ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Καλοκαίρι 2025

Photo by Scott Webb on Unsplash
Photo by Scott Webb on Unsplash

Απ’ τις πιο αγαπημένες μου στιγμές όλου του χρόνου. Η επιλογή των βιβλίων που θα μας συντροφέψουν για άλλη μια χρονιά στις διακοπές μας. Πάρα πολλά τα καλά βιβλία, όλο και λιγότερος ο χρόνος και κυρίως η συγκέντρωση στη χάρτινη σελίδα. Διαβάζουμε λιγότερο, σκρολάρουμε περισσότερο. Τα βιβλία του καλοκαιρινού μας αφιερώματος έχουν σκοπό να μας κάνουν να παρατήσουμε τους περισπασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να μας βοηθήσουν να ανακαλύψουμε ξανά τη χαρά της ανάγνωσης. Θυμηθείτε πότε ήταν η τελευταία φορά που διαβάσατε ένα βιβλίο χωρίς περισπασμούς. Αυτό δεν αναζητάμε πάντα; Μια να γίνει η αρχή, λοιπόν. Αράξτε κάτω από ένα αρμυρίκι, βολευτείτε σε μια δροσερή αυλή, κλείστε όλο τον κόσμο απ’ έξω και ανοίξτε την καρδιά σας στη λογοτεχνία. Να περάσετε όμορφα ό,τι και να κάνετε. Για όσους φύγουν καλές επιστροφές. Για όλους καλό καλοκαίρι! Η φωτογραφία εντός του άρθρου είναι του Scott Webb για το Unsplash, ενώ η αριστερή είναι του Aryan Dhiman για το Unsplash.

Θεωρείται από πολλούς ως το κορυφαίο έργο του μεγάλου νομπελίστα, Χέρμαν Έσσε. Σάρκα και πνεύμα, συναίσθημα και λογική, τέχνη και διανόηση. Απολλώνειος ο ένας, διονσυσιακός ο άλλος. Βουτήξτε στις σελίδες του και λατρέψτε το, όπως όλοι όσοι το έχουν διαβάσει.

Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε. Σε αυτό ο συγγραφέας καταπιάνεται με όλα τα μεγάλα θέματα που θα τον απασχολήσουν στη μετέπειται πορεία του, όπως είναι η καλλιτεχνική δημιουργία, η λατρεία του για τη φύση και φυσικά η αναζήτηση της ταυτότητας. Ο ρομαντικός Πέτερ Κάμεντσιντ, θέλοντας να γίνει ποιητής ταξιδεύει στη Γαλλία και την Ιταλία και έρχεται αντιμέτωπος με τη δυστυχία της πραγματικής ζωής. Το αν θα ξαναγίνει ιδεαλιστής και ξαναπιστέψει στον άνθρωπο θα πρέπει να το ανακαλύψετε μαζί του.

Με άλλο ένα αριστούργημα θα συνεχίσουμε, τον Καβγατζή της Βρέστης  του Ζαν Ζενέ, μια σπουδή της σκοτεινής ερωτικής επιθυμίας και του εγκλήματος. Ένα εξπρεσιονιστικό επίτευγμα για έναν εκπεσόντα άγγελο και την εξωπραγματική ομορφιά του. Πρόκειται για μια σκοτεινή (ολοσκότεινη θα έλεγα) ερωτική ιστορία. Πώς είναι δυνατόν αυτό; Mα είναι ο Ζενέ ο συγγραφέας του. Κλασικό και σπουδαίο.

Είναι μια συγγραφέας που αγαπώ και είναι ένα βιβλίο που φαίνεται να τα έχει όλα, έρωτα, όνειρα (που πραγματοποιούνται), μπόλικα 80s, περιπέτεια και μια ηρωίδα που ονειρεύεται τ’ άστρα και επιλέγεται από τη NASA για να ταξιδέχει σε αυτά. Όσοι το διάβασαν παραληρούν και φυσικά θα είναι ένα από αυτά που θα ταξιδέψουν μαζί μου. Το εξώφυλλο της ξένης έκδοσης τα σπάει.

Γκοντ και Έλγουντ, Έλγουντ και Γκοντ: ένας μεγάλος έρωτας στη σκιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν ο Γκοντ κατατάσσεται στο μέτωπο, ο ερωτευμένος φίλος του αποφασίζει να τον ακολουθήσει. Είναι ένα βιβλίο που αγαπήθηκε και συγκίνησε πολύ και θα μείνει 100% στη μνήμη σας, όπως άλλωστε όχι τυχαία μαρτυρεί και ο τίτλος του. Το εξώφυλλο συγκλονιστικό.

Άλλο ένα μεγάλο βιβλίο από έναν μεγάλο συγγραφέα που θα μπει στη βαλίτσα. Ο μεσήλικας Τζεντ Τιούκσμπουρι μάς αφηγείται τη ζωή του. Θα μου πείτε τι το πρωτότυπο έχει αυτό. Mα τη γραφή, την ποίηση των προτάσεων του Warren. To άνοιξα και διάβασα σκόρπιες παραγράφους και αυτό ήταν αρκετό για να το πάρω μαζί μου. Ωστόσο και η ιστορία της ζωής του είναι απολύτως ενδιαφέρουσα και τα περιέχει όλα: Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έρωτα, κατάκτηση στόχων όταν όλες οι πιθανότητες είναι εναντίον του ήρωα, με μότο της ζωής του τη συμβουλή της μητέρας του «Να παίρνεις ό,τι είναι να πάρεις και μετά να τραβάς παρακάτω. Μη σταματάς πουθενά» και φυσικά έρωτα. Must must must read!

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1980. Τρεις έφηβες κοπέλες βρίσκονται δολοφονημένες σε μια επαρχία της Αργεντινής. Αυτό το γεγονός μια συγγραφέας όπως η Αλμάδα το μετατρέπει σε λογοτεχνία. Ένα βιβλίο που ραγίζει καρδiές και ταρακουνάει. Ένα βιβλίο για τη “γυναικοκτονία” πριν ακόμα ανακαλυφθεί ο όρος.

«Δεκάδες άνθρωποι παραταγμένοι στην παραλία, φορώντας καπέλο και βάζοντας το χέρι αντήλιο, έδειχναν στον ορίζοντα, μιλώντας μεταξύ τους· κοίταζαν δύο αιωρούμενα πλοία, μερικά μίλια μέσα στη θάλασσα, στο ύψος του Ολύμπου που πρόβαλλε θεόρατος στο βάθος. Ο Αντρέας σταμάτησε λίγο για να δει κι αυτός και συνέχισε τον δρόμο του βιαστικά για να μην αργήσει. Λίγα μέτρα πιο κάτω, σε μια καφετέρια της παραλίας τον περίμενε το ραντεβού του. Με το που έφτασε εκεί, προτού καν χαιρετηθούν, ο Καραμπατάκης του έδειξε τα πλοία που έμοιαζαν να πλέουν μεταξύ ουρανού και γης, καί, χαμογελώντας παράξενα, του είπε:

“Σ’ ορκίζομαι, δεν τό ’κανα  εγώ…”».

Ιούλιος 1987. Θεσσαλονίκη. Καύσωνας και πολλοί νεκροί. Μια περιδιάβαση στην πόλη, προφήτες, τσαρλατάνοι, ταχυδακτυλουργοί και μπόλικη μαγεία.

«Πασάκα μου, βλέπεις, φέτος τὰ πράγματα ἦρθαν ἀνάποδα. Δὲν βοήθησε καὶ τὸ ταξίδι στὴν Ἀθήνα. Εἶναι τόσο δύσκολο νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου. Μετὰ τὰ Σπασμένα, χάσαμε τὰ πάντα. Εἴμαστε κατεστραμμένοι. Πρέπει νὰ φτιάξω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅλο τὸ ἔργο τῆς ζωῆς μου, ποὺ ρημάχτηκε μέσα σὲ μιὰ νύχτα. Συγχώρα με, δὲν μὲ περίσσεψε γρόσι νὰ σὲ πάρω ἕνα δωράκι. […] Ὑποσχέσου πὼς θὰ μὲ συγχωρέσεις. Καὶ μὴν ξεχνᾶς: ὅ,τι δικό μου, δικό σου. Θὰ δεῖς. Τοῦ χρόνου…». Ἦταν ἡ δεύτερη φορὰ μετὰ τὴν ἀποτυχημένη μας πτήση στὸ ὑψιπόρον ἅρμα ποὺ στὰ μάτια μου ὁ πατέρας ἀνέβαινε τόσο ψηλὰ πέφτοντας τόσο χαμηλά.

Λες και ξαφνικά η λέξη “μετανάστης” καταπίνει όλες τις άλλες ιδιότητες ενός ανθρώπου, ακόμη και αυτή την έννοια του “ανθρώπου” Τα πρόσωπα: o ψευδοαρμένης Καμπουριάν, ὁ ἀριστοκράτης ἐμιγκρὲς Βεγγέρωφ, o Παλαιστίνιος Χαλίλ, ὁ φευγαλέος, ἀκαθόριστος, ἀλλὰ μακρόθυμος πατέρας, ὁ Οὑγγροεβραῖος πρόσφυγας Μπέλα, ἡ Ἰρλανδέζα Μάμα Λή, ἡ Φύλλις ἀπὸ τὴ Σάντα Λούτσια, ὁ ἱερομόναχος Ἀρμένης μουσικὸς Βαρταπὲντ Κομητάς, ἡ Σμυρνιὰ Μαρίκα Ρόζα Ντολορόζα, ὁ Λευκάδιος Χέρν, ὁ κρυπτοχριστιανὸς Πατεράκης, ὁ Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Πράγα Λίμαν, ὁ Ἰνδιάνος Μετὶ Πάτρικ Χώουκς, οἱ πρόσφυγες Καραμανλῆδες ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ὁ Πάμπος ὁ Κύπριος καὶ ἄλλοι πολλοί παρελαύνουν σε ένα μυθιστόρημα που θα συζητηθεί πολύ και θα διαβαστεί από πολλούς. Συγγραφέας του (όπως και ακόμη δέκα βιβλίων) ο Λάμπρος Καμπερίδης, ιερέας που ζει στον Καναδά.

Βolano. Μόνο με αυτή τη λέξη στο εξώφυλλο απλά το πιάνεις στα χέρια σου και φεύγεις από το βιβλιοπωλείο περιχαρής. Ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς μάς χαρίζει ως δώρο άλλο ένα βιβλίο του. ‘Ενας άνθρωπος με πολλά πρόσωπα. Ανάλογα με την περίσταση γίνεται κάτι διαφορετικό. Βία, θάνατος και αισθητική είναι το τρίπτυχο πάνω στο οποίο θα χτίσει ο συγγραφέας την ιστορία αυτού του ανθρώπου και θα μας μαγέψει πάλι με τις λέξεις του. Τον αγαπάμε και δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε πόσα ακόμα σπουδαία έργα θα έγραφε αν δεν είχει φύγει τόσο γρήγορα από τη ζωή.

Ο συγγραφέας του εξαντλημένου βιβλίου οι “Ώρες” (αλήθεια γιατί ακόμα δεν έχει εκδοθεί;) καταπιάνεται με μια οικογένεια και τον έρωτα του ζευγαριού για τον μικρό αδελφό της γυναίκας. Μη σας τρομάζει που το βιβλίο εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του lockdown λόγω covid. Θα το αφήσετε από τα χέρια σας όταν θα φτάσετε στην τελευταία σελίδα. Ευχόμαστε γρήγορα να κυκλοφορήσουν και οι Ώρες.

Βρισκόμαστε στην Καλιφόρνια κάπου το 2024 με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να έχει προκαλέσει άπειρες κρίσεις (κοινωνικοί αποκλεισμοί και κλιματικό χάος, επιδημίες, φτώχεια, βία). Η πρωταγωνίστρια, με το σύνδρομο της υπερευαισθησίας στα συναισθήματα των άλλων, αφού έχει χάσει ολόκληρη των οικογένειά της, καταφεύγει στον Βορρά για να βρει επιτέλους λίγη ασφάλεια. Ξέχασα να σας πω ότι το βιβλίο γράφτηκε το 1993. Θα νομίζετε ότι βλέπετε το βράδυ τις ειδήσεις. Απολύτως προφητικό και γι’ αυτό απολύτως τρομακτικό.

Το τελευταίο βιβλίο που έγραψε το νομπελίστας Λιόσα, μια ερωτική εξομολόγηση για την πατρίδα του και τη μουσική της. Όπως διαβάζουμε πολύ εύστοχα στο οπισθόφυλλο “Το Σας αφιερώνω τη σιωπή μου αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ονειρεύτηκε μια χώρα ενωμένη μέσω της μουσικής και τρελάθηκε στην προσπάθειά του να γράψει το τέλειο βιβλίο που θα εξιστορούσε το εν λόγω γεγονός.”

Να πω ένα μεγάλο μπράβο σε όλους τους εκδοτικούς οίκους που εκδίδουν queer λογοτεχνία. Δεν είναι κάτι απλό. Αντίθετα είναι πολύ γενναίο. Ιδίως στην εποχή μας που φαίνεται ότι τα τέρατα ξυπνούν και πάλι (αν ήταν ποτέ σε βαθύ ύπνο). Εδώ έχουμε ένα βιβλίο με πολλές διακρίσεις και μια όμορφη ιστορία. Όπως πληροφορούμαστε από το οπισθόφυλλο:

Πολωνία, 1980. Ο ανήσυχος, απογοητευμένος Λούντβικ Γκλοβάτσκι, λίγο πριν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, στέλνεται με την υπόλοιπη τάξη του σε μια αγροτική κατασκήνωση. Εκεί γνωρίζει τον Γιάνους και περνούν μαζί ένα ονειρικό καλοκαίρι κολυμπώντας σε απόμερες λίμνες, διαβάζοντας απαγορευμένα βιβλία και ανακαλύπτοντας τον έρωτα. Όμως το καλοκαίρι τελειώνει, και οι δυο τους επιστρέφουν στη Βαρσοβία και στη σκληρή πραγματικότητα της ζωής που υπαγορεύει το Κόμμα. Εξόριστοι από τον παράδεισο, ο Λούντβικ και ο Γιάνους πρέπει ν’ αποφασίσουν πώς θα επιβιώσουν· και οι διαφορετικές επιλογές τους θα καθορίσουν το μέλλον τους.

Το Κολυμπώντας στο Σκοτάδι είναι ένα αλησμόνητο λογοτεχνικό ντεμπούτο, ένα λυρικό και σπαρακτικό μυθιστόρημα για τη νιότη, την αγάπη και την απώλεια –και τις θυσίες που κάνουμε για να έχουν οι ζωές μας νόημα.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ:

Στη βραχεία λίστα για το βραβείο Polari First Book 2021

Στη μακρά λίστα για το βραβείο Debut Crown 2020 της Ένωσης Συγγραφέων Ιστορικών Μυθιστορημάτων

Ένα από τα Καλύτερα Βιβλία της Χρονιάς 2020 – The Guardian

Ένα από τα Καλύτερα Βιβλία της Χρονιάς 2020 – NPR

Ένα από τα Καλύτερα Βιβλία της Χρονιάς 2020 – Daily Express

«Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ζήσεις μονάχα μια φορά». Ένα λαμπερό, χαρούμενο, αισιόδοξο βιβλίο για όσους επιλέγουμε να γίνουν η οικογένειά μας, τους φίλους μας. Ένας δεκαεννιάχρονος Αμερικανο-βιετναμέζος, κάτοικος της Ανατολικής Χαράς του Κονέκτικατ, είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει, όταν τον σταματά μια ηλικιωμένη Λιθουανή με αρχικά συμπτώματα άνοιας. Το δέσιμό τους είναι τέτοιο που η ζωή τους αλλάζει για πάντα. Οι δυο τους γίνονται αχώριστοι και η ζωή τους αλλάζει. Αγάπη, φιλία, δεύτερη ευκαιρία και χαρά. Τι άλλο θέλετε για ένα καλοκαιρινό βιβλίο;

Ένα συγκλονιστικό βιβλίο εκδίδεται επιτέλους στη χώρα μας. Το New Yorker αφιέρωσε ολόκληρο τεύχος του στη δημοσίευση του κειμένου που έμελλε να γίνει ο ορισμός της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Επιτροπή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης το κατέταξε ως «το καλύτερο δημοσιογραφικό έργο του 20ού αιώνα» και το TIME ως ένα από τα 100 καλύτερα (μη μυθοπλαστικά) βιβλία όλων των εποχών.

Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας στάλθηκε στην Ιαπωνία, εννέα μήνες αφότου οι ΗΠΑ έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα. Στην αφήγηση του Hersey, πρωταγωνιστούν τα θύματα ενός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας για το οποίο κανένας δεν λογοδότησε. Ογδόντα χρόνια μετά, που η βαρβαρότητα έχει γίνει νόμος και οι άνθρωποι νούμερα, αυτή η ιστορία τρόμου μοιάζει ακόμα ζωντανή – και απαιτεί να εντοπίσουμε τις επαναλήψεις της στο παρόν.

Το βιβλίο Χιροσίμα είναι η ιστορία έξι ανθρώπινων όντων που έζησαν τη μεγαλύτερη ανθρωπογενή καταστροφή στην ιστορία. Ο John Hersey λέει τι έκαναν αυτοί οι έξι — ένας υπάλληλος, μια χήρα μοδίστρα, ένας γιατρός, ένας μεθοδιστής λειτουργός, ένας νεαρός χειρουργός και ένας Γερμανός Καθολικός ιερέας — στις 8:15 π.μ. στις 6 Αυγούστου 1945, όταν καταστράφηκε η Χιροσίμα με την πρώτη ατομική βόμβα που έπεσε ποτέ σε πόλη. Μετά παρακολουθεί την πορεία της ζωής τους ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα. Σαράντα χρόνια μετά ο συγγραφέας επιστρέφει στη Χιροσίμα αναζητώντας τους ήρωές του. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μάς αποκαλύπτει τι ανακάλυψε γι’ αυτούς. Συγκλονιστικό.

Τέχνη και ομορφιά. Σε λίγους μήνες η μικρή Μόνα θα χάσει το φως της. Ο παππούς της θα την μυήσει στην ομορφιά της ζωγραφικής. Κάθε Τετάρτη απόγευμα θα επισκέπτονται ένα μουσείο, ώστε το παιδί να δει όσα πρέπει πριν σταματήσει να βλέπει. Ένα γλυκόπικρο βιβλίο για την ομορφιά της ζωής, για όσα φαίνονται και όσα είναι αόρατα μα υπαρκτά.

Τέσσερις φίλοι πηγαίνουν στη νότια Γαλλία για να δουλέψουν στα αμπέλια. Αντί γι’ αυτό δουλεύουν σε εκτροφεία πουλερικών και σε γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες, κάνοντάς τους να αναθεωρήσουν την αντίληψή τους για τον κόσμο και την ίδια αυτή πραγματικότητα. Αδιόρατη απειλή, μόνιμη ανησυχία αλλά με ένα χιούμορ που τσακίζει κόκκαλα. Και πολύ ωραίο εξώφυλλο θα πω.

Aυτό το περίμενα καιρό και εύχομαι να μη με απογοητεύσει. Η ιστορία όπως μα τη διηγείται το οπισθόφυλλο είναι η εξής: oι έφηβοι Σαμ και Σέιντι γνωρίζονται τη δεκαετία του 1980 σε ένα παιδιατρικό νοσοκομείο στην Καλιφόρνια, όπου ο Σαμ νοσηλεύεται μετά από το τροχαίο δυστύχημα που κόστισε τη ζωή στη μητέρα του και η αδελφή της Σέιντι υποβάλλεται σε θεραπεία για λευχαιμία. Τα δύο παιδιά θα γίνουν φίλοι παίζοντας βιντεοπαιχνίδια. Θα ξανασυναντηθούν τυχαία, έξι χρόνια αργότερα, στη Μασσαχουσέττη, όπου σπουδάζουν. Η συνάντηση αυτή είναι η αρχή μιας θρυλικής συνεργασίας στον συναρπαστικό χώρο του σχεδιασμού βιντεοπαιχνιδιών. Προτού αποφοιτήσουν από το πανεπιστήμιο, οι δύο φίλοι δημιουργούν το πρώτο τους blockbuster παιχνίδι και εν μιά νυκτί κατακτούν τον κόσμο. Η επιτυχία και ο πλούτος, όμως, δε θα τους προστατεύσουν από τις παγίδες της υπέρμετρης φιλοδοξίας τους, τις προδοσίες και τις προσωπικές τραγωδίες που θα βιώσουν στην πορεία.
Στο «Αύριο, και το αύριο, και το αύριο» η Γκαμπριέλλε Ζέβιν εξετάζει την πολυποίκιλη φύση της ταυτότητας, της αναπηρίας, της αποτυχίας, τη δυνατότητα λύτρωσης που προσφέρει το παιχνίδι και, πάνω απ’ όλα, την ανάγκη μας για βαθιά ανθρώπινη επαφή, για τη λαχτάρα μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Ένα από τα 100 καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα των New York Times.

Οι εκδόσεις Μικρός Ήρως παρουσιάζουν την πρώτη τους κυκλοφορία manga, μια ξεχωριστή ιστορία βουτηγμένη στην ιαπωνική λαογραφία, που θα σας συγκινήσει. Ο Άκι δεν μπορεί να βρει το δρόμο για το σπίτι του. Όλοι γύρω του δείχνουν να αδιαφορούν γι’ αυτό το χαμένο παιδί. Όλοι… εκτός από τον Τζίζο, ένα παράξενο αγόρι που εμφανίστηκε από το πουθενά. Από πού ήρθε; Πού θέλει να τον πάει; Είναι ασφαλές να τον ακολουθήσει μέσα στον ναό; Παρά το μεγάλο του χαμόγελο, ο Άκι δυσκολεύεται να εμπιστευτεί τον καινούργιο του φίλο. Ειδικά όταν μια τρομακτική μάγισσα θα κυνηγήσει τα παιδιά με το που πέσει ο ήλιος… Το manga Τζίζο είναι η πρώτη συνεργασία μεταξύ της Mato, μιας νεαρής Γιαπωνέζας εικονογράφου, και του Mr Tan, γνωστού και ως Antoine Dole, συγγραφέα κόμικς, μάνγκα και παιδικών μυθιστορημάτων. Πρόκειται για ένα παραμύθι που εξερευνά την ιαπωνική λαογραφία στο ύφος του Ταξιδιού Στη Χώρα Των Θαυμάτων του Χαγιάο Μιγιαζάκι. Το φυσιολογικό και το συνηθισμένο συναντάει το αλλόκοτο και το απόκοσμο, σε μια ιστορία υπνωτική, τρομακτική, ποιητική όσο και σαγηνευτική. Καθώς αναπτύσσεται η φιλία μεταξύ του Άκι και του Τζίζο, η Mato και ο Mr Tan συνδυάζουν τα ταλέντα και τις ευαισθησίες τους σε ένα οπτικά πανέμορφο manga που θα ενθουσιάσει μικρούς και μεγάλους! Μια αριστουργηματική αποτύπωση της ιαπωνικής κουλτούρας σε ένα manga για όλες τις ηλικίες. (Από τον εκδότη) Βραβείο Daruma French Touch, Japan Expo 2022

Ο Βίκτορ Μολίνα, ένα αγόρι που μεγάλωσε στο Ιλόκος των Φιλιππίνων με τη μητέρα και τον αδερφό του, ένιωσε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα γύρω στην ηλικία των δέκα. Για ένα άλλο αγόρι. Τώρα, στα σαράντα του χρόνια, μοιράζεται το ταξίδι της ζωής του, ένα ταξίδι με ενδιάμεσους σταθμούς τα ηθικά διλήμματα, την απώλεια, την προσωπική αφύπνιση.

Οι Χαρταετοί μέσα στη νύχτα, ένα queer αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του συγγραφέα Μπλέιζ Κάμπο Γκακόσκος, είναι ένα βιβλίο συγκινητικό, πολυσύνθετο και μοναδικό, όπως άλλωστε και κάθε ταξίδι αυτεπίγνωσης.

Το καλοκαίρι άρχιζε όταν έφυγα για να ψάξω νεράιδες στις ακτές του Ατλαντικού. Δεν πιστεύω πως υπάρχουν. Κανένα κορίτσι με φτερά δεν πετάει με κοντή φουστίτσα πάνω από πηγές. Ο κόσμος έχει αδειάσει από την παρουσία τους. Τον 12ο αιώνα, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν μέσα σε οπτασίες. Ένας χλωμός Βέλγος, ο Μαίτερλινκ, είχε πει: «Παράξενοι που ‘ναι οι άνθρωποι… Από τότε που πέθαναν οι νεράιδες, δεν βλέπουν πια τίποτα και δεν υποψιάζονται τίποτα».
Η λέξη νεράιδα σημαίνει κάτι άλλο. Είναι μια ιδιότητα του πραγματικού που φανερώνεται από μια προδιάθεση του βλέμματος. Υπάρχει ένας τρόπος να συλλαμβάνεις τον κόσμο και να διακρίνεις το θαύμα του. Η αντανάκλαση του ήλιου στη θάλασσα, το θρόισμα του ανέμου στα φύλλα μιας οξιάς, το αίμα στο χιόνι και η σταγόνα που σχηματίζεται στη γούνα ενός ζώου: εκεί βρίσκονται οι ΝΕΡΑΙΔΕΣ νεράιδες.
Αντικρίζουμε τον κόσμο με σεβασμό. Και εμφανίζονται. Ξαφνικά, ένα σήμα. Αναδύεται η ομορφιά μιας φιγούρας. Δίνω το όνομα νεράιδα σ’ αυτή την ανάδυση.
Τα ακρωτήρια της Γαλικίας, της Βρετάνης, της Κορνουάλης, της Ουαλίας, της νήσου Μαν, της Ιρλανδίας και της Σκοτίας σχημάτιζαν ένα τόξο. Από τη θάλασσα, θα πήγαινα να ενώσω τούτα τα κομματάκια. Σ’ αυτή την καμπύλη, σίγουρα θα βλέπαμε να ξεπροβάλλουν θαύματα.
Καθώς η νύχτα είχε πλακώσει αυτόν τον κόσμο των μηχανών και των τραπεζιτών, έδινα στον εαυτό μου τρεις μήνες για να προσπαθήσω να τις δω. Έφευγα. Με τις νεράιδες
. (Συλβαίν Τεσσόν, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ήταν ένα απ’ τα λίγα βιβλία που συζητήθηκαν τόσο πολύ. Η ολιγοσέλιδη αυτή νουβέλα αγαπήθηκε απ’ το κοινό όχι άδικα. Όλοι βρήκαν σε αυτήν κάποια στοιχεία που τους θύμιζαν τις ζωές τους, τις ψεύτικες ζωές, αυτές που παρουσιάζονται στους τρίτους μέσω των social media. Ο συγγραφέας με λίγα λόγια που στοχεύουν στην καρδιά μάς δείχνει τι απομένει από το «όνειρο» της τελειότητας, όταν όλα γύρω σου αλλάζουν. Ήταν φυσικά υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025. Η έκδοση υπέροχη. Το εξώφυλλο φανταστικό.

Έχοντας μεγαλώσει σε μια κακοποιητική οικογένεια, σε έναν κόσμο δίχως αγάπη και θαλπωρή, και έχοντας χάσει τον αδερφό του από αυτοκτονία, ο Εμμανουήλ μετακομίζει στην Αθήνα για να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Οι καταστάσεις τoν αναγκάζουν να αφήσει την ψυχή του σε ένα γράμμα για να λυτρωθεί αποκαλύπτοντας τις αμαρτίες της οικογένειάς του. Το τελευταίο γράμμα που θα γράψει. Το κείμενο παίρνει ζωή και η ψυχή ζωντανεύει. Η τελευταία του παράσταση.

 Παρατηρώ, καθώς επισκέπτομαι το θεοσκότεινο κι από χρόνια ακατοίκητο βαγόνι του χρόνου, πως ήμουν ένας παλιάτσος, ένας θλιβερός γελωτοποιός, ένας ανόητος κλόουν. Ήμουν ένα άθλιο, καταφρονεμένο και κυνικό παιδί, που άργησε να συνειδητοποιήσει και βιάστηκε να νιώσει. Ένα παιδί που πάσχιζε να ζαρώσει το πρόσωπό του, να το ρυτιδιάσει και να το παραμορφώσει, προκαλώντας μια φαιδρή έκφραση, που αγκομαχούσε να σουφρώσει τα χείλη του, θέλοντας να φανερώσει μια αποτρόπαιη γκριμάτσα για να προσφέρει γέλιο. Αυτός ήταν ο τρόπος να ελαφρύνω τη ζωή των ανθρώπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόμουν αποδεκτός. Θα εισέπραττα ένα χαμόγελο ή ένα φτύσιμο.

Πάντα θα είμαι ένας υποκριτής. Για όσο ζω θα είμαι μέρος μιας θεατρικής παράστασης χωρίς κοινό, χωρίς επιδοκιμασία, χωρίς έπαινο, χωρίς χειροκρότημα.

«Είσαι η πιο σπουδαγμένη γενιά της ιστορίας, η πιο κακοπληρωμένη γενιά της ιστορίας, η πιο καφεϊνοεξαρτημένη γενιά της ιστορίας, η πιο ανασφαλής, καταθλιπτική και κομπλεξαρισμένη γενιά της ιστορίας.»

Μέργεμ είναι το όνομά της. Δύο συλλαβές όλες κι όλες. Μέρ-γεμ. Και ο Σουπερόσαυρος είναι η ιστορία της, αλλά και η ιστορία της γενιάς της: Όταν η Μέργεμ στα 25 της πιάσει την πρώτη της δουλειά ως πρακτικάρια σε μια από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σουπερμάρκετ στα Κανάρια, θα βρεθεί αντιμέτωπη τόσο με το συστηματικό mobbing σε μια κακοπληρωμένη δουλειά –για να φτάσει στην οποία αναγκάζεται να κάνει μια ώρα απόσταση με το λεωφορείο κάθε μέρα–, όσο και με τον ρατσισμό από αφεντικό και συναδέλφους, για τη μαροκινή καταγωγή της. 

Γεμάτη σαρκασμό, χιούμορ αλλά και οργή, η Μέργεμ Eλ Μεγντάτι δημιουργεί μια ιστορία που απεικονίζει τις καθημερινές δοκιμασίες όσων γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’90, όπου όλα δίνουν την εντύπωση ότι στρέφονται εναντίον σου: η αποξένωση στην εργασία, ο ρατσισμός και η υποτέλεια στους τουρίστες των Καναρίων Νήσων, στους οποίους όπως η ίδια τονίζει «κανείς δεν φωνάζει να επιστρέψουν στις χώρες τους, επειδή είναι λευκοί».

Με νεανική, παιχνιδιάρικη γλώσσα και διάσπαρτες παραγράφους fanfic στην αφήγηση, η Μέργεμ φωτίζει όσα λέει, νιώθει και ζει η γενιά της, μέσα σε μια καθημερινότητα με πολύ καφέ και καταστροφικά ραντεβού στο Tinder. Έτσι ο δεινόσαυρος του Σουπερόσαυρου, χωρίς να χάνει την πολύχρωμη πρόσοψη και το χαμογελαστό του πρόσωπο, εξερευνά δύο παράλληλες πραγματικότητες: αφενός την εργασιακή επισφάλεια, τη μοναξιά που απορρέει από το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις για έναν μισθό και «την έλλειψη προοπτικών μιας γενιάς στα όρια της οικονομικής κρίσης» (La Provincia)⋅ αφετέρου, την υπερβολική τουριστικοποίηση που αποξενώνει τους ντόπιους από τον τόπο τους.

Η Μέργεμ Ελ Μεγντάτι, που γεννήθηκε στο Μαρόκο το 1991, αλλά μόλις ενός μήνα βρέθηκε στα Κανάρια, αποτελεί μια από τις πλέον υποσχόμενες νέες φωνές στην ισπανόφωνη λογοτεχνία. Θεωρεί ότι η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι, ένας πειραματισμός και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο Σουπερόσαυρος είναι ένα έργο «99% μυθοπλασία», με μόνη σύμπτωση μεταξύ συγγραφέα και πρωταγωνίστριας το όνομα και την ηλικία!

Ένας χήρος που θρηνεί για τον χαμό της νεαρής συζύγου του. Ένας χορδιστής πιάνου που κρατά βαθιά κρυμμένα μέσα του τα μυστικά μιας ολόκληρης ζωής. Ένα ξεκούρδιστο Steinway. Ένα ταξίδι αυτογνωσίας στον χρόνο, από ήπειρο σε ήπειρο, από ένα σκοτεινό διαμέρισμα στη γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια της Ταϊπέι, ως τη χιονισμένη Νέα Υόρκη.

Ο χορδιστής του πιάνου είναι ένα μικρό και ταυτόχρονα τόσο δυνατό μυθιστόρημα. Ένα βιβλίο ήχων: ήχων μουσικής και ήχων που πηγάζουν από τα βάθη της καρδιάς, από τον Ραχμάνινοφ ως τον Σούμπερτ, από τον Γκλεν Γκουλντ ως τον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, από τις ευκαιρίες που αφήνει κανείς ανεκμετάλλευτες ως τη δίχως ανταπόκριση αγάπη.

Μπορεί αυτό να είναι το πορτρέτο ενός «αποτυχημένου» καλλιτέχνη, μα είναι συνάμα ένα κυνήγι, της απόλυτης ομορφιάς στη μουσική και στην αγάπη.

Το μυθιστόρημά του Ο χορδιστής του πιάνου τιμήθηκε με τα σημαντικότερα βραβεία στην Ταϊβάν (Taipei Book Fair Award, Openbook Award, Taiwan Literature Award, United Daily Literature Award) και έχει ήδη μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες.

Προφανώς και ο καινούργιος Ξανθούλης θα μπει στη βαλίτσα.

Οπισθόφυλλο: Είναι βέβαιο πως η Ροδόσταμη, κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας, δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Οι άνθρωποί της, όμως, πιθανότατα θυμίζουν γείτονες, συγγενείς, εραστές ή και τυχαίες γνωριμίες.

Το έτος 1959 και η αναμονή του ξεχωριστού 1960, που εγκαινίαζε μια ζωηρή δεκαετία, ανέσυρε αναμνήσεις από γεγονότα που η Ιστορία κατέγραψε ως κοσμοϊστορικά, με τη συνδρομή επιστημόνων, ιστορικών ή καφενόβιων ρητόρων που κυκλοφορούν πάντα ανάμεσά μας, σαν αντιβίωση στην πλήξη. Μπορεί όμως να είμαστε κι εμείς φορείς ανάλογης αβάσταχτης σοβαρότητας ή και ελαφρότητας, όσο κι αν δεν το έχουμε εμπεδώσει, αφού ουδείς μάς το επισήμανε εγκαίρως… Η Ροδόσταμη, πάντως, συγκέντρωνε μια ενδιαφέρουσα ποικιλία από σωσίες των εαυτών μας. Οι αδελφές Γαργάρα, Φιλοθέη και Μαγιοπούλα, εκπαιδεύουν την αθωότητά τους αρχικά στην οικογενειακή αρένα και μετά ταξινομούν αλήθειες και ψευδαισθήσεις με σθένος ηρωικό και ευτράπελο. Οι δύο θυγατέρες του παλαιστή Ηρακλή Γαργάρα έγιναν έτσι αφορμή να γραφτεί ένα πόνημα θυελλωδών καταστάσεων – καιρικών, ψυχολογικών και άλλων.
Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι πρόκειται για συγγενικές του περσόνες ως προς την επιδίωξη απόδρασης σε μια Αθήνα έτοιμη να τις ανταμείψει με μυστικά τερατωδών αλλά ρομαντικών ρεφρέν, που υμνούσαν κάθε οξύμωρη προσδοκία ή ματαίωση. Κι αυτές, εύπιστες και απελπισμένες, επιδόθηκαν στο σπορ της Άλωσης, παραδομένες στα κέφια ενός εκτροχιασμένου χρόνου. Όσο για την εμμονή του συγγραφέα με τα έτη 1959 και 1960, αυτή, σύμφωνα με φήμες και σχόλια εμπειρογνωμόνων, οφείλεται στην ψυχωτική αμηχανία ενηλικίωσης που υπέστη – και την οποία, μάλλον, δεν ξεπέρασε ποτέ.

Είναι -και όχι άδικα- ένα από τα πιο βραβευμένα βιβλία της εποχής μας (μεταξύ άλλων έλαβε το Pulitzer και το National Book Award). Πρόκειται φυσικά για το James ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας. Μια συνέχεια του ανυπέρβλητου αριστουργήματος του Τουέιν, του Χάκλμπερι Φιν (που ευχόμαστε να εκδοθεί σύντομα ξανά) που κατά τη γνώμη μου αποκτά άλλη διάσταση αν διαβαστεί μαζί. Στο James, o μικρός Τζιμ ξεκινά με τον φίλο του Χάκλμπερι Φιν ένα ταξίδι προς την ελευθερία με όχημα μία σχεδία, διασχίζοντας τον θρυλικό Μισισιπή. Είναι ήδη κλασικό.

Ένα θριλεράκι δυνατό. Η Μάλορι Κουίν μόλις έχει βγει από την απεξάρτηση όταν πιάνει δουλειά ως μπέιμπι σίτερ του πεντάχρονου Τέντι. Ενθουσιάζεται με τη νέα της δουλειά. Έχει δικό της δωμάτιο, καθώς και τη σταθερότητα που τόσο λαχταρά. Δένεται γρήγορα με τον Tέντι, ένα γλυκό, ντροπαλό αγόρι που έχει μονίμως μαζί του το μπλοκ ζωγραφικής και το μολύβι του. Οι ζωγραφιές του είναι συνηθισμένες: δεντράκια, λαγουδάκια, λουλουδάκια.
Μια μέρα όμως ζωγραφίζει κάτι διαφορετικό: έναν άντρα σ’ ένα δάσος να σέρνει το άψυχο σώμα μιας γυναίκας.
Οι δημιουργίες του Τέντι γίνονται όλο και πιο σκοτεινές, και τα ανθρωπάκια του γρήγορα μετατρέπονται σε ρεαλιστικά σκίτσα που υπερβαίνουν κατά πολύ τις ικανότητες ενός πεντάχρονου. Η Μάλορι αρχίζει να αναρωτιέται μήπως πρόκειται για κλεφτές ματιές σε έναν ανεξιχνίαστο φόνο, που ίσως τις στέλνει μια υπερφυσική δύναμη. Παρότι καταλαβαίνει πόσο παράλογη μοιάζει αυτή η σκέψη, η Μάλορι προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τις ζωγραφιές και να σώσει τον Τέντι πριν να είναι πολύ αργά.

Έχει δίκιο: αυτός ο τόπος είναι σαν τον ερωτικό πόνο. Περιμένουμε τη θεραπεία. Λέμε στον εαυτό μας πως είναι χαζό, πως δεν είναι τίποτα, είναι μόνο ένας άνθρωπος ή ένα κομμάτι γης, άχρηστα πράγματα. Πώς γίνεται πράγματα τόσο άχρηστα να πονάνε τόσο πολύ; Το επαναλαμβάνουμε. Κάποιες ανοιξιάτικες μέρες, ξυπνάμε, λίγος ήλιος πέφτει πάνω στα σεντόνια μας, τεντωνόμαστε και λέμε, είναι μια καλή μέρα. Η γλυκύτητα αυτού του ξυπνήματος μας κάνει να πιστεύουμε πως η θεραπεία ήρθε μέσα στη νύχτα, στο ανυπεράσπιστο μυαλό μας. Από δω και πέρα, είμαστε στη φάση της ανάρρωσης. Από εδώ και πέρα, αυτός ο τόπος τελείωσε για εμάς. Αλλά αρκεί, το ίδιο βράδυ, μια αντανάκλαση στον καθρέφτη, ένα πρόσωπο με το οποίο διασταυρωνόμαστε στο δρόμο και θέλουμε να του πούμε: «Εσύ! Εσύ ήσουν εκεί μαζί μου, τότε, παλιά, έτσι δεν είναι;» και όλα τελειώνουν. Άλλες μέρες, φθινοπωρινές, σ᾽ ένα μέρος πολύ πιο όμορφο από αυτό, όπου τα μαύρα, βαθιά δάση γίνονται πορτοκαλιά και τα γαλάζια, ανάλαφρα ρυάκια τραγουδούν νανουρίσματα, ένας άνεμος σηκώνεται μες στην ψυχή και λέμε, Να, τώρα, θεραπεύτηκα. Αλλά η νύχτα μάς γυρίζει πίσω σ’ εκείνο το βράδυ, σ’ εκείνο το αηδόνι, σ’ εκείνο το δέντρο, σ’ εκείνη την ανοιχτή πληγή που σκάβει τη χώρα.

Ο Φαϊσάλ, ένας τριαντάχρονος από την Παλαιστίνη, λαμβάνει ένα μυστηριώδες αγγελτήριο θανάτου. Ποια είναι η πεθαμένη θεία Ρίτα; Υποκύπτοντας στην περιέργειά του εγκαταλείπει τον εραστή του και τη ζωή του στην Ευρώπη και επιστρέφει στο Τζαμπαλέιν, το χωριό όπου γεννήθηκε. Καθώς περιπλανιέται στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό της παιδικής του ηλικίας, το προγονικό παρελθόν αναδύεται λαμπρό και φορτωμένο μυστικά, ενόσω επικρέμαται η απειλή της επικείμενης προσάρτησης του τόπου του από τις δυνάμεις του εχθρού.

Ο Κύρος, η Νεφέλη, ο Γιάννης, η Μαρία, ο Πάρης και η Φιλιώ.

Μια παρέα παιδιών, πάνω-κάτω συνοµήλικοι, από 11 έως 14 χρόνων, τελειώνουν το σχολείο και περνούν το καλοκαίρι τους στην Αµοργό. Μπάνια, βόλτες και αραλίκι στις πλατείες, µπάλα, παιχνίδια και τα πρώτα δειλά ερωτοχτυπηµένα βλέµµατα που σβήνουν στην ασηµένια θάλασσα.

Μέχρι που ένα ξηµέρωµα, πριν από τη Γιορτή του Παστελιού, πέφτει στα χέρια τους το κρυµµένο σηµειωµατάριο του µπαρµπα-Θανάση. Στο παλιό ηµερολόγιο του αρχαιολόγου, βρίσκουν στοιχεία που τους κάνουν να ονειρεύονται χαµένους θησαυρούς… Οι έξι φίλοι µαγεύονται απ’ την ιδέα µιας καλοκαιρινής περιπέτειας και, σαν άλλοι ∆ον Κιχώτες, ρίχνονται σε φανταστικές µάχες µε «µαγεµένους» ανεµόµυλους και πειρατικά ναυάγια.

Θα καταφέρουν να ανακαλύψουν τον θησαυρό του νησιού τους;

Ένα βιβλίο που μυρίζει καλοκαίρι, θυμίζει με την καλή έννοια τον Θησαυρό της Βαγίας και απευθύνεται σε μικρά και μεγάλα παιδιά. Τα σχέδια είναι καταπληκτικά και μυρίζουν καλοκαίρι.

 Όταν η Ευφρασία Βέλα ξεκινά να εργάζεται ως φροντίστρια ηλικιωμένων σε ένα ευπόληπτο γηροκομείο στη Λίμα του Περού, δεν υποψιάζεται ότι η δουλειά της θα την οδηγήσει σε ένα υπαρξιακό σταυροδρόμι. Η στενή σχέση που αποκτά με τη δόνια Κάρμεν, τον δόκτορα Χάρισον και τους Επτά Υπέροχους, που μονοπωλούν τις σκέψεις και τη στοργή της, την αναγκάζει να ξανασκεφτεί τον ρόλο της ως μητέρας και αδελφής αλλά και τις δυσκολίες της τρίτης ηλικίας. Οι Επτά Υπέροχοι επιλέγουν όχι μόνο πώς θα ζήσουν και πώς θα απολαύσουν την κάθε στιγμή, αλλά και πώς θα βάλουν τους τίτλους τέλους σε μια γενναία, δημιουργική και ζηλευτή ζωή.

Ένα βιβλίο για όσα μας κάνουν να γελάμε, να ονειρευόμαστε, να αγαπάμε, να υποφέρουμε και να σκεφτόμαστε, υπό τους ήχους της τζαζ και της ποπ μουσικής και με στίχους του Σεφέρη. Ένα έργο που μιλά για ένα από τα σπουδαιότερα διδάγματα της ζωής καθώς μεγαλώνουμε: να ακολουθούμε τον δρόμο της καρδιάς μας.

Μετά την Αθήνα του ματωμένου Δεκέμβρη του ’44 και το Κάιρο, ο Βρετανός αξιωματικός και δημοσιογράφος Wilfred Byford-Jones, μέσω Λονδίνου, βρίσκεται τον Μάιο του ’45 στο ισοπεδωμένο από τον πόλεμο Βερολίνο, ενταγμένος στο επιτελείο του στρατάρχη Μοντγκόμερι. Θα βρει το Βερολίνο και τη Γερμανία στα πρόθυρα κατάρρευσης, ενώπιον μιας σαρωτικής ανθρωπιστικής κρίσης: θάνατος, πείνα, επιδημίες, προσφυγιά, Μαύρη Αγορά, πορνεία, πτώση του γερμανικού μάρκου στα Τάρταρα. Και στο βάθος ελλόχευε ο Ψυχρός Πόλεμος. Το πνεύμα της καχυποψίας και της αντιπαλότητας αιωρείτο πάνω από τις σχέσεις ανάμεσα στους Δυτικούς Συμμάχους και τους Σοβιετικούς. Συγκλονισμένος από το θέαμα που θα αντικρίσει, ο ακούραστος Byford-Jones θα περιδιαβεί τις συνοικίες του Βερολίνου και θα μιλήσει με απλούς ανθρώπους. Θα συμμετάσχει στη συμμαχική επιτροπή για τη διερεύνηση της τύχης του Χίτλερ και άλλων κορυφαίων Ναζί αξιωματούχων. Θα παρευρεθεί στη Νυρεμβέργη, στη δίκη των ναζί εγκληματιών πολέμου. Θα διαπιστώσει από πρώτο χέρι τις δυσκολίες των Συμμάχων στην προσπάθειά τους για την ανόρθωση της Γερμανίας αλλά και τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον χωρισμό της σε Ανατολική και Δυτική. Ο W. Byford-Jones θα καταγράψει με διεισδυτική ματιά τα δεινά των Γερμανών και θα προσπαθήσει να κατανοήσει τα αίτια που παρέσυραν έναν ολόκληρο λαό στη διεξαγωγή ενός τρομερού πολέμου, που τον οραματίστηκε μια αλλόφρονα ηγεσία οδηγώντας έτσι στην καταστροφή την Ευρώπη και στο τέλος τον λαό αυτό. «Το Λυκόφως του Βερολίνου», ο εύστοχος τίτλος που επέλεξε ο συγγραφέας παραπέμποντας στο δράμα του Βάγκνερ και τη γερμανική μυθολογία, αποτελεί ένα ηχηρό ντοκουμέντο – προειδοποίηση για τα δεινά του πολέμου και του ναζισμού. Ακριβώς 80 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο εκδοτικός οίκος Historical Quest παρουσιάζει μεταφρασμένο το έργο του στο ελληνικό κοινό, πλαισιωμένο από πλούσιο φωτογραφικό υλικό του ιδίου του συγγραφέα.

Τον Φεβρουάριο του 2021, η Μαγκαλί Μπλαντέν εξαφανίζεται. Μετά από έναν μήνα, το πτώμα της ανακαλύπτεται στο δάσος του Μπουαζερβιλύ (νομός Ίλ-έ-Βιλαίν, Βρετάνη), κοντά στο σπίτι της. Η Μαγκαλί, μητέρα τεσσάρων παιδιών, δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της. Ο Καρύλ Φερέ ασχολείται με αυτή τη γυναικοκτονία και με τις πολλαπλές διακλαδώσεις της για να καταλάβει και να μην ξεχάσει, γιατί “η Μαγκαλί δεν είναι ανώνυμη, η Μαγκαλί είναι όλες οι γυναίκες”. Αυτή η είδηση με αναστάτωσε, σαν κάποιο μυστήριο να είχε εισβάλει στην καθημερινότητά μου. Ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα αστυνομικά δελτία, ακόμη δε λιγότερο οι κατά συρροή δολοφόνοι -αντιπροσωπεύουν το 0,0000001% του πληθυσμού-, όμως η γειτνίαση με το χωριό της παιδικής μου ηλικίας και όλα όσα έζησα εκεί με γύρισαν πίσω τρεις ζωές, τότε που πίστευα ακόμη στην αδελφοσύνη των ανθρώπων. Πράγματι, σύντομα μάθαμε ότι δεν επρόκειτο για απλή εξαφάνιση, αλλά ότι η Μαγκαλί Μπλαντέν είχε δολοφονηθεί από τον σύζυγό της. Μια γυναικοκτονία, μία ακόμη… Μια προμελετημένη δολοφονία, που, δυστυχώς, δεν ήταν ένα κοινό αστυνομικό συμβάν, αλλά μάλλον το σύμβολο μιας εποχής όπου τίθενται νέα ερωτήματα: ιστορικά, “επαναστατικά-εξελικτικά”, διαπροσωπικά. Γιατί δολοφονήθηκε η Μαγκαλί; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αυτή είναι μια ερωτική ιστορία αγάπης από την ανάποδη. Ένα πλατωνικό αλλά αιώνιο πάθος μεταξύ δύο ανθρώπων. Από τη μία, έχουμε την Άννα. Μια χαρισματική εξηντάρα, πρώην δήμαρχος που μόλις συνταξιοδοτήθηκε, παντρεμένη και με παιδιά. Μαχήτρια όλη της τη ζωή που έχει κερδίσει τον σεβασμό μεταξύ των ανθρώπων που γνώρισε στη ζωή της. Από την άλλη, έχουμε τον Ζενό. Ένας ισόβιος εργένης στα εξήντα του, βιβλιοπώλης και θεωρητικός φυσικός που χρειάστηκε σαράντα χρόνια για να ολοκληρώσει το διδακτορικό του. Αποφασισμένος να βρει πώς να γυρίσει τον χρόνο πίσω, πρόκειται για ένα ελεύθερο και πολυταξιδεμένο πνεύμα, τόσο σαγηνευτικό όσο και μυστηριώδες.

Όλα αυτά τα χρόνια, έχουν πλέξει μαζί έναν ανεξάντλητο αλλά ανεκπλήρωτο έρωτα. Ένα σύνθετο ρομαντικό παζλ που εξιστορείται αντίστροφα, με κάθε κεφάλαιο να κάνει ένα βήμα πιο πίσω, ξεδιπλώνοντας τις αιτίες που εμπόδισαν τον έρωτά τους να πάρει σάρκα και οστά. Ένα ταξίδι τόσο στις σπαρακτικές στιγμές που κράτησαν τους δύο εραστές χώρια, όσο και στις όμορφες στιγμές που κράτησαν τη φλόγα τους ζωντανή.

Κατά την παραμονή της σε μια ευρωπαϊκή πόλη σημαδεμένη από τη βία του B′ Παγκόσμιου πολέμου, σε μια πόλη με δριμείς χειμώνες, η συγγραφέας αναμετριέται με μια άλλη τραγωδία, που καθόρισε την πορεία της οικογένειάς της: τον θάνατο της μεγάλης της αδερφής, η οποία εγκατέλειψε τον κόσμο μόλις δύο ώρες μετά τη γέννησή της. Σε μια αφήγηση αυτοβιογραφική και θραυσματική, στιλπνή και σπαρακτική, που αναδύεται μέσα από λευκές εικόνες –τα σπάργανα που έγιναν σάβανο, το μητρικό γάλα που το μωρό δεν πρόλαβε να πιει, μια χούφτα λέξεις στο χαρτί–, η νομπελίστρια συγγραφέας ζωντανεύει τη μνήμη μιας αδερφής την οποία δεν πρόλαβε ποτέ να γνωρίσει, μετουσιώνοντας έτσι, απέριττα και ποιητικά, ένα θέμα βαθιά προσωπικό σε υψηλή λογοτεχνία. «Μεγάλωσα μέσα σ’ αυτή την ιστορία» γράφει η ίδια. Το Λευκό είναι ένας λυρικός αναστοχασμός πάνω στο πένθος, αλλά και στις αντοχές της ανθρώπινης ψυχής, στην αέναη προσπάθεια να πλάσουμε νέα ζωή από τις στάχτες της καταστροφής. Η έκδοση συμπληρώνεται από την όμορφη διάλεξη που έδωσε η Χαν Γκανγκ στο πλαίσιο της βράβευσής της με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Αν είχες ζήσει εσύ,

εγώ δεν θα υπήρχα.

Αν ζω εγώ, πάει να πει

πως εσύ δεν μπορείς να υπάρξεις.

Μόνο για λίγο, φευγαλέα, σ’ εκείνο

το γαλαζωπό κενό ανάμεσα στο φως

και το σκοτάδι, μπορούμε να

διακρίνουμε η μια την άλλη.

Αύριο –αν ξημερώσει, αν πάψει να μαίνεται η καταιγίδα– η Κόρα θα δηλώσει στο ληξιαρχείο το όνομα του γιου της. Ή ίσως, κι αυτή είναι η πραγματική της έγνοια, θα επισημοποιήσει το ποιος θα γίνει.

Βρισκόμαστε στο 1987 και, ύστερα από μια σφοδρή καταιγίδα, η Κόρα πηγαίνει μαζί με την εννιάχρονη κόρη της να δηλώσει τη γέννηση του γιου της. Ο σύζυγός της θεωρεί δεδομένο πως θα ακολουθήσει μια παμπάλαια οικογενειακή παράδοση και θα δώσει στο μωρό το δικό του όνομα. Όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με την απόφαση, όμως, η Κόρα διστάζει. Το να πάει ενάντια στην επιθυμία του είναι ένα ρίσκο που θα έχει συνέπειες, είναι όμως σωστό για το παιδί της να κληρονομήσει το όνομά του από τόσες γενιές δεσποτικών αντρών; Η επιλογή που κάνει αυτή τη στιγμή θα διαμορφώσει την πορεία της ζωής τους.

Ισχυρά συγκινητική και γεμάτη ελπίδα, αυτή είναι η ιστορία τριών ονομάτων, τριών εκδοχών μιας ζωής, και των αμέτρητων ενδεχομένων που μπορεί να πυροδοτήσει μία και μόνο απόφαση. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας και των απεριόριστων δυνατοτήτων της αγάπης να αντέχει, ό,τι κι αν επιφυλάσσει η μοίρα.

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Φλοράνς Νουαβίλ και ο σύζυγός της συνδέονταν με μακρά φιλία με το ζεύγος Κούντερα.

Έτσι λοιπόν προέκυψαν κι αποτυπώθηκαν στο βιβλίο αυτό σκηνές πονηρούτσικης συνενοχής, γεύματα μεσημεριανά στο Τουκέ, επισκέψεις στο διαμέρισμα του ζεύγους, συναντήσεις καφενειακές, η αβάσταχτη νοσταλγία μιας ασήμαντης φλυαρίας σ’ ένα εξοχικό εστιατόριο, στιγμές κι αισθήσεις στιγμιαίες που ζωντανεύουν με τρυφερότητα το (βιωμένο) έργο και τη (μυθιστορηματική) ζωή του Μίλαν Κούντερα.

Η κεντροευρωπαϊκή πολιτισμική ρίζα που διαπερνά τη σκέψη και τη δράση του Κούντερα αναδεικνύεται εδώ γλαφυρά: Σπαράγματα από κείμενα και συζητήσεις, αναμνήσεις, ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο από τη Βοημία και πλήθος φωτογραφίες συγκεντρώνονται με έναν και μόνο στόχο: να γεννήσουν στον αναγνώστη την επιθυμία της (επαν)ανακάλυψης ενός μέγιστου καλλιτέχνη του 20ού αιώνα.

Συγγραφέας όσο και μουσικός, ο Μίλαν Κούντερα, εχθρός του δημόσιου κουτσομπολιού και της πληκτικής βιογράφησης, βρήκε στη Φλοράνς Νουαβίλ μια γραφίδα ικανή να αναδείξει την ειρωνική, αποστασιοποιημένη ματιά του και τη μέγιστη ικανότητά του για εμβάθυνση, αλλά κι εκείνα τα αστεία με τα οποία τρέφουμε όλοι μας τα όνειρα και τα ψέματά μας.

Μια νεαρή παραμάνα πηγαίνει να φροντίσει ένα παιδί σε ένα απομονωμένο οικογενειακό κτήμα στη βόρεια Αγγλία, όπου πολύ σύντομα την απορροφά η σκοτεινή και τραγική ιστορία της οικογένειας. Σε αυτό το απόκοσμο, μοναχικό σπίτι, αρχίζει να ξετυλίγει τα ανησυχητικά μυστικά της οικογένειας. Κάθε ήχος είναι προάγγελος καταστροφής, καθώς η παραμάνα πείθεται ότι ένα κακόβουλο πνεύμα παραμονεύει στο πατρικό σπίτι του παιδιού.
Η ιστορία της παραμάνας, με τις ολοζώντανες εικόνες και τη στοιχειωμένη του ατμόσφαιρα, είναι ένα αριστουργηματικό δείγμα γοτθικής λογοτεχνίας.

Ο αφηγητής διηγείται τα ταραγμένα χρόνια της νεότητάς του σε ένα φημισμένο οικοτροφείο. Είναι ένας φιλόδοξος, προνομιούχος νέος, αλλά έχει μια σκοτεινή πλευρά – συμπεριφέρεται απερίσκεπτα και συχνά οι πράξεις του είναι ηθικά επιλήψιμες. Στο σχολείο συναντά ένα παράξενο αγόρι που έχει το ίδιο όνομα με κείνον και του μοιάζει εντυπωσιακά. Ο άλλος Γουίλιαμ Γουίλσον βρίσκεται συνεχώς στο παρασκήνιο, τον παρατηρεί και τον ακολουθεί παντού. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, ο σωσίας γίνεται έμμονη ιδέα στον αφηγητή, και όσο κι αν προσπαθεί να τον αποφύγει εκείνος φαίνεται να λειτουργεί ως ηθική πυξίδα και πηγή ενοχής. Ο Πόε στήνει ένα ανατριχιαστικό πορτρέτο της αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς, βάζοντας στο επίκεντρο του διηγήματός του τον σωσία ως σύμβολο των εσωτερικών συγκρούσεων του ατόμου.

Άφθονα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του Γκέιμπριελ. Ποτέ δεν είχε αισθανθεί έτσι για καμία γυναίκα, αλλά ήξερε πως ένα τέτοιο συναίσθημα πρέπει να ΄ναι ο έρωτας. Ακόμα περισσότερα δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια του, και στο μισοσκόταδο φαντάστηκε πως είχε δει τη μορφή ενός νεαρού να στέκεται κάτω από ένα δέντρο που έσταζε. Άλλες μορφές βρίσκονταν κοντά. Η ψυχή του είχε πλησιάσει εκείνη την περιοχή όπου κατοικούν τα απειράριθμα πλήθη των νεκρών. Είχε επίγνωση, αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει την αλλοπρόσαλλη και τρέμουσα ύπαρξή τους. Η ίδια του η ταυτότητα έσβηνε μέσα σ’ έναν γκρίζο φαντασματικό κόσμο. Ο ίδιος στέρεος κόσμος τον οποίο αυτοί οι νεκροί είχαν πλάσει κάποτε και στον οποίο είχαν ζήσει, τώρα έφθινε και διαλυόταν.

Τα τελευταία χρόνια εκλαϊκευμένα βιβλία αστρονομίας και αστροφυσικής εκδίδονται συνέχεια. Το ενδιαφέρον είναι μεγάλο. Ένα από τα καλύτερα δείγματα του είδους είναι και το Προς τ’ άστρα. Διαβάστε το και κοιτάξτε ψηλά στον καλοκαιρνό νυχτερινό ουρανό.

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: από τα αρχαιότατα χρόνια ο άνθρωπος έστρεφε το βλέμμα του προς τ’ άστρα, κατακλυσμένος από συναισθήματα δέους και απορίας. Τι ήταν άραγε αυτά τα μικροσκοπικά ουράνια φώτα που συντρόφευαν τις νύχτες μας; Τους τελευταίους αιώνες η ανθρωπότητα έχει σημειώσει τεράστια επιστημονική πρόοδο. Εξηγήσαμε τη φύση των αστέρων και κατανοήσαμε εις βάθος τις διεργασίες που συμβαίνουν στο εσωτερικό τους, ενώ τα διαστημόπλοιά μας ταξίδεψαν μέχρι τα πέρατα του ηλιακού μας συστήματος. Αλλά δεν σταματήσαμε εκεί. Έχουμε πλέον τη δυνατότητα μέσα από τις παρατηρήσεις μας να ταξιδεύουμε νοητά και να μελετούμε αντικείμενα που βρίσκονται δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά από εμάς, δισεκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο της Αστροφυσικής και των εντυπωσιακότερων πτυχών της. Μέσα στις σελίδες του ξεδιπλώνονται οι εξωτικές συνθήκες των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος, η προσπάθεια εύρεσης νέων «κόσμων», η επική ιστορία της γέννησης και του θανάτου των αστέρων, οι μυστηριώδεις μαύρες τρύπες και τα υπέρλαμπρα κβάζαρ, το παρελθόν και το μέλλον του Σύμπαντος, η αναζήτηση εξωγήινης ζωής και πολλά ακόμα συναρπαστικά κεφάλαια της Αστροφυσικής και της Αστρονομίας.

Τι θα ταν το καλοκαίρι μας χωρίς ένα ακόμα εξαιρετικό noir από τις εκδόσεις Πόλις!

Αμερική 1948: Χάρη σε μια σειρά ομοσπονδιακών νόμων που στοχεύουν να περιορίσουν τις φυλετικές διακρίσεις, η Αστυνομική Διεύθυνση της Ατλάντας −μιας διαβόητης για τον ρατσισμό της Νότιας Πολιτείας− αναγκάζεται να προσλάβει τους πρώτους οκτώ μαύρους αστυνομικούς της· ανάμεσά τους, και οι Λούσιους Μπογκς και Τόμι Σμιθ. Οι νεοδιορισμένοι αστυνομικοί έρχονται αντιμέτωποι με τη βαθιά εχθρότητα των λευκών συναδέλφων τους: απαγορεύεται να προσάγουν λευκούς υπόπτους, να οδηγούν περιπολικό ή να εμφανίζονται στα κεντρικά της αστυνομίας.
Όταν ο Μπογκς και ο Σμιθ βρίσκουν νεκρή μια μαύρη κοπέλα την οποία είχαν δει πρόσφατα στο αυτοκίνητο ενός λευκού, υποψιάζονται ότι πίσω από τον φόνο κρύβονται λευκοί αστυνομικοί. Η έρευνά τους θα τους φέρει αντιμέτωπους μ’ έναν βίαιο λευκό αστυνομικό, τον Ντάνλοου, ο οποίος αστυνομεύει το μαύρο κέντρο της πόλης σαν να είναι τσιφλίκι του. Ούτε μπορούν να είναι σίγουροι αν ο λευκός συνεργάτης του, ο Ρέικστροου −νεαρός προοδευτικός, βετεράνος και αυτός−, θα τολμήσει να αψηφήσει τα φυλετικά σύνορα και να συνάψει συμμαχία με τους μαύρους συναδέλφους του. Κυκλοφορώντας ανάμεσα σε άθλιους λαθρεμπόρους αλκοόλ, διπρόσωπες ιδιοκτήτριες οίκων ανοχής, διεφθαρμένους νομικούς, και με περιορισμένη ελευθερία κινήσεων εξαιτίας κάποιων πολιτειακών φυλετικών νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν, ο Μπογκς και ο Σμιθ θα ρισκάρουν τη νέα τους δουλειά, ακόμα και τη ζωή τους, προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα σ’ έναν επικίνδυνο κόσμο − έναν κόσμο στο μεταίχμιο μεγάλων αλλαγών.
Τοποθετημένο στον μεταπολεμικό Νότο πριν από την ανάδυση του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων, το Darktown είναι ένα συναρπαστικό και ευφυές νουάρ μυθιστόρημα, με εξαιρετικά δομημένη πλοκή, το οποίο θίγει καίρια ηθικά και κοινωνικά ζητήματα και διερευνά τα διαχρονικά θέματα της φυλετικής καταπίεσης, της επιβολής του νόμου και της άνισης απονομής της δικαιοσύνης.

Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2022, ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες προσκλήθηκε να δώσει διαλέξεις στην έγκριτη Έδρα Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Weidenfeld του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η οποία, κατά το παρελθόν, είχε φιλοξενήσει τους Μάριο Βάργας Γιόσα, Τζορτζ Στάινερ, Ουμπέρτο Έκο, Χαβιέρ Θέρκας και Άλι Σμιθ. Στις τέσσερις παρουσιάσεις, που συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό το βιβλίο, ο Βάσκες διερευνά το αν η λογοτεχνική μυθοπλασία αποτελεί έναν τρόπο κατανόησης της ζωής που δεν συναντάται σε κανένα άλλο γνωστικό ή δημιουργικό πεδίο· το αν η λογοτεχνία μπορεί να μεταφράσει, να ερμηνεύσει και, συνεπώς, να φωτίσει τον κόσμο· το αν έχει τη μοναδική ικανότητα να διασαφηνίζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας –το μυστήριο κάθε ζωής, τη σύνδεσή μας με το παρελθόν, την τεταμένη σχέση μας με την πολιτική– και να μετατρέπει αυτή την ερμηνεία σε γνώση. Δοκίμια που μας ζητούν να επαναπροσδιορίσουμε τον ρόλο της μυθοπλασίας, την κατανόηση των μηχανισμών της και τους λόγους για τους οποίους είναι πιο απαραίτητη από ποτέ, και, παράλληλα, αποδεικνύουν το μεγάλο πνευματικό ανάστημα και τη μαεστρία του πολυβραβευμένου συγγραφέα.

Κανενός μητέρες, κανενός κόρες, κανενός έρωτες, κανενός γειτόνισσες, κανενός θείες

«Δεν ήταν και κανένα νέο ότι οι τραβεστί εκδίδονταν για να συντηρήσουν τα μικρότερα αδέλφια τους και να στείλουν λεφτά στα σπίτια τους, σε μακρινές επαρχίες ή στο εξωτερικό. Εκείνα τα λεφτά τα έδιναν στ’ ανίψια τους ή στα παιδιά των φιλενάδων τους. Ως θείες, θετές μανάδες ή μητριές, κανείς δεν αγνοούσε ότι εδώ και πολλά, πάμπολλα χρόνια, οι τραβεστί αναλάμβαναν το ρόλο που κανείς σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορούσε ή δεν ήθελε ν’ αναλάβει, ούτε καν το κράτος, δηλαδή εκείνη την αγάπη χωρίς όνομα, χωρίς καταστατικό, εκείνη την αταξινόμητη αγάπη…». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Σ’ αυτό το δεύτερο μυθιστόρημά της, η Σόσα Βιγιάδα εξημερώνει τη γραφή της όπως η τραβεστί πρώην πόρνη και νυν σταρ του θεάτρου ηρωίδα της προσπαθεί να εξημερώσει τη ζωή της, δοκιμάζοντας την ηρεμία ενός ‘‘συμβατικού’’ γάμου. Η επιτυχία και η οικονομική ευμάρεια, η ανακωχή με τους γονείς της, ο οροθετικός, τρυφερός υιοθετημένος γιος και ο εκπάγλου καλλονής γκέι δικηγόρος σύζυγος που της δείχνουν την αγάπη τους – όλ’ αυτά είναι, απλώς, τα συστατικά του αστικού εφησυχασμού που κρύβονται πίσω από τη φαινομενική αποδοχή της διαφορετικότητας. Είναι η έκφραση του ‘‘πνεύματος της εποχής’’ που δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη ρουτίνα και την ανία του έγγαμου βίου, ακόμα κι αν αυτός περιφρονεί τη μονογαμία και αποδέχεται την απόλυτη σεξουαλική ελευθεριότητα.
Ανάμεσα στο τραγικό της Ντυράς και το εκκεντρικό του Αλμοδόβαρ, η διάσημη και επώνυμη ηρωίδα του βιβλίου (η ‘‘θεατρίνα’’ χωρίς καθορισμένο όνομα…) σκιαγραφεί τη ζωή από τη στιγμή που η καταπίεση και οι εντάσεις παύουν να βασανίζουν την καθημερινότητά της, και η αντίσταση στη μικρότητα και τη χαμέρπεια αποτελεί καθαρά προσωπική επιλογή» (Carlota Rubio, El Pais)

O Μπιλ Πλανταγενέτης, Βρετανός πιανίστας της τζαζ, αλκοολικός, φανατικός αναγνώστης του Χέρμαν Μέλβιλ, παθιασμένος με τα καράβια, φτάνει στη Νέα Υόρκη και ανακαλύπτει ότι όλη του η ζωή είναι ένα ναυάγιο – έχει χάσει την μπάντα του, έχει χάσει τη σύντροφό του. Μετά το προσκύνημά του στις ταβέρνες του λιμανιού καταλήγει στο ψυχιατρείο ή μάλλον στην Κόλαση, όπου θα περάσει τον καιρό του και θα μοιραστεί την τύχη του με ναυτικούς, μέθυσους, φτωχούς. Κοιτάζοντας τα καράβια που αρμενίζουν στο Ιστ Ρίβερ, ο Μπιλ καταλαβαίνει ότι ο ψυχίατρος που τον έχει αναλάβει δεν θα καταφέρει να γιατρέψει ποτέ την άρρωστη ψυχή του.

Σε αυτή τη συναρπαστική νουβέλα ο Malcolm Lowry αντλεί από την προσωπική του εμπειρία και μιλά με σφοδρότητα για τις ψευδαισθήσεις της τρέλας και για την πραγματική σημασία της λογικής. Ένα συγκινητικό έργο τέχνης όπου περιέχονται όλες οι κεντρικές ιδέες που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Πρόκειται για το πιο ζοφερό έργο του Λόουρι, πιο αποπνικτικό και αδιέξοδο ακόμα και από το Κάτω από το ηφαίστειο, και ταυτόχρονα για μια πολυφωνική λογοτεχνική παρτιτούρα με την αριστοτεχνικά δοσμένη τραχύτητα μιας διαδοχής από διάφωνες συγχορδίες. Ο συγγραφέας, αντλώντας υλικό από την εμπειρία της σύντομης νοσηλείας του στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1936, ξετυλίγει μια ιστορία εγκλεισμού, ψυχικής ασφυξίας και πνευματικής αδυναμίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής. (από τον πρόλογο της Κατερίνας Σχινά)

Οι λέξεις ναυαγοί της σιωπής.

Ο χαμένος χρόνος. Walkabout.

Αυστραλία. Αντίποδες. Ένα μακρύ ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου, η χαμηλόφωνη προσδοκία ενός ξεκινήματος, η πολύωρη πτήση στο κενό. Το τοπίο προφανώς εξωτικό, ανοίκειο. Φοίνικες, έρημοι και αχανείς παραλίες, Αβορίγινες και χίπικα κοινόβια, αστικές γειτονιές με σπίτια σε παράταξη στρατιωτική. Ο αφηγητής, στροβιλιζόμενος σε ένα τζετ λαγκ που προεκτείνεται στο διηνεκές, θα παρασυρθεί σε ένα αέναο walkabout, μια περιπλάνηση στην εσωτερική του γεωγραφία γεμάτη από άγνωστα τοπόσημα και μυστικές, αόρατες πόλεις. Με το τραύμα της γλώσσας πάντα ανοιχτό, ο ήρωας του βιβλίου παγώνει, αγωνίζεται, κουράζεται, ελπίζει και συνεχώς μεταμορφώνεται, μένοντας πάντα ο ίδιος.

Το Walkabout του Τάκη Κατσαμπάνη αποτελεί ένα υβριδικό αφήγημα που ισορροπεί ανάμεσα στη μυθοπλασία, την εξομολόγηση και τον ποιητικό στοχασμό. Μέσα από τα θραύσματα της γλώσσας ταξιδεύει σε τόπους, χρόνους και ψυχισμούς που στο σύνολό τους συνθέτουν ένα προσωπικό τελετουργικό, μια υπαρξιακή περιπλάνηση που αναγνωρίζει τα ζωογόνα στοιχεία της αποσυντιθέμενης ταυτότητας.

Όταν η Κρις Κράους, μια αποτυχημένη ανεξάρτητη κινηματογραφίστρια λίγο πριν τα 40, ερωτεύεται παράφορα τον Ντικ, γνωστό θεωρητικό και κριτικό της τέχνης, αποφασίζει να τον αποπλανήσει, με τη βοήθεια μάλιστα του συζύγου της. Αυτό που ακολουθεί –ιδίως όταν ο Ντικ ξεκόβει από το παιχνίδι αλληλογραφίας μεταξύ των τριών που ο ίδιος είχε προτείνει– είναι ένα κυνήγι με κομμένη την ανάσα που οδηγεί την Κρις απ’ άκρη σ’ άκρη της Αμερικής, μακριά από τον άντρα της και πολύ πέρα από το αρχικό της εφηβικό ξεμυάλισμα. Με τη μεταμορφωτική δύναμη της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, θα γράψει το μανιφέστο μιας νέου τύπου φεμινίστριας, που δεν φοβάται να διεμβολίσει τον ίδιο της το ναρκισσισμό προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη για τον εαυτό της και για όλη την αδικία του κόσμου – μέχρι τελικής πτώσεως.

Εμπλέκοντας πραγματικά πρόσωπα με τ’ όνομά τους στην υπόθεση, σκίζοντας τα πέπλα που χωρίζουν τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα και την ιδιωτική ζωή από την αυτοέκφραση, το μυθιστόρημα προσέλκυσε πλήθος παθιασμένων θαυμαστριών και θαυμαστών, αλλά και σφοδρών επικριτών, μόλις πρωτοκυκλοφόρησε το 1997. Με την επανέκδοσή του στη δεκαετία του 2010, έκανε πάταγο και αναγνωρίστηκε σαν ένα από τα πιο σημαντικά φεμινιστικά μυθιστορήματα – επίκαιρο, σκληρό και αστείο όσο λίγα.

Τι θα έκανες εάν μπορούσες να ταξιδέψεις στον χρόνο;

«Μπορείς να μείνεις στο παρελθόν μόνο από τη στιγμή που θα σερβίρω τον καφέ μέχρι να κρυώσει τελείως. Κατανοητό;»

«Ναι».

Στο νέο μυθιστόρημα της σειράς «Πριν κρυώσει ο καφές», τέσσερις νέοι πελάτες καταφτάνουν στο μυστηριώδες καφέ του Τόκιο που σε ταξιδεύει στον χρόνο.

Ένα πατέρας που δεν άφηνε την κόρη του να παντρευτεί, μια γυναίκα που δεν μπόρεσε να χαρίσει σοκολατάκια στην αγαπημένη της του Αγίου Βαλεντίνου, ένα αγόρι που θέλει να δείξει το χαμόγελό του στους χωρισμένους γονείς του και μια νεαρή χήρα με ένα παιδί δίχως όνομα στην αγκαλιά.

Άλλο ένα συγκινητικό και τρυφερό βιβλίο από τον Τοσικάζου Καβαγκούτσι.

Η Σούζαν Κούπερ είναι μια Βρετανίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι. Τα θρίλερ της αποτελούν παγκόσμια bestseller. Στο δρόμο για την Έκθεση Βιβλίου του Μονακό λαμβάνει στο Instagram ένα παράξενο μήνυμα. Μια άγνωστη νεαρή γυναίκα την ενημερώνει πως πριν από λίγες ώρες σκότωσε έναν άντρα. Πρέπει να απαντήσει; Πώς να απαντήσει; Και το σημαντικότερο: γιατί να απαντήσει; Το πιο σοφό θα ήταν να την αγνοήσει. Μα ένα πράγμα είναι γνωστό: οι συγγραφείς είναι πολύ περίεργοι άνθρωποι!

We love Simenon! Ο Λυσιέν Γκομπιγιό είναι ένας διακεκριμένος δικηγόρος, παντρεμένος με τη χήρα του τέως αφεντικού του, και κινείται στους καλύτερους κοινωνικούς κύκλους. Μια μέρα μια νεαρή εκδιδόμενη, η Υβέτ, του ζητάει να την υπερασπιστεί και ταυτόχρονα του δίνεται. Στην αρχή αντιστέκεται αλλά σιγά σιγά ενδίδει στις προσκλήσεις της. Της παρέχει το δικό της διαμέρισμα και στη συνέχεια μαθαίνει ότι ένας παλιός νεαρός εραστής της την απειλεί. Και το δράμα συμβαίνει.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογίου, σαν μυστική αναφορά του πρωταγωνιστή η σαν «φάκελος» δικηγορικής υπόθεσης. Ως αποτέλεσμα, διαβάζοντάς το δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι παρακολουθούμε τα γεγονότα ενώ συμβαίνουν.

Ένα από τα θέματα του βιβλίου είναι ότι παραμένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τα κίνητρα των ανθρώπων. Ένα δικαίως διάσημο βιβλίο, το οποίο γυρίστηκε επίσης επιτυχημένη ταινία για τον κινηματογράφο.

Πίσω από τον τοίχο: Oι νεόπλουτοι κάτοικοι ενός ιδιωτικού προαστίου του Μπουένος Άιρες, στα ξέφρενα χρόνια της οικονομικής φούσκας, προσπαθούν να διατηρήσουν το επίπεδο της ζωής τους με κάθε κόστος. Δίπλα στην πισίνα: Τέσσερις φίλοι συναντιούνται κάθε Πέμπτη βράδυ για να παίξουν χαρτιά, ανενόχλητοι από υπηρέτριες, παιδιά και συζύγους. Μια απ’ αυτές τις Πέμπτες όμως θα αφήσει πίσω της τρεις νεκρούς και τρεις χήρες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) Τις “Χήρες της Πέμπτης”, ένα ψυχολογικό θρίλερ το οποίο, μεταφρασμένο σε πάνω από είκοσι γλώσσες, θεωρείται πλέον κλασικό στη χώρα του και καταξίωσε διεθνώς την Κλαούδια Πινιέιρο, για την οποία χαρακτηριστικά ειπώθηκε με αφορμή το βιβλίο: «Ο Χίτσκοκ είναι γυναίκα και ζει στο Μπουένος Άιρες» (Antonio D’Orrico, Corriere della Sera).

Η Κίρκη, μια νεαρή πρωτοετής φοιτήτρια, επιστρέφει μετά από χρόνια στην Πεζούλα Καρδίτσας, το ορεινό χωριό της μητέρας της, για μια τελευταία επίσκεψη στο σπίτι των παππούδων πριν αυτό αλλάξει χέρια. Σύντομα, όμως, θα βρεθεί μπλεγμένη σε έναν ιστό παράξενων φαινομένων και εφιαλτικών καταστάσεων, καθώς ο κόσμος του χωριού αρχίζει να παραμορφώνεται, επηρεάζοντας τη φύση και τα κτίρια, τους ανθρώπους του χωριού, ακόμη και το ίδιο το φεγγάρι. Για να ξεφύγει, η Κίρκη θα πρέπει να αναζητήσει απαντήσεις στο παρελθόν, να εξιχνιάσει δύο πρόσφατες εξαφανίσεις και να ξεδιαλύνει το μυστήριο του φεγγαριού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) Ένα βιβλίο λαογραφικού τρόμου, περιπέτειας και μυστηρίου στα ορεινά της Καρδίτσας, μια ιστορία μυθολογικής υφής που συνδυάζει το απόκοσμο με την κοινωνική ευαισθησία, τη σύγχρονη τεχνολογία με τη λαϊκή παράδοση και τους θρύλους.

Το παιδί δεν μιλούσε. Οι μοναχοί το δέχτηκαν σαν να ήταν πάντα εκεί. Το έβλεπαν να περιπλανιέται στα βουνά και να επιστρέφει χωρίς εξηγήσεις. Ο Άγγελος το συνάντησε μια μέρα στο μοναστήρι και, όταν το κοίταξε, ένιωσε κάτι βαθύτερο από όσα είχε ζήσει. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, αν και δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Το πήρε από το χέρι και το οδήγησε έξω από το μοναστήρι, προς το αυτοκίνητό του. Το παιδί στάθηκε μπροστά στην πόρτα του συνοδηγού. Ο Άγγελος το κοίταξε και ρώτησε: «Τι θέλεις;». Το παιδί δεν απάντησε. Και τότε, το απόγευμα, έφυγαν μαζί.

Ένα απομονωμένο χωριό, όπου τίποτα δεν αλλάζει. Οι άνθρωποι ζουν όπως έζησαν οι γονείς τους, όπως θα ζήσουν τα παιδιά τους. Ή έτσι νομίζουν.
Μέχρι που εμφανίζονται δύο ξένοι: ένας άντρας που προσφέρει τα πάντα χωρίς να ζητά αντάλλαγμα και ένα παιδί που δεν μιλά.
Ποιοι είναι; Τι θέλουν; Τι είναι ο Άγγελος; Ευεργέτης ή εισβολέας; Γιατί το παιδί μοιάζει να κουβαλά ένα μυστικό που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει;
Στην αρχή, τους παρατηρούν. Μετά, τους αμφισβητούν. Και ύστερα, η καχυποψία μετατρέπεται σε φόβο. Το χωριό αρχίζει να καταρρέει – όχι μόνο τα σπίτια και οι δρόμοι του, αλλά και οι βεβαιότητες που το κρατούσαν όρθιο.
Γιατί κάποιες αφίξεις δεν φέρνουν απλώς νέα πρόσωπα. Φέρνουν πράξεις επικίνδυνες και ερωτήματα που κανείς δεν θέλει να απαντήσει.
Όταν η αλλαγή χτυπήσει την πόρτα, θα είναι πλέον αργά.
Τι είναι αυτό που φοβόμαστε περισσότερο; Το άγνωστο ή αυτά που αποκαλύπτει για εμάς;

Στο Μέιν, η Κολίν Κλαρκ κατηγορείται για το χειρότερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει μια μητέρα: την απαγωγή και την πιθανή δολοφονία του παιδιού της. Όλοι –φιλόδοξοι πολιτικοί σε χρονιά εκλογών, σκληροτράχηλοι αστυνομικοί, απλοί άνθρωποι– έχουν άποψη για την υπόθεση, και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι είναι ένοχη. Όχι όμως όλοι.

Την  Κολίν υπερασπίζεται ο δικηγόρος Μόξι Κέιστιν, και μαζί του δουλεύει ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Τσάρλι Πάρκερ, ο οποίος αντιλαμβάνεται πως αυτή η υπόθεση έχει και άλλες πλευρές. Πλευρές στις οποίες εμπλέκονται ένας σύζυγος πολύ πρόθυμος να δεχτεί την ενοχή της γυναίκας του, ένα μέντιουμ που προσπαθεί να αποκατασταθεί έπειτα από μια ντροπιαστική αποτυχία στο παρελθόν, και ένα μυστηριώδες παλιό σπίτι στα δάση του Μέιν που δε θα έπρεπε να είχε κτιστεί ποτέ. Ένα σπίτι, και ό,τι κατοικεί κάτω από αυτό…

Tι έκδοση! Σπεύσατε στα βιβλιοπωλεία.

«Εννοείται πως όλα τούτα τα λόγια τα επινόησα μόνος μου. Αυτό επίσης είναι εξαιτίας του υπογείου. Σαράντα συναπτά έτη εκεί μέσα κρυφάκουγα όλα όσα λέγατε από τις χαραμάδες. Τα ανάπλασα λοιπόν, μόνον αυτό, βλέπετε, μπορούσα, να αναπλάσω. Δεν είναι παράξενο που τα έμαθα απέξω και που πήραν λογοτεχνική μορφή…» TΕΛΗ ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ 1864 το λογοτεχνικό-πολιτικό μηνιαίο περιοδικό Εποχή (τεύχη 1-2, 4) φιλοξένησε την εξομολόγηση ενός παράδοξου ανθρώπου. Το κείμενο, που έφερε τον τίτλο “Σημειώσεις από το υπόγειο”, υπέγραφε ο Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, εκδότης του περιοδικού μαζί με τον αδελφό του Μιχαήλ. Οι “Σημειώσεις από το υπόγειο” προαναγγέλλουν τα σπουδαία μυθιστορήματα της ωριμότητας του Ντοστογέφσκι. Ο ανώνυμος αφηγητής είναι η κλασική μορφή της ρωσικής λογοτεχνίας, ο πικραμένος, χαμηλόβαθμος υπάλληλος που εγκατέλειψε τη συνετή ζωή προς όφελος του μηδενισμού. Μέσα από την ταυτόχρονη επίθεση στην άθεη αστική κοινωνία και στον ουτοπικό σοσιαλισμό, τον οποίο πολλοί σύγχρονοι του Ντοστογέφσκι έβλεπαν ως εναλλακτική στην πρώτη, η ιστορία του βιβλίου εκθέτει τις δυνάμεις του παραλόγου που βρίσκονται κάτω από όλα τα ανθρώπινα εγχειρήματα, ακόμα και σε όσα εμπνέονται από υψηλά ιδανικά. Ωστόσο, και στις πιο σκοτεινές στιγμές ο Ντοστογέφσκι βρίσκει χώρο όχι μόνο για λεπτό χιούμορ αλλά και για την πιθανότητα της λυτρωτικής αγάπης, που ενσαρκώνεται σε πρόσωπα που πάσχουν, και, πάνω απ’ όλα, στον χαρακτήρα της Λίζας. Το σύντομο αυτό έργο αποτελεί σταθμό στη βιβλιογραφία του συγγραφέα, όχι μόνο για τον τρόπο αφήγησης αλλά και, κυρίως, για τα κεφαλαιώδη φιλοσοφικά ζητήματα που θέτει, πρώτη φορά τόσο ολοκληρωμένα και άνευ περιστροφών, ζητήματα που θα ξανατεθούν στα μεγάλα μυθιστορήματά του, που έπονται και τον καταξιώνουν παγκοσμίως ως μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές. Αρκετοί από τους παλιούς μα κι από τους σύγχρονους μελετητές του Ντοστογέφσκι, όπως επί παραδείγματι ο Β.Β. Ροζάνοφ, το θεωρούν «ακρογωνιαίο λίθο» του λογοτεχνικού έργου του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Να ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβαστεί άμεσα και οπωσδήποτε, ιδίως στις μέρες μας, όπου διάφοροι αριστερομυστήριοι εγκληματούν, παρεμποδίζοντας Εβραίους να αποβιβαστούν από το κρουαζιερόπλοιό τους και να επισκεφθούν τη Σύρο, όπου διάφορα ακροαριστερά γκρουπούσκουλα – τάγματα εφόδου (αλήθεια σε τι διαφέρουν από τους Χρυσαυγίτες;) αναζητούν στις γειτονιές της Αθήνας Εβραίους τουρίστες! Μπροστά σε αυτά τα εξαιρετικά ανησυχητικά και ντροπιαστικά για τη χώρα μας διαβάστε τους Φλοιούς και θυμηθείτε!

Οι Φλοιοί είναι μια σύνθεση φωτογραφιών και στοχασμών που ξεκινούν από μερικά κομματάκια φλοιού σημύδας που κράτησε ο συγγραφέας από την επίσκεψή του στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Είναι μια απόπειρα να ανακρίνουμε τα σπαράγματα του παρελθόντος, τα ορατά ίχνη, τα υπολείμματα, τη γραφή, την καταγραφή και τη φωτογραφία, για να σκεφτούμε το αδιανόητο και να θέσουμε σε κίνηση το μηχανισμό της μνήμης. Είναι η απόφαση να προσφεύγουμε, παρ’ όλα αυτά, στην εικόνα, να μην αποστρέφουμε τα μάτια, να προσπαθούμε να ανασύρουμε διαρκώς κάθε λοξοδρόμισμα από την εργασία του θανάτου στη διεργασία του βλέμματος. Είναι μια στιγμή προσωπικής αρχαιολογίας, με σκοπό όχι μόνο τη διερεύνηση του παρελθόντος, αλλά πρώτα και κύρια την κατανόηση του παρόντος.

Ένας νέος εκδοτικός οίκος με πολύ καλές επιλογές και ιδιαίτερη, φροντισμένη και απολύτως καλαίσθητη ταυτότητα.

Αφήνοντας πίσω τους έναν απατημένο σύζυγο, μια πανσιόν τυλιγμένη στις φλόγες και μια πόλη να συζητά αναστατωμένη τη φυγή τους, ο Τομ Ρουρκ και η Πόλλυ Γκιλλέσπυ ξεκινούν με ένα κλεμμένο άλογο να ζήσουν τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής τους, μέσα στα χιονισμένα δάση και τα έρημα βουνά της Μοντάνα, σε ένα σκηνικό έρωτα, λυρισμού, συγκίνησης και βίας. Οι κυνηγοί όμως που τους πήραν στο κατόπι, δεν είναι μακριά, κι ένα λάθος μόνο αρκεί για να στερήσει για πάντα τον έναν από τον άλλο. “Ένα εκτυφλωτικό φλας. Το γαμήλιο πορτρέτο ήταν έτοιμο. Ο Χάρριγκτον έριξε το βάρος του στο άλλο πόδι και χαλάρωσε – Και μία μόνη της η κυρία; ρώτησε. Θα της έβγαζαν μια φωτογραφία φάτσα-πλάτη. Έβγαλε το ελαφρύ βαμβακερό της σάλι και με μια απαλή κίνηση όλο περηφάνια αποκάλυψε το ντεκολτέ του βραδινού της φορέματος. Γύρισε τότε από την άλλη και στράφηκε ξανά προς τους άντρες, με μια ματιά πάνω από τον ώμο, και έλυσε τα μαλλιά της. Η δαντέλα έπεφτε πάνω στον όμορφο, εκφραστικό της λαιμό. Το δέρμα της ήταν λευκό, δίχως ατέλειες, εκτός από μια ελίτσα στην ωμοπλάτη της που σε μαγνήτιζε. Η άκρη της μύτης της ανασηκώθηκε και τα μάτια της άρχισαν να ψάχνουν τον φακό, αλλά αντ’ αυτού είδαν τον Τομ Ρουρκ να την κοιτάζει – Ήταν η στιγμή ακριβώς που η καρδιά του πήρε φωτιά”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Τα ταξιδιωτικά του Καζαντζάκη είναι ένα δώρο που πρέπει να κάνετε στον εαυτό σας. Υπέροχες εκδόσεις, συγκλονιστικά ταξιδιάρικα κείμενα.

Μια νύχτα είδα ένα όνειρο: Ήμουν σκυμμένος απάνω σ’ ένα σωρό χαρτιά κι έγραφα, έγραφα, έγραφα…
Αγκομαχούσα σα ν’ ανέβαινα βουνό· μαχόμουνα να σώσω, να σωθώ, πάλευα με τις λέξες, πολεμούσα να τις δαμάσω, τις ένιωθα ν’ αντιπηδούν γύρα μου άγριες, ν’ αντιστέκουνται σα φοράδες.
Ξάφνου, σκυμμένος ως ήμουν, ένιωσα, στο κλειδί του κεφαλιού μου, μια ματιά να με διαπερνάει.

Σήκωσα τρομαγμένος τα μάτια κι είδα: Μπροστά μου ένας νάνος, με μαύρα γένια ίσαμε τη γης, στεκόταν, κουνούσε αργά, με περιφρόνηση, το βαρύ κεφάλι και με κοίταζε. Τρομαγμένος έσκυψα πάλε το σβέρκο στο ζυγό και ξακολούθησα να γράφω. Μα η ματιά διατρυπούσε πάντα, ανήλεη, το κορφοκέφαλό μου.
Ξανασήκωσα τα μάτια σιγά, με τρόμο, κι είδα το νάνο να κουνάει πάντα το κεφάλι με θλίψη και περιφρόνηση.
Κι άξαφνα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αηδία ανέβηκε στο σπλάχνο μου, αγανάχτηση για τα χαρτιά τούτα, τα βιβλία και τα μελάνια όπου χάνουμουν, για τον αγώνα μου τον ανόσιο να κλείσω μέσα σε καλούπια ωραιότητας την ψυχή μου.

Καλό καλοκαίρι!