«ΟΣΟ ΗΜΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ, είδα στον ύπνο μου τη μητέρα μου για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια. Ήμουν κλεισμένος στο ξενοδοχείο μου πάνω από μία εβδομάδα, υπερβολικά φοβισμένος για να ξεμυτίσω ή να τηλεφωνήσω σε οποιονδήποτε. Η καρδιά μου έτρεμε και σφιγγόταν με τους πιο αθώους θορύβους: Το κουδούνισμα του ανελκυστήρα, το κροτάλισμα του τρόλεϊ με τα μπουκαλάκια για τον ανεφοδιασμό των μίνι-μπαρ, ως και αυτά ακόμα τα μελωδικά καμπανίσματα των ρολογιών που σήμαιναν την ώρα από τα κωδωνοστάσια της Βέστερκερκ και της Κρέιτμπερχ είχαν μια σκοτεινή αιχμή στην κλαγγή τους, μια υποβόσκουσα αίσθηση καταδίκης βγαλμένη από σκοτεινό παραμύθι.»