ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Αγαπημένη της Toni Morrison

άγαλμα αγγέλου
© Sandra Cunningham

«TΟ 124 ΗΤΑΝ ΟΛΟ ΜΙΣΟΣ. Γεμάτο φαρμάκι βρέφους. Οι γυναίκες του σπιτιού το ήξεραν, το ίδιο και τα παιδιά. Για χρόνια, καθένας έβρισκε τον τρόπο του ν’ αντέξει το μίσος, όμως μέχρι το 1873, η Σήθ κι η κόρη της Ντένβερ ήταν τα μόνα του θύματα. Η γιαγιά, η Μπέμπα Σάγκς, είχε πεθάνει και οι γιοί, ο Χάουαρντ και ο Μπάγκλαρ, το είχαν σκάσει μόλις έγιναν δεκατριών χρονώ – μόλις ένας καθρέφτης θρυμματίστηκε στο κοίταγμά του (αυτό ήταν το σινιάλο για τον Μπάγκλαρ). Μόλις δύο αποτυπώματα από μικροσκοπικά χέρια φάνηκαν στο γλυκό (αυτό ήταν για τον Χάουαρντ). Κανένα απ’ τ’ αγόρια δεν περίμενε να δει περισσότερα. Ακόμα μια χύτρα μπιζέλια αδειασμένα σωρό πάνω στο πάτωμα ν’ αχνίζουν.

Αγαπημένη της Toni Morrison
Nobel Λογοτεχνίας, Pulitzer
Mετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη
Εκδόσεις Νεφέλη
Εξώφυλλο: Νίκος Χουλιαρας
Σελ.: 431

Τα μπισκότα της σόδας κομματάκια στρωμένα σε γραμμή στο κατώφλι της πόρτας. Δεν περίμεναν κάν την εποχή της ανακωχής: τις εβδομάδες, ή ακόμα και μήνες, που όλα ήταν ήρεμα. Όχι. Και οι δύο έφυγαν αμέσως- τη στιγμή που το σπίτι τους χτύπησε με τη μοναδική ύβρι που δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν ή να παρακολουθήσουν για άλλη μια φορά. Μέσα σε δύο μήνες, στην καρδιά του χειμώνα, αφήνοντας τη γιαγιά τους, την Μπέμπα Σάγκς, τη μητέρα τους Σήθ και τη μικρή αδερφή τους Ντένβερ, ολομόναχες στο γκριζόλευκο σπίτι της οδού Μπλούστοοουν. Τότε δεν είχε αριθμό, το Σινσινάτι δεν είχε φτάσει τόσο μακριά. Στην πραγματικότητα, το Οχάιο αποκαλούνταν πολιτεία από εβδομήντα μόνον χρόνια, όταν πρώτα ο ένας αδερφός κι ύστερα ο άλλος γέμισαν τζίβα τα καπέλα τους, άρπαξαν τα παπούτσια τους και γλίστρησαν μακριά απ’ το ζωηρό μίσος που ένιωθε γι’ αυτούς το σπίτι».

Πώς προσεγγίζει κανείς ένα βιβλίο σαν την «Αγαπημένη» της Morrison; Πώς μπορείς να περιγράψεις τα συναισθήματα που προκαλεί η ανείπωτη ιστορία της Αγαπημένης, της Σήθ, της Ντένβερ, της Μπέμπα Σάγκς, του Πώλ Ντή και των υπολοίπων ηρώων του βιβλίου χωρίς να προδώσεις την ασύλληπτη πλοκή μιας, όπως είπε η Morrison, αληθινής ιστορίας, από τις χιλιάδες αντίστοιχες που βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι στην άλλη άκρη του Ατλαντικού τα ταραχώδη εκείνα χρόνια; Πώς να πλησιάσεις ένα έργο η πληθωρική, λυρική, ποιητική γλώσσα του οποίου αποτυπώνει μέσα από εικόνες συγκλονιστικές, μοναδικές, τη σκλαβιά στην μετεμφυλιακή Αμερική και τον ρατσισμό και μάς υπενθυμίζει πόσο εύκολο είναι να ξυπνήσει το τέρας όταν κανείς έχει την απόλυτη εξουσία πάνω στους συνανθρώπους του; Μιαν εξουσία ζωής και θανάτου στους σκλάβους – αντικείμενα, οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να έχουν γονείς, παιδιά, συγγενείς. Και αυτή η ανυπόφορη ζωή ήταν ο νόμος της εποχής και όχι το αποτέλεσμα ενός ολοκληρωτικού, τρομοκρατικού καθεστώτος. Ήταν κάτι απολύτως «φυσιολογικό»! Τέτοιοι άνθρωποι πρωταγωνιστούν στο καταπληκτικό αυτό βιβλίο, ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν από Αμερικανίδα συγγραφέα και το οποίο της χάρισε όχι μόνο το Pulitzer αλλά και το Nobel Λογοτεχνίας το 1993.

Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από ένα σημαντικό ερώτημα: μέχρι πού θα φτάσει μια γυναίκα, για να προστατεύσει τη ζωή της και τα παιδιά της από αυτό που πρόκειται να τους συμβεί, αφού είχαν την ατυχία να γεννηθούν σκλάβοι. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι το ίδιο το μυθιστόρημα.

«Πολλοί λίγοι είχαν πεθάνει στο κρεβάτι τους σαν την Μπέμπα Σάγκς και κανείς απ’ όσους ήξερε, κι η Μπέμπα ανάμεσά τους, δεν είχε ζήσει υποφερτή ζωή. Ακόμα και οι μορφωμένοι μαύροι: οι άνθρωποι με τα πολλά σχολεία, οι γιατροί, οι δάσκαλοι, αυτοί που έγραφαν και οι επιχειρηματίες, είχαν ν’ ανοίξουν δύσκολο δρόμο. Πέρα από το ότι έπρεπε να βάλουν το κεφάλι τους να δουλέψει για να προχωρήσουν, είχαν και το βάρος όλης της φυλής μέσα τους. Χρειαζόσουν δυό κεφάλια γι’ αυτό. Οι λευκοί πίστευαν ότι όποιοι κι αν ήταν οι τρόποι, κάτω από κάθε μαύρο δέρμα βρισκόταν μια ζούγκλα. Ορμητικά, άβατα νερά, βαβουίνοι που τσίριζαν κρεμασμένοι, κοιμισμένα φίδια, κόκκινα ούλα πρόθυμα για το γλυκό, λευκό τους αίμα. Όσο περισσότερο οι μαύροι ξόδευαν τη δύναμή τους προσπαθώντας να τους πείσουν για το πόσο ευγενικοί ήταν, πόσο έξυπνοι και τρυφεροί, πόσο ανθρώπινοι, όσο περισσότερο αναλώνονταν για να πείσουν τους λευκούς για κάτι που οι νέγροι πίστευαν ότι δεν μπορούσε ν’ αμφισβητηθεί, τόσο πιο βαθιά και μπερδεμένη γινόταν μέσα τους η ζούγκλα. Όμως, δεν ήταν η ζούγκλα που είχαν μεταφέρει οι μαύροι σ’ αυτό τον τόπο από τον άλλο (υποφερτό) τόπο. Ήταν η ζούγκλα που είχαν φυτέψει μέσα τους οι λευκοί. Και μεγάλωνε. Απλωνόταν. Μέσα, ανάμεσα και μετά από τη ζωή, απλωνόταν μέχρις ότου διαπερνούσε τους λευκούς που την είχαν φτιάξει. Τους άγγιζε όλους. Τους άλλαζε και τους μετέβαλε. Τους έκανε αιμοχαρείς, ανόητους, χειρότερους απ’ οσο ήθελαν να είναι, τόσο πολύ φοβούνταν τη ζούγκλα που είχαν φτιάξει. Ο βαβουίνος που τσίριζε ζούσε κάτω από το δικό του λευκό δέρμα. Τα κόκκινα ούλα ήταν τα δικά τους. Στο μεταξύ, η μυστική εξάπλωση αυτής της νέας ζούγκλας των λευκών έμενε κρυφή, βουβή, εκτός από μερικές φορές που μπορούσες ν’ ακούσεις το μουρμουρητό της σε μέρη όπως το 124».

Η «Αγαπημένη», όμως, είναι κυρίως η ιστορία ενός φαντάσματος. Είναι ο θάνατος και η ζωή ενός μωρού, το πνεύμα του οποίου τιμωρεί με την παρουσία του τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του και εκδικείται για τον βίαιο θάνατό του στο σπίτι με τον αριθμό 124. Ένα βρέφος που δεν αντιλαμβάνεται τον λόγο του θανάτου του και που φαίνεται να ξαναγυρνά στη ζωή για να κατανοήσει και να ζήσει, όσο περισσότερο και όσο πιο ολοκληρωτικά μπορεί, δίπλα και μέσα από τη μάνα του, τη Σήθ. Το μωρό δεν πρόλαβε να αποκτήσει όνομα. Η Σήθ το ονομάζει «Αγαπημένη».

Το βιβλίο ξεκινάει με τη Σήθ να μένει με την έφηβη κόρη της Ντένβερ στο σπίτι του αριθμού 124, κάπου στο Οχάιο. Η μητέρα του εξαφανισμένου άντρα της Σηθ, η Μπέμπα Σάγκς, μένει μαζί τους. Οι δύο γιοι της Σήθ φεύγουν τρομαγμένοι από το σπίτι λόγω του φαντάσματος, ήδη από την αρχή της ιστορίας. Η οικογένεια ζει μόνη της, χωρίς κοινωνικές επαφές. Κάποτε εμφανίζεται ο Πώλ Ντή, ένας σκλάβος από το σπίτι όπου δραπέτευσε η Σήθ. Προσπαθούν να κάνουν μία φυσιολογική οικογένεια. Παραδόξως το φάντασμα έχει εκτοπιστεί λόγω της παρουσίας του Πώλ Ντή και τα πράγματα φαίνεται να κυλούν για πρώτη φορά κάπως ομαλά για τις ζωές τους. Τότε εμφανίζεται στο σπίτι μια μυστηριώδης κοπέλα, η οποία έχει ακριβώς την ίδια ηλικία που θα είχε η Αγαπημένη αν ζούσε. Φοράει ρούχα που δεν έχουν καμία φθορά, μιλάει σαν παιδί, αν και είναι 20 χρονών, δεν θυμάται από πού ήρθε και γιατί, ενώ στις παλάμες της δεν υπάρχουν γραμμές! Η κοπέλα μπαίνει στη ζωή τους σα να το δικαιούνταν από καιρό, ενώ σκοπός της είναι να είναι μαζί με τη Σήθ και να ζει μόνο γι’αυτήν και μ’ αυτήν. Ο Πώλ Ντή απομακρύνεται και η νεαρή κοπέλα -που, όπως φαίνεται, είναι η Αγαπημένη που επέστρεψε για να διεκδικήσει τη ζωή που της στέρησαν- μεγαλώνει μέσα από τη Σήθ. Η τελευταία σα να εξαφανίζεται όσο η μικρή μεγαλώνει.

Κάπου στα μισά του βιβλίου, όταν πια γνωρίζεις τί έχει συμβεί και γιατί, σταματάς την ανάγνωση, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και συνεχίζεις τη «μάχη» μ’ αυτό το πραγματικά εξαιρετικό, συγκλονιστικό βιβλίο.

 

«Η Αγαπημένη σκύβοντας πάνω από τη Σήθ έμοιαζε μητέρα και η Σήθ παιδί που έβγαζε δόντια, γιατί εκτός από τις φορές που η Αγαπημένη τη χρειαζόταν, η Σήθ αποτραβιόταν σε μια καρέκλα στη γωνία. Όσο χόντραινε η Αγαπημένη τόσο μίκραινε η Σήθ. Όσο πιο φωτεινά τα μάτια της Αγαπημένης τόσο εκείνα τα μάτια που ποτέ δεν απέστρεφαν το βλέμμα τους, γίνονταν σχισμές αυπνίας. Η Σήθ δε χτένιζε πια τα μαλλιά της ούτε ξέπλενε το πρόσωπό της με νερό. Καθόταν στην καρέκλα γλείφοντας τα χείλη της σαν τιμωρημένο παιδί, ενώ η Αγαπημένη της κατέτρωγε την ζωή, την έπαιρνε, πρηζόταν και ψύλωνε μ ‘αυτή. Και η μεγαλύτερη γυναίκα την παραχωρούσε χωρίς γογγητό».

καρέκλα
© Wokandapix

Το μυθιστόρημα εναλλάσσεται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος: απ’ τη μια διαβάζουμε για τη ζωή της Σήθ και της Αγαπημένης και απ’ την άλλη μαθαίνουμε για το παρελθόν της Σήθ, όσο ήταν σκλάβα σε μια φυτεία, τη δραματική της απόδραση από κει, όταν πέρασε τον ποταμό Οχάιο, και την προσπάθειά της να φτάσει στο σπίτι της πεθεράς της, της Μπέμπα Σάγκς, η οποία την κράτησε, τη φρόντισε και τη γιάτρεψε, ενώ θα είχε πολλούς λόγους να αρνηθεί, όπως κανείς θα διαπιστώσει διαβάζοντας το μυθιστόρημα. Η σπουδαία και ικανότατη συγγραφέας πολύ αργά μάς δίνει στοιχεία για το τί πραγματικά συνέβη εκείνη τη φοβερή μέρα που σκοτώθηκε η Αγαπημένη. Κάπου στα μισά του βιβλίου, όταν πια γνωρίζεις τί έχει συμβεί και γιατί, σταματάς την ανάγνωση, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και συνεχίζεις τη “μάχη” μ’ αυτό το πραγματικά εξαιρετικό, συγκλονιστικό βιβλίο.

«Σπόροι γαλάζιας φτέρης που φυτρώνει στα κοιλώματα της όχθης πλέουν προς τα νερά με ασημογάλαζες γραμμές και δεν τους βλέπεις παρά μόνο αν είσαι μέσα ή κοντά τους, αν κείτεσαι στην άκρη της όχθης, όταν οι ριπές του ανέμου είναι χαμηλές κι εξαντλημένες. Συχνά μπορεί να τους πάρεις για έντομα – αλλά είναι σπόροι, όπου κοιμάται μια ολόκληρη γενιά μ’ εμπιστοσύνη στο μέλλον. Κι είναι εύκολο για μια στιγμή να πιστέψεις ότι όλοι έχουμε μέλλον – ότι θα γίνουμε αυτό που κλείνει ο σπόρος μέσα του: θα ζήσουμε τις μέρες μας όπως μας μέλλεται. Αυτή η στιγμή βεβαιότητας δεν κρατά περισσότερο. Ίσως περισσότερο απ’ ό,τι ο ίδιος ο σπόρος».

Η Morrison έγραψε ένα βιβλίο που θα μείνει στην ιστορία. A must-read!

σπίτι
© j m griffin

toni morrisonΗ συγγραφέας

Η Τόνι Μόρισον γεννήθηκε στο Λορέιν του Οχάιο το 1931. Κατέχει την έδρα Ανθρωπιστικών Σπουδών Robert F. Goheen στο Πανεπιστήμιo του Πρίνστον. Εκτός του Πούλιτζερ και του Nobel έχει τιμηθεί με το βραβείο National Book Critics Award . Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα: «The Bluest Eye» («Γαλάζια Μάτια», 1970), «Sula» («Σούλα», 1973), «Song of Solomon» («Το τραγούδι του Σόλομον», 1978), τιμημένο την ίδια χρονιά με το Εθνικό Βραβείο Κριτικών), «Tar Baby» («Παιδί από κάρβουνο», 1981), «Beloved» («Αγαπημένη», 1988), Βραβείο Πούλιτζερ του 1988), «Jazz» («Τζαζ», 1992). Έχει επίσης ασχοληθεί με το δοκίμιο.

Ακούστε τη Μοrrison να μιλάει για την «Αγαπημένη»

Aκούστε την ομιλία της Morrison στην απονομή του Nobel
http://www.nobelprize.org/mediaplayer/index.php?id=1502

Διαβάστε συνέντευξη της Morrison στο The Paris Review
http://www.theparisreview.org/interviews/1888/the-art-of-fiction-no-134-toni-morrison