι να αποδεχτείς, όμως αποτελεί όλη την ουσία της ύπαρξης. Μένει αυτό το καταραμένο κενό. Αυτά τα νύχια που θαρρείς πως ακούς ακόμα στο πάτωμα κι αυτή η μυρωδιά που, παρά τη βροχή, έχει για πάντα χαθεί. Μα δε χρειάζεται να είσαι λάτρης των σκύλων, για να σε αγγίξουν αυτά τα δεκατρία χρόνια κοινής ζωής.

Σε μια Νότια Αφρική που σπαράσσεται από τον εμφύλιο πόλεμο, ο Μάικλ Κ, ένας αγαθός κηπουρός, αφήνει το Κέιπ Τάουν αποφασισμένος να πάει την άρρωστη μητέρα του πίσω στο χωριό της. Στον δρόμο όμως εκείνη πεθαίνει, αφήνοντάς τον μόνο σε έναν άναρχο κόσμο. Όπου κι αν πηγαίνει, ο πόλεμος τον ακολουθεί. Παγιδευμένος σε μια σύγκρουση που δεν καταλαβαίνει, ο Μάικλ θα κάνει τα πάντα για να αποδράσει και να ζήσει τη ζωή του με τους δικούς του όρους. Για πολλούς το κορυφαίο του έργο.

Ένα σπίτι είναι κάτι πολύτιμο…
Στην ολλανδική επαρχία επικρατεί ησυχία. Οι κρατήρες από τις βόμβες έχουν καλυφθεί, τα κτίρια έχουν ανοικοδομηθεί, ο πόλεμος έχει πια τελειώσει. Η Ίζαμπελ μένει μόνη στο άδειο σπίτι της μακαρίτισσας της μητέρας της ακολουθώντας μια αυστηρή και απολύτως πειθαρχημένη ρουτίνα. Τα πάντα όμως αλλάζουν όταν ο μεγάλος αδερφός της Λούις φέρνει την άχαρη καινούργια φιλενάδα του, την Εύα, να μείνει λίγο καιρό στο σπίτι μαζί της ως φιλοξενούμενη.
Η Εύα είναι το αντίθετο της Ίζαμπελ: κοιμάται αργά, ξυπνάει αργά, κάνει φασαρία και αγγίζει πράγματα που δεν θα έπρεπε. Έτσι, σιγά σιγά η οργή της Ίζαμπελ φουντώνει τόσο, που φτάνει στα όρια της εμμονής. Όταν λοιπόν αρχίζουν να εξαφανίζονται διάφορα αντικείμενα από το σπίτι –ένα κουτάλι, ένα μαχαίρι, ένας χαρτοκόπτης–, οι υποψίες της πληθαίνουν και δεν εννοεί να αφήσει την Εύα σε ησυχία. Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού η παράνοια δίνει τη θέση της σε ένα μυστήριο που ανατρέπει όλα όσα ήξερε η Ίζαμπελ. Ούτε η Εύα ούτε το σπίτι είναι αυτό που φαίνονται. Τελικά ο πόλεμος μπορεί να μην έχει πραγματικά τελειώσει…


Μια πρωτότυπη, έγκυρη και γεμάτη ζωντάνια πολιτισμική ιστορία της πρώτης σύγχρονης πόλης, από την προ-ομηρική εποχή μέχρι σήμερα.
Με πηγή έμπνευσης τις ιστορίες του Ομήρου και τις δικές του φιλοδοξίες για τη δημιουρ¬γία αυτοκρατορίας, ο Μέγας Αλέξανδρος συνέλαβε την ιδέα μιας πόλης στην αραιοκατοικημένη αιγυπτιακή ακτή. Δεν έζησε για να δει την οικοδομημένη Αλεξάνδρεια, αλλά το όραμά του για μια λαμπρή μεγαλούπολη, που θα υμνούσε τη μάθηση και την ποικιλομορφία, υλοποιήθηκε γρήγορα και υπάρχει ακόμη και σήμερα. Στην Αλεξάνδρεια, στο σταυροδρόμι της Αφρικής, της Ευρώπης και της Ασίας, συναντήθηκαν σπουδαίοι πολιτισμοί. Έλληνες και Αιγύπτιοι, Ρωμαίοι και Εβραίοι δημιούργησαν μια παγκόσμια πρωτεύουσα της γνώσης, η οποία άσκησε τεράστια επιρροή. Η επινοητική συνεργασία των πολιτών της διαμόρφωσε τη σύγχρονη φιλοσοφία, τις επιστήμες, τη θρησκεία και πολλά άλλα. Σε κατοπινές μάχες μεταγενέστερες αυτοκρατορίες, από τους Άραβες και τους Οθωμανούς μέχρι τους Γάλλους και τους Βρετανούς, διεκδίκησαν την πόλη, αλλά το πνεύμα ανεξαρτησίας της Αλεξάνδρειας είναι ανθεκτικό.
Στην ευρεία βιογραφία της μεγάλης πόλης ο Ισλάμ Ισσά μας οδηγεί σε ένα ταξίδι μέσω χιλιετιών, γεμάτο υψηλές ιδέες, κτηνώδεις τραγωδίες και επιφανή πρόσωπα, από την Κλεοπάτρα μέχρι τον Ναπολέοντα. Από τις ταπεινές καταβολές της μέχρι τα ιλιγγιώδη ύψη στα οποία έφτασε και έως τις σημερινές περιπέτειές της, η Αλεξάνδρεια μας αφηγείται τη συναρπαστική ιστορία αυτής της σπουδαίας και διαχρονικής πόλης.

18 Οκτωβρίου 2019. Η Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα ταξιδεύει από το Τέξας στην Πόλη του Μεξικού, αναζητώντας έναν παλιό, ανεξιχνίαστο ποινικό φάκελο. «Ονομάζομαι Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα», γράφει στο αίτημά της προς τον γενικό εισαγγελέα, «και σας γράφω ως συγγενής της Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η οποία δολοφονήθηκε στις 16 Ιουλίου 1990».

Έχουν περάσει είκοσι εννέα χρόνια. Είκοσι εννέα χρόνια, τρεις μήνες και δύο μέρες από τη γυναικοκτονία της Λιλιάνα, όταν η Κριστίνα, εμπνευσμένη από τα φεμινιστικά κινήματα σε όλο τον κόσμο και εξοργισμένη από την παγκόσμια επιδημία γυναικοκτονίας και συντροφικής βίας, ξεκινά την πορεία της προς τη δικαιοσύνη. Το Αήττητο Καλοκαίρι της Λιλιάνα, το βιβλίο που κέρδισε το Βραβείο Pulitzer 2024, Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία, είναι ο απολογισμός –και το αποτέλεσμα– αυτής της αποστολής.

Η Ριβέρα Γκάρσα ιχνηλατεί την ιστορία της αδερφής της μέσα από χειρόγραφες επιστολές, αστυνομικές αναφορές, σχολικά τετράδια, ημερολόγια και συνεντεύξεις με αγαπημένα πρόσωπα της Λιλιάνα, απεικονίζοντας τα πάντα: από τον πρώιμο έρωτα της με έναν γοητευτικό αλλά κτητικό και ευέξαπτο άντρα, μέχρι εκείνο το συνταρακτικό τελευταίο καλοκαίρι του 1990, όταν αγάπησε, σκέφτηκε και ταξίδεψε πιο ελεύθερα από ποτέ.

Μέσα από αυτά τα ντοκουμέντα γνωρίζουμε τη Λιλιάνα, μια λαμπερή, ταλαντούχα, στοργική, φιλόδοξη και εκπληκτικά ελπιδοφόρα νεαρή γυναίκα, που χρησιμοποιεί τη γλώσσα και τη λογοτεχνία παθιασμένα και αντισυμβατικά, καθώς, για την Κριστίνα, «Η Λιλιάνα ήταν η πραγματική συγγραφέας της οικογένειας». Παράλληλα, μέσα από τα ίδια ντοκουμέντα και συναρμόζοντας ποιητικότητα με αντικειμενική παράθεση στοιχείων και μαρτυριών, η Ριβέρα Γκάρσα αντιμετωπίζει το τραύμα της απώλειας, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο αυτή η τραγωδία συνεχίζει να διαμορφώνει ποια είναι –και για τι παλεύει– σήμερα και δημιουργεί ένα μοναδικό και συναρπαστικό βιβλίο.

Με μια γραφή τόσο προσωπική όσο και πολιτική, To Αήττητο Καλοκαίρι της Λιλιάνα αποτελεί φόρο τιμής στη Λιλιάνα και σε κάθε γυναίκα που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τα σημάδια ενός βίαιου άντρα, αλλά και ένα ηχηρό κάλεσμα να διεκδικήσουμε μια άλλη, ίση, δίκαιη και ασφαλή πραγματικότητα.

Ανάμεσα σε άλλες διακρίσεις, το βιβλίο έχει λάβει:

*Βραβείο Pulitzer 2024, Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία*

*Βραβείο Rodolfo Walsh 2022*

*Βραβείο Mazatlán de Literatura 2022*

*Βραβείο Xavier Villaurrutia de Escritores para Escritores 2021*

*Βραβείο Nuevo León Alfonso Reyes 2021*

*Βραβείο Iberoamericano de Letras José Donoso 2021*

*Βραβείο Les Inrockuptibles 2023*

Ήταν φιναλίστ για το National Book Award 2023 και ένα από τα καλύτερα βιβλία για το 2023 σύμφωνα με τους New York Times.

Μετά τις σπουδές της στο Παρίσι, μια νεαρή ζωγράφος από το Βουκουρέστι επιστρέφει στο ορεινό θέρετρο της παιδικής της ηλικίας, στα σύνορα με την Τρανσυλβανία, όπου παραθέριζε με την αστή θεία της σε μια πολυτελή βίλα. Το κομμουνιστικό καθεστώς ανήκει πλέον στο παρελθόν, πολλοί νέοι έχουν φύγει μετανάστες στη Δύση, ο τόπος ρημάζει, ενώ επιτήδειοι πολιτικοί επωφελούνται από την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Όταν ένα κακοποιημένο πτώμα ανακαλύπτεται στον τάφο του Βλαντ του Παλουκωτή, του γνωστού Δράκουλα, η ηρωίδα αποφασίζει να ερευνήσει την ιστορία του άτεγκτου πρίγκιπα, παλεύοντας με τα δικά της φαντάσματα.
Ακροβατώντας μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, με καυστικό χιούμορ και κριτική διάθεση, η Dana Grigorcea φιλοτεχνεί ένα ατμοσφαιρικό πορτρέτο της μετακομμουνιστικής Ρουμανίας, που μοιάζει παγιδευμένη σε έναν μεταιχμιακό χώρο ανάμεσα στους θρύλους για τα βαμπίρ, τα απομεινάρια του παλαιού καθεστώτος και τα σημερινά αδιέξοδα.

Ένα συγκινητικό ταξίδι ζωής μέσα από τις αναμνήσεις της εκατοντάχρονης σχεδόν Στέλλας Λεβή. Μιας σύγχρονης Σεχραζάτ του Greenwhich Village που επέζησε της μεγαλύτερης κτηνωδίας του εικοστού αιώνα. Αναμνήσεις που μας μεταφέρουν στη ροδίτικη Τζουντερία, ένα ηλιόλουστο κομμάτι του Αιγαίου όπου για μισή χιλιετία άκμασε η εβραϊκή κοινότητα, μέχρι που οι Ναζί κατακτητές έστειλαν τους 1.650 κατοίκους της στο Άουσβιτς – ένα θαλασσινό και σιδηροδρομικό ταξίδι θανάτου με ελάχιστους επιζώντες· ο μεγαλύτερος σε διάρκεια και απόσταση εκτοπισμός Εβραίων στην ιστορία του Ολοκαυτώματος.
Το Εκατό Σάββατα είναι μια συγκλονιστική ιστορία ανθρώπινης επιβίωσης που υμνεί τη ζωή και την ελπίδα. Μια μοναδική αφήγηση, λίγο πριν το τέλος, που παράλληλα καταγράφει τη δημιουργία μιας τρυφερής και μεταμορφωτικής φιλίας μεταξύ αφηγήτριας και ακροατή.


Η Virginia Woolf συνέλαβε και έγραψε το µικρό αριστούργηµά της, την Κυρία Νταλογουέι, από το 1922 ως το 1924, έχοντας πρώτα διαβάσει τον Οδυσσέα του James Joyce και µετά την επιστροφή της από το καταπράσινο Ρίτσµοντ στην πλατεία Τάβιστοκ, στο Μπλούµσµπερι.
Όπως ο Οδυσσέας, έτσι και το µυθιστόρηµα της Woolf διαδραµατίζεται σε µία µέρα, ισοδυναµεί όμως µε καταβύθιση στην καρδιά των πραγµάτων. Χιλιάδων πραγµάτων. Η κυρία Νταλογουέι κυριολεκτικά κατακλύζεται από συνειδήσεις, αναµνήσεις, ονόµατα, φαντάσµατα, ανθρώπους όλων των τάξεων, γεύµατα και γάµους, ζωντανούς και νεκρούς, στρατιώτες, γιατρούς, εντυπώσεις λογικές και παράλογες· κι όλα αυτά μες στη φασαρία, στα μαγαζιά, στους δρόµους, στα πάρκα του Λονδίνου – ανάµεσα σε φορέματα, γάντια και καπέλα, αδιάβροχα κι οµπρέλες, αεροπλάνα κι αυτοκίνητα. Ένα κείμενο πυκνό, διεισδυτικό, εµπνευσµένο? µια σκιαγράφηση της ανθρώπινης συνείδησης.

Αποφάσισα να γράψω το «Τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη οδό» όταν διάβασα τα απομνημονεύματα του θείου Λη, που εκδόθηκαν στα ρωσικά το 1963. Στο βιβλίο με τίτλο «Αριστερή πλευρίτιδα: αναμνήσεις ενός Αμερικανού Κόκκινου» —που θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Το ρομάντζο του αμερικανικού κομμουνισμού» ή κάτι παρόμοιο — ο Λη Φίλιπς, πρώην Ηλίας Φιλιππόπουλος, αφηγείται τη ζωή του από το 1918, όταν πήρε το καράβι για την Αμερική, μέχρι το 1961, όταν εγκατέλειψε το Μέμφις του Τεννεσσί για να εγκατασταθεί στη λατρεμένη του Μόσχα.
Έγραφα λίγες σελίδες κάθε βράδυ στη διαδρομή προς την Καλιφόρνια, όπου πήγα να συναντήσω τον αδερφό μου τον Πάντυ, κι έπειτα στη Μοντάνα, όπου ταξίδεψα μόνο και μόνο για να δω πώς είναι η Μέρυ Κέυ είκοσι χρόνια αργότερα. Το χειρόγραφο —τριακόσιες είκοσι σελίδες γραμμένες στη γραφομηχανή, με τις μουτζούρες και τα σβησίματα— το είχα βάλει στο ντουλαπάκι του στέισον βάγκον ανάμεσα σε διάφορα μικροαντικείμενα: έναν φακό, ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια, την άδεια του αυτοκινήτου και δυο κλήσεις της τροχαίας για υπερβολική ταχύτητα. Και θα το ξεχνούσα εκεί αν δεν πήγαινα επιστρέφοντας στο Μέμφις, στη μάντρα του Χάρρυ Γουάιτ για να ανταλλάξω το στέισον βάγκον με ένα παλιό Όλντσμομπιλ.
Κανείς δεν μου ζήτησε να αφηγηθώ την ιστορία των Φίλιπς και της πόλης μας, του Μέμφις του Τεννεσσί. Κανείς δεν μου ζήτησε να μην την αφηγηθώ. Έτσι, αφηγήθηκα αυτή την αληθινή ιστορία που είναι γεμάτη ψέματα.

Πώς να το διηγηθώ αυτό µε µια γλώσσα που δεν είναι δική µου, µέσα από ένα στόµα που δεν είναι δικό µου; Πώς να µε πιστέψετε, όταν εγώ ο ίδιος δεν µπορώ να πιστέψω τον εαυτό µου;

Ο Χανς, ένας καταξιωµένος χειρουργός, επιστρέφει από τα πεδία των µαχών του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου στο σπίτι του, ή µάλλον σε αυτό που υποτίθεται πως ήταν κάποτε το σπίτι του. Όσα έζησε στο µέτωπο έχουν καταστρέψει οριστικά τις βεβαιότητές του, αφήνοντάς του ανεξίτηλη µια αίσθηση αποξένωσης. Η γυναίκα του η Γκρέτε, όπως και οι φίλοι του, τον αναγνωρίζουν, και τη δουλειά του την εκτελεί αξιόπιστα. Μόνο ο σκύλος του µοιάζει να διαισθάνεται κάτι παράξενο.
Μήπως τελικά ο πόλεµος έχει µετατρέψει τον Χανς σε κάποιον άλλο; Ή πρόκειται για έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο, που έχει παρεισφρήσει στη ζωή του Χανς;

Το 1926 που κυκλοφόρησε το Εγώ;, το πρώτο λογοτεχνικό έργο του Peter Flamm, συνάντησε αναπάντεχη επιτυχία. Ο ξέφρενος εσωτερικός µονόλογος επιτρέπει την καταβύθιση στον εσωτερικό κόσµο του πρωταγωνιστή Χανς και καθιστά αυτό το σύντοµο αλλά γεµάτο δύναµη µυθιστόρηµα µια σηµαντική –ιδίως για την εποχή µας– εκ νέου ανακάλυψη που δείχνει τις καταστροφικές επιπτώσεις του πολέµου στον ανθρώπινο ψυχισµό.
Ένα µυθιστόρηµα που θέτει διαδοχικά ερωτήµατα στους αναγνώστες του. Είµαστε αυτό που ισχυριζόµαστε ότι είµαστε; Μας κάνουν τα βιώµατά µας να γίνουµε άλλοι ή καταφέρνουµε, παρά τις αντιξοότητες, να διατηρήσουµε τον δικό µας εσωτερικό πυρήνα;

Ο Σιντάρτα, ο νεαρός γιος ενός πλούσιου βραχμάνου, εγκαταλείπει τα προνόμια και τις ανέσεις του πατρικού του για να αναζητήσει με κάθε τρόπο τη φώτιση. Ένα «ινδικό παραμύθι», όπως το ονόμασε ο ίδιος ο Έσσε, στο οποίο συνθέτει στοιχεία από τις ανατολικές θρησκείες, τα αρχέτυπα του Γιουνγκ και τον δυτικό ατομικισμό δημιουργώντας ένα μοναδικό όραμα για την πορεία του ανθρώπου προς την πνευματική ολοκλήρωση. Το κλασικό μυθιστόρημα του νομπελίστα Έσσε αγαπήθηκε σε όλο τον κόσμο, ενέπνευσε γενιές αναγνωστών, συγγραφέων και στοχαστών, και «ανακαλύφθηκε» ξανά από την επαναστατημένη νεολαία της δεκαετίας του 1960, που είδε στον Σιντάρτα το απόλυτο σύμβολο της δικής της πνευματικής αφύπνισης.

«Προσπάθησα να θεμελιώσω ό,τι έχουν κοινό όλα τα δόγματα και όλες οι ανθρώπινες μορφές ευσέβειας, ό,τι βρίσκεται υπεράνω εθνικών διαφορών, ό,τι πιστεύουν και τιμούν όλες οι φυλές κι όλα τα άτομα». Χέρμαν Έσσε

Η ζωή μετά το πανεπιστήμιο δεν ταιριάζει καθόλου στη Φιλ. Ο χρόνος περνά βασανιστικά αργά. Έχει επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι και ζει ξανά με τους γονείς της, δουλεύει ατελείωτες ώρες σε ένα ιαπωνικό εστιατόριο στο αεροδρόμιο του Χίθροου και τα σχέδιά της να γίνει συγγραφέας δεν καταλήγουν πουθενά. Όμως η τυχαία ανακάλυψη ενός ξεχασμένου συγγραφέα από τη δεκαετία του 1980 τη βγάζει από τον λήθαργο, όπως και η επίσκεψη ενός οικογενειακού φίλου, του Κρις – ιδίως όταν της λέει ότι ερευνά μια υπόθεση που θα μπορούσε να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο.

Ο Κρις παρακολουθεί την πορεία ενός σκοτεινού think-tank, που ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ τη δεκαετία του 1980 και ωθεί σταθερά την κυβέρνηση της Βρετανίας προς την Άκρα Δεξιά. Έπειτα από χρόνια πολιτικής απομόνωσης, τα μέλη του είναι πια έτοιμα να εφαρμόσουν τις ιδέες τους.

Καθώς την πρωθυπουργία της Βρετανίας αναλαμβάνει η Λιζ Τρας, η θητεία της οποίας θα διαρκέσει μόλις επτά εβδομάδες, ο Κρις συνεχίζει την έρευνά του σε ένα συνέδριο που διεξάγεται στα βάθη της επαρχίας Κότσγουολντς. Ξαφνικά όμως τα πράγματα παίρνουν σκοτεινή τροπή και μια αστυνομική έρευνα για φόνο ξεκινά. Η λύση του μυστηρίου θα βρεθεί άραγε στη σύγχρονη πολιτική σκηνή ή σε ένα λογοτεχνικό αίνιγμα που παραμένει εκκρεμές εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια;

Το βιβλίο πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε διαφορετικές δεκαετίες και διαφορετικά αφηγηματικά είδη, κινείται ευφάνταστα μεταξύ αστυνομικού μυθιστορήματος, campus novel και αυτομυθοπλασίας, με το χαρακτηριστικό χιούμορ και την τρυφερότητα του Coe. Ένα πολιτικό μυθιστόρημα ιδεών, σατιρικό και αιχμηρό, που δείχνει πώς το κλειδί για την κατανόηση του παρόντος μπορεί συχνά να βρεθεί στις πιο σκοτεινές γωνιές του παρελθόντος.

Επαναστατώ, θέλω να σηκωθώ, να βγω, να μην είμαι περιορισμένος. Θα ξεντυθώ τα ρούχα μου να βγω γυμνός. Γιατί να σκέφτομαι το συμφέρον μου, την ωφέλειά μου; Γιατί να θέλω καλοπέραση; Aν δεν περπατήσω γυμνός, δεν θα πω ό,τι έχω. Δεν μπορώ να σταματήσω αυθαίρετα σ’ ένα τυχαίο σημείο, να δεχτώ από τύχης τη ζωή και από τύχης το θάνατο. Σκοτάδι τριγύρω μου πυκνό. Δεν βλέπω. Άνισα σχήματα που διαψεύδονται με το πασπάτεμα της αφής. Δεν βρίσκω τον ήρωα. Ο ερωτευμένος νέος στο παράθυρο μου φαίνεται γελοίος. Θέλω να μιλήσω με δύναμη για να μπορέσει να κατορθωθεί η ζωή στον τόπο μου. Προσφιλής μου πατρίδα, μόνο η ζωή σου μπορεί να δικαιώσει τη ζωή μου. Σύμβολα υψηλά και μορφή απαιτεί το έργον. Όρθιος παλεύω.

Μια συγκλονιστική ιστορία art trafficking που οδήγησε στην αποκάλυψη ενός από τα μεγαλύτερα μυστήρια στον χώρο της τέχνης. Τα πελώρια χάλκινα άλογα του Γιόζεφ Θόρακ, που στέκονταν επιβλητικά έξω από την Καγκελαρία του Γ’ Ράιχ, εξαφανίστηκαν από τους βομβαρδισμούς του Βερολίνου, λίγο πριν από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου…
Όλοι πίστευαν ότι καταστράφηκαν, μέχρι που ο ντετέκτιβ Άρθουρ Μπραντ, παθιασμένος ιστορικός τέχνης και ιδιωτικός ερευνητής, αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι μιας δύσκολης και επικίνδυνης ανακάλυψης. Μια αληθινή ιστορία που φωτίζει τον λαβύρινθο του εμπορίου τέχνης, αποκαλύπτοντας σκοτεινές διαδρομές, γνωστούς άγνωστους πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, σε μια υπόθεση γεμάτη δολοπλοκίες, παράνομες συναλλαγές και μαύρο χρήμα.

1915: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαπράττει μία από τις πιο φρικτές γενοκτονίες του 20ού αιώνα: την εξόντωση 1,5 εκατομμύριου Αρμενίων.
Οι υψηλά ιστάμενοι Οθωμανοί υπεύθυνοι αυτής της θηριωδίας δραπετεύουν, και παραμένουν ατιμώρητοι… ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζουν.
Μερικά χρόνια αργότερα, μια μυστική ομάδα επιζώντων Αρμενίων οργανώνει την Επιχείρηση Νέμεσις, μια τολμηρή αποστολή αντεκδίκησης με στόχο την εκτέλεση όσων έφεραν βαριές ευθύνες. Το αποκορύφωμα της Επιχείρησης έρχεται το 1921, όταν ένας νεαρός Αρμένιος σκοτώνει στο Βερολίνο τον Ταλαάτ Πασά, τον αρχιτέκτονα της γενοκτονίας, σε ένα ιστορικό χτύπημα που συγκλόνισε όλον τον κόσμο.
Με αριστοτεχνική αφήγηση και μετά από ενδελεχή έρευνα, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει αυτή τη συναρπαστική—κι ελάχιστα γνωστή—σελίδα της ιστορίας. Το Επιχείρηση Νέμεσις δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για την εκδίκηση μιας ομάδας επιζώντων· είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο για την ανάγκη της δικαιοσύνης, τη δύναμη της μνήμης και την αντοχή απέναντι στη λήθη.

Μήπως έχει ήδη ηττηθεί η διεθνής τάξη που βασίζεται σε δημοκρατικούς θεσμούς; Η Applebaum ελπίζει πως όχι, αλλά είναι αβέβαιη για τη μοίρα της. Καμία δημοκρατία δεν είναι ασφαλής, γράφει. Οι απολυταρχίες πλέον αλληλοϋποστηρίζονται με δεκάδες φανερούς και αφανείς τρόπους, με μόνο σκοπό την επικράτηση και τον πλουτισμό των αυταρχικών ηγετών τους.
Η δημοκρατία παγκοσμίως αμφισβητείται επιθετικά από τους οργανωμένους εχθρούς της: Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Βόρεια Κορέα, υπονομεύουν τη δημοκρατία διεθνώς, ακόμα και μέσα στις ίδιες τις δημοκρατικές χώρες. Παρόλα αυτά, υπάρχει ακόμη ελπίδα γιατί υπάρχουν φιλελεύθερες κοινωνίες, ανοιχτές και ελεύθερες χώρες που προσφέρουν στους ανθρώπους περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν αξιοπρεπείς, χρήσιμες ζωές από ό,τι οι φοβικές δικτατορίες που βασίζονται στην καταπίεση και την καταστολή.

Έξι αστροναύτες (από Αμερική, Ιαπωνία, Βρετανία, Ιταλία και Ρωσία), γυναίκες και άνδρες, ταξιδεύουν με ταχύτητα 27.000 χλμ./ ώρα. Μέσα σ ᾽ ένα εικοσιτετράωρο βλέπουν δεκαέξι φορές την ανατολή και τη δύση, τις εποχές ν᾽ αλλάζουν, τους παγετώνες να διαδέχονται ερήμους. Παρά τις εικόνες ασύλληπτης ομορφιάς και την καθημερινότητά τους στο σκάφος, η σκέψη τους γυρίζει στους ανθρώπους που άφησαν πίσω τους. Μια κάρτα, ένα μέιλ, ένας θάνατος, ένας τυφώνας γίνονται αφορμές για βαθιές σκέψεις και σημαντικές αποφάσεις.
«Ένα γράμμα αγάπης προς την ανθρωπότητα και τον πλανήτη μας, αλλά κι ένα βιβλίο που αναγνωρίζει, με βαθιά συγκινητικό τρόπο, την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής» (Επιτροπή βραβείου Booker 2024). Από τη Βρετανίδα Σαμάνθα Χάρβεϊ (γενν. 1975), που χαρακτηρίστηκε «Μέλβιλ των ουρανών» (The New Yorker).

Η Μαρί, ένα νόθο κοριτσάκι, µιλάει για τη µητέρα της τη Ζενί, ή Τρελοζενί, όπως τη λένε όλοι, που ξενοδουλεύει στις φάρµες και στα χωράφια, θωρακισµένη µέσα σε µια τροµακτική σιωπή. Καθώς η παιδική φωνή της Μαρί αφηγείται τη σκληρότητα της ζωής στην ύπαιθρο, δίνοντας συγχρόνως θαυµάσιες περιγραφές γεµάτες µυρωδιές και χρώµατα, αποκαλύπτονται και οι τραυµατικές εµπειρίες µάνας και κόρης.

Να αγαπάς, να θυσιάζεσαι και να υποτάσσεσαι!
Αυτό ήταν το πεπρωμένο κάθε γυναίκας;

Όταν η παιδική της ηλικία σε μια παραθαλάσσια πόλη τελειώνει με δραματικό και βίαιο τρόπο, η ανώνυμη αφηγήτρια αυτού του φλογερού αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος ανακαλύπτει συγκλονισμένη τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, στην Ιταλία, στην αυγή του 20ού αιώνα. Καθώς αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η δική της δυστυχία δεν διαφέρει από τη δυστυχία της μητέρας της και κάθε γυναίκας γύρω της, επαναστατεί κι αποφασίζει να ξεφύγει από τη μοίρα της. Με θάρρος και οργή, πολύ μπροστά από την εποχή της, η Σιμπίλα Αλεράμο υπογράφει το πρώτο φεμινιστικό έργο της Ιταλίας και έργο-ορόσημο στην ευρωπαϊκή φεμινιστική λογοτεχνία. Μαζί με τη θέση της γυναίκας, η Αλεράμο δίνει μια καλειδοσκοπική εικόνα της Ιταλίας εκείνης της εποχής – τη φρενήρη εκβιομηχάνιση του Βορρά, τη μιζέρια και την εγκατάλειψη του Νότου, την πολιτική και λογοτεχνική ζωή της χώρας· όλα σε ένα δραματικό φόντο που πολύ ορθά ο Λουίτζι Πιραντέλο περιγράφει ως «δυσάρεστο και δυνατό».

Βίντσε Κόρσο, βιβλιοθεραπευτής και ερευνητής λογοτεχνικών μυστηρίων, έχοντας επιβιβαστεί σε λάθος τρένο γνωρίζει τυχαία έναν καλλιεργημένο, μυστηριώδη άντρα, που θυμίζει τον αναρχικό τροβαδούρο Λεό Φερρέ. Ακολουθώντας τον, συνεχίζει το ταξίδι του μέχρι τη Γένοβα και στη συνέχεια την Κυανή Ακτή. Ανάμεσα σε φτωχικές πανσιόν και Αρ νουβό ξενοδοχεία, πίσω από στίχους ποιητών και ανθρώπους που κουβαλάνε στις πλάτες τους πλήθος ιστοριών, θα αναζητήσει και τη δική του, προσπαθώντας να ανακαλύψει την ταυτότητα ενός πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, στην πιο σημαντική έρευνα της ζωής του.
Το Νυχτερινό στη Γαλλία είναι ένα νυχτερινό γεμάτο φως. Μια ιστορία γεμάτη λάθη, τυχαία γεγονότα, αναπάντεχες συναντήσεις, λαβυρίνθους και ανθρώπους που αναζητούν ένα λιμάνι. Ένα μυθιστόρημα για το τι σημαίνει να αφήνεις πίσω σου πρόσωπα και πράγματα, μα και να αψηφάς τα πάντα για να τα (ξανα)βρεις.

«Δεν υπάρχει τίποτα τρομερότερο για ένα άγριο πλάσμα —ούτε ο -πόνος, ούτε ο θάνατος— από το φόβο του ανθρώπου. Ένα κηλιδοβούτι, βουτηγμένο στα πετρέλαια, ελεεινό, ακόμα κι αν μπορεί μόνο το κεφάλι του να κουνήσει, θα προσπαθήσει να τραβηχτεί με το ράμφος του και να πέσει απ’ την άλλη μεριά του αναχώματος, αν απλώσεις το χέρι να το πιάσεις, κι ας επιπλέει σαν ξερό κούτσουρο στα νερά της πλημμυρίδας. Ένα δηλητηριασμένο κοράκι που χάσκει και χτυπιέται ανήμπορο στα χορτάρια βγάζοντας κίτρινους αφρούς απ’ το λαιμό του, θα ριχτεί ξανά και ξανά στον τοίχο του αέρα έτσι και προσπαθήσεις να το τσακώσεις. Ένα κουνέλι, πρησμένο και άθλιο από τη μυξωμάτωση, ένας μικρός σφυγμός όλο κι όλο που χτυπάει μέσα σ’ ένα σακούλι από κόκκαλα και γούνα, θα νιώσει τη δόνηση απ’ τα βήματά σου και θα σε αναζητήσει με μάτια γουρλωμένα και τυφλά. Κι ύστερα θα συρθεί σε κάποιο θάμνο, τρέμοντας από φόβο. Εμείς είμαστε οι φονιάδες. Ζέχνουμε θάνατο. Κουβαλάμε την αποφορά του. Κολλάει επάνω μας σαν παγετός. Αδύνατον να τον διώξουμε».

Ένας νεαρός άντρας τριγυρίζει καθημερινά για μήνες, μόνος, στους υδροβιότοπους της ανατολικής Αγγλίας. Παρατηρεί εμμονικά ένα γεράκι, τον πετρίτη. Να κυνηγά, να σκοτώνει, να τρώει, να παίζει, να κάνει μπάνιο. Τον θαυμάζει, αυτόν τον απαράμιλλο θηρευτή, το ταχύτερο πλάσμα στον κόσμο, που εξαιτίας του ανθρώπου κινδυνεύει να χαθεί από το πρόσωπο της γης. Τον ακολουθεί αδιάκοπα, καταγράφοντας εκστατικά τις κινήσεις του.
Κλασικό έργο της φυσιογραφικής γραμματείας, ο Πετρίτης παρουσιάζει έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπουμε· μια οπτική που μόνο με την άνευ όρων υποταγή του θεατή στο αντικείμενο της παρατήρησής του μπορεί να κερδηθεί. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα ανυπέρβλητο κείμενο πάνω στην ίδια τη γλώσσα και στο πώς οι λέξεις μπορούν να αντεπεξέλθουν στη δυσκολότερη αποστολή: να μιλήσουν για «αυτό που όντως υπάρχει».

image description


«Σας αρέσει λοιπόν το βαθύ σκοτάδι; Ωραία, και σ’ εμένα», γράφει ο Στίβεν Κινγκ στον επίλογο αυτής της νέας θαυμάσιας συλλογής δώδεκα διηγημάτων που εμβαθύνουν στη σκοτεινή πλευρά της ζωής – μεταφορικά και κυριολεκτικά. Για μισό αιώνα ο King είναι κορυφαίος στο είδος, κι αυτά τα διηγήματα με θέμα τη μοίρα, τη θνητότητα, την τύχη και τη ζωή, όπου οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, είναι τόσο πλήρη και καθηλωτικά όσο τα μυθιστορήματά του, γεμάτα νοήματα κι απολαυστικά στην ανάγνωσή τους. Ο Κινγκ γράφει με στόχο να αισθανθεί «την ευφορία πως αφήνει πίσω την καθημερινότητα», και στο βιβλίο αυτό οι αναγνώστες θα αισθανθούν τούτη την ευφορία επίσης, ξανά και ξανά.
Το «Δύο ταλαντούχοι μπάσταρδοι» εξερευνά το επί μακρόν κρυμμένο μυστικό για το πώς αυτοί οι δύο άνδρες απόκτησαν τα ταλέντα τους. Στον «Εφιάλτη του Ντάνι Κάφλιν», μια πρωτόγνωρη μεταφυσική αναλαμπή ανατρέπει δεκάδες ζωές, και με πιο ολέθριο τρόπο αυτήν του Ντάνι. Στους «Κροταλίες», συνέχεια του εμβληματικού Κούτζο, ένας χήρος βυθισμένος ακόμα στο πένθος πηγαίνει στη Φλόριντα αποζητώντας πρόσκαιρη ανακούφιση, αλλά αυτό που βρίσκει είναι μια αναπάντεχη κληρονομιά – με βαριές δεσμεύσεις. Στο διήγημα «Αυτοί που βλέπουν όνειρα», ένας λιγομίλητος βετεράνος του Βιετνάμ απαντά σε μια αγγελία για δουλειά και μαθαίνει ότι μερικές γωνιές του σύμπαντος καλό είναι να μένουν ανεξερεύνητες. Το διήγημα «Ο Άνθρωπος Απάντηση» θέτει το ερώτημα αν το να γνωρίζεις το μέλλον είναι καλό ή κακό και μας θυμίζει ότι μια ζωή σημαδεμένη από μια αβάσταχτη τραγωδία μπορεί παρ’ όλα αυτά να έχει νόημα.