ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Φράνκενσταϊν της Μέρι Σελεϊ

ΣΕΙΡΑ: ΤΑ ΚΛΑΣΙΚΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΕΙΡΑΣ: Ηλίας Μαγκλίνης ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Φράνκενσταϊν ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Frankenstein, or the Modern Prometheus Από το Project Gutenberg, 2008 ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Mary Shelley ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Κατερίνα Σχινά ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Γιώργος Τσίρης ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ – ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Θάνος Κακολύρης

Στην επιστροφή μου, βρήκα την ακόλουθη επιστολή από τον πατέρα μου:

«Αγαπημένε μου Βικτόρ,

»πιθανόν περίμενες ανυπόμονα το γράμμα που θα όριζε την ημερομηνία της επιστροφής σου κοντά μας· και στην αρχή μπήκα στον πειρασμό να γράψω μόνο λίγες γραμμές, αναφέροντας απλώς την ημέρα που θα σε περίμενα. Όμως αυτό θα έμοιαζε με καλοσύνη ενώ θα ήταν σκληρότητα – και δε θα το αποτολμήσω. Ποια θα ήταν η έκπληξή σου, γιε μου, όταν, αντί να συναντήσεις τη χαρούμενη και ευφρόσυνη υποδοχή που περίμενες, θα αντίκριζες δάκρυα και δυστυχία; Και πώς, Βικτόρ, να σου αφηγηθώ τη συμφορά μας; Η απουσία δεν μπορεί να σε έχει καταστήσει αδιάφορο για τις χαρές και για τις λύπες μας – πώς λοιπόν να προκαλέσω πόνο στον γιο μου που έλειψε τόσο καιρό; Θα ήθελα να σε προετοιμάσω για τη θλιβερή είδηση, γνωρίζω όμως πως αυτό είναι αδύνατο· ακόμα και τώρα τα μάτια σου θα πηδάνε τις αράδες αναζητώντας τις λέξεις που θα σου μεταφέρουν τα τρομερά μαντάτα.

»Ο Γουίλιαμ είναι νεκρός! Αυτό το παιδί που το χαμόγελό του ζέσταινε την καρδιά μου, αυτός ο τόσο ευγενικός, Βικτόρ, δολοφονήθηκε! Δε θα προσπαθήσω να σε παρηγορήσω· απλώς θα σου περιγράψω τις συνθήκες του θανάτου του.

»Την περασμένη Πέμπτη (7 Μαΐου), εγώ, η ανιψιά μου και τα δύο αδέλφια σου πήγαμε να περπατήσουμε στο Πλενπαλέ. Η βραδιά ήταν ζεστή και γαλήνια και παρατείναμε τον περίπατό μας περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως. Όταν αποφασίσαμε να επιστρέψουμε, είχε ήδη σουρουπώσει· και τότε ανακαλύψαμε πως ο Γουίλιαμ και ο Έρνεστ, που είχαν προχωρήσει πιο μπροστά από εμάς, δε φαίνονταν πουθενά. Καθίσαμε, λοιπόν, σ’ ένα παγκάκι ώσπου να επιστρέψουν. Τελικά ήρθε μόνο ο Έρνεστ και μας ρώτησε αν είχαμε δει τον αδελφό του· είπε πως έπαιζαν, πως ο Γουίλιαμ είχε τρέξει να κρυφτεί, πως ο ίδιος τον έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, κι ύστερα τον περίμενε επί ώρα, αλλά εκείνος δεν είχε επιστρέψει.

»Τα λόγια του μας αναστάτωσαν και συνεχίσαμε να αναζητούμε τον μικρό μας γιο ώσπου έπεσε η νύχτα· τότε, η Ελίζαμπεθ διατύπωσε την υπόθεση πως ενδεχομένως είχε γυρίσει σπίτι. Αλλά δεν ήταν εκεί. Ξαναγυρίσαμε στο πάρκο, με δαυλούς· δεν μπορούσα να ησυχάσω στη σκέψη ότι το γλυκό μου αγόρι είχε χαθεί και ήταν εκτεθειμένο στην υγρασία και την ψύχρα της νύχτας· και η Ελίζαμπεθ, όμως, ένιωθε την ίδια αγωνία. Κατά τις πέντε το πρωί ανακάλυψα το όμορφο αγόρι μου, που την προηγούμενη νύχτα το καμάρωνα για την υγεία και τη ζωντάνια του, να κείτεται στο γρασίδι πελιδνό και ασάλευτο· το αποτύπωμα από τα δάχτυλα του δολοφόνου βρισκόταν στον λαιμό του.

»Τον μεταφέραμε στο σπίτι και η οδύνη που ήταν ορατή στο πρόσωπό μου πρόδωσε το μυστικό στην Ελίζαμπεθ. Ήθελε ανυπερθέτως να δει το πτώμα. Στην αρχή προσπάθησα να την εμποδίσω, όμως εκείνη επέμενε και, μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου κειτόταν, έσπευσε να εξετάσει τον λαιμό του θύματος και, πλέκοντας τα χέρια της με απόγνωση, αναφώνησε: “Ω Θεέ μου! Σκότωσα το πολυαγαπημένο μου παιδί!”

»Λιποθύμησε, και τη συνεφέραμε με εξαιρετική δυσκολία. Ξαναβρήκε τις αισθήσεις της, μόνο και μόνο για να παραδοθεί στους θρήνους και τους αναστεναγμούς. Μου είπε ότι το ίδιο εκείνο απόγευμα ο Γουίλιαμ την είχε προκαλέσει να τον αφήσει να φορέσει ένα μενταγιόν με μια ανεκτίμητη μινιατούρα που της είχε χαρίσει η μητέρα σου. Το μενταγιόν δεν υπήρχε στον λαιμό του, άρα δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο πειρασμός ήταν εκείνος που είχε ωθήσει τον δολοφόνο στην αποτρόπαιη πράξη του. Προς το παρόν δεν έχουμε εντοπίσει τα ίχνη του, μολονότι οι έρευνες για την ανακάλυψή του συνεχίζονται. Και τι μ’ αυτό; Δεν πρόκειται να ξαναφέρουν στη ζωή τον πολυαγαπημένο μου Γουίλιαμ!

»Γύρνα, πολυαγαπημένε Βικτόρ· μονάχα εσύ μπορείς να παρηγορήσεις την Ελίζαμπεθ. Κλαίει συνεχώς και κατηγορεί άδικα τον εαυτό της για τον θάνατο του αδελφού σου· τα λόγια της μου σκίζουν την καρδιά. Είμαστε όλοι δυστυχείς· δεν είναι αυτό ένα πρόσθετο κίνητρο για σένα, γιε μου, να επιστρέψεις και να μας παρηγορήσεις; Η πολυαγαπημένη η μητέρα σου! Αλίμονο, Βικτόρ! Αυτή τη στιγμή ευχαριστώ τον Θεό που δε ζει για να δει τον σκληρό, άθλιο θάνατο του μικρότερου λατρεμένου της γιου!

»Γύρνα, Βικτόρ· μην καλλιεργείς σκέψεις εκδίκησης ενάντια στον δολοφόνο, αλλά αισθήματα ειρήνης και πραότητας που, αντί να κάνουν τις πληγές της ψυχής μας να κακοφορμίσουν, θα τις επουλώσουν. Έλα στο σπίτι του πένθους, φίλε μου, αλλά με καλοσύνη και στοργή γι’ αυτούς που σ’ αγαπούν, κι όχι με μίσος για τους εχθρούς σου.

»Ο στοργικός και συντετριμμένος σου πατέρας
» Αλφόνς Φράνκενσταϊν.
»Γενεύη, 12 Μαΐου 17…»

Ο Κλερβάλ, που παρατηρούσε την έκφραση του προσώπου μου ενόσω διάβαζα τούτη την επιστολή, ξαφνιάστηκε βλέποντας την απελπισία να διαδέχεται τη χαρά που είχα δείξει μόλις έλαβα νέα από τους δικούς μου. Πέταξα το γράμμα στο τραπέζι και σκέπασα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου.

«Αγαπητέ μου Φράνκενσταϊν», αναφώνησε ο Ανρί, όταν αντιλήφθηκε τα πικρά μου δάκρυα, «είσαι λοιπόν καταδικασμένος στη δυστυχία; Αγαπημένε μου φίλε, τι συνέβη;»

Του έγνεψα να πάρει το γράμμα, ενώ πηγαινοερχόμουν στο δωμάτιο τρομερά αναστατωμένος. Δάκρυα πλημμύρισαν και τα μάτια του Κλερβάλ, μόλις διάβασε την περιγραφή της συμφοράς μου.

«Δεν μπορώ να σου προσφέρω παρηγοριά, φίλε μου», είπε, «το δυστύχημα αυτό είναι ανεπανόρθωτο. Τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Φεύγω αμέσως για τη Γενεύη· έλα μαζί μου, Ανρί, να παραγγείλουμε άλογα».

Όση ώρα περπατούσαμε, ο Κλερβάλ επιχείρησε να πει λίγα λόγια παρηγοριάς, αλλά το μόνο που μπόρεσε να εκφράσει ήταν η ειλικρινής συμπόνοια του. «Ο καημένος ο Γουίλιαμ!» είπε, «το αγαπητό, όμορφο παιδί κοιμάται τώρα πλάι στον άγγελο, τη μητέρα του. Όποιος τον είχε δει να λάμπει από χαρά μέσα στην ομορφιά της νιότης του, τώρα πρέπει να θρηνήσει τον πρόωρο χαμό του! Να πεθάνει τόσο άθλια· να νιώσει τη λαβή του δολοφόνου στον λαιμό του! Όποιος μπόρεσε να καταστρέψει μια τόσο ακτινοβόλα αθωότητα είναι κάτι παραπάνω από δολοφόνος! Κακόμοιρο παιδί! Μόνο μια παρηγοριά μάς απόμεινε· εμείς οι φίλοι του να πενθούμε θρηνώντας, εκείνος όμως να απολαμβάνει την αιώνια ανάπαυση. Ο πόνος του πέρασε, τα βάσανά του τέλειωσαν για πάντα. Χορτάρι σκεπάζει την ευγενική μορφή του, δεν υποφέρει πια. Δεν είναι πια αντικείμενο οίκτου· ας φυλάξουμε τον οίκτο μας για τους δυστυχισμένους που άφησε πίσω του».

Αυτά έλεγε ο Κλερβάλ ενόσω βαδίζαμε βιαστικοί στους δρόμους· τα λόγια του χαράχτηκαν στο μυαλό μου και τα θυμήθηκα αργότερα, μέσα στη μοναξιά μου. Τώρα, όμως, μόλις έφτασαν τα άλογα, έσπευσα να ανέβω σ’ ένα μόνιππο και αποχαιρέτησα τον φίλο μου.

Το ταξίδι μου ήταν πολύ μελαγχολικό. Στην αρχή βιαζόμουν, γιατί λαχταρούσα να παρηγορήσω τα αγαπημένα μου, θλιμμένα πρόσωπα, συμπάσχοντας μαζί τους· όσο όμως πλησίαζα στη γενέτειρά μου, επιβράδυνα την πορεία μου. Μετά βίας άντεχα το πλήθος των συναισθημάτων που στριμώχνονταν στην ψυχή μου. Πέρασα από τοπία τα οποία γνώριζα από παιδί, είχα όμως να τα δω σχεδόν έξι χρόνια. Πόσο μπορεί ν’ αλλάξουν τα πράγματα σ’ αυτό το διάστημα! Μια αιφνίδια και συντριπτική αλλαγή είχε συντελεστεί· ωστόσο, χιλιάδες ασήμαντα περιστατικά ενδέχεται να επιφέρουν βαθμιαία άλλες αλλαγές, οι οποίες, μολονότι επισυμβαίνουν πιο ήπια, ίσως να μην είναι λιγότερο καθοριστικές. Με κατέλαβε τρομερή αγωνία· δεν τολμούσα να προχωρήσω, φοβούμενος χιλιάδες ανώνυμα δεινά που με έκαναν να ανατριχιάζω, μολονότι δεν ήμουν σε θέση να τα κατονομάσω.

ΜΕΡΙ ΣΕΛΕΪ

ΜΕΡΙ ΣΕΛΕΪ (1797-1851). Αγγλίδα συγγραφέας, κόρη του προοδευτικού πολιτικού φιλοσόφου Γουίλιαμ Γκόντγουιν και της χειραφετημένης συγγραφέως Μέρι Γούλστονκραφτ, που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των γυναικών. Στα δεκαεπτά της ερωτεύτηκε τον ―παντρεμένο και πατέρα τότε― Πέρσι Σέλεϊ. Ο δεσμός αυτός έγινε αιτία να αποκληρώσει τον ποιητή ο πατέρας του, αλλά η Μέρι τού πρότεινε τη συγκατοίκηση με τη νόμιμη σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά. Λίγο μετά την αυτοκτονία της πρώτης συζύγου του Σέλεϊ, οι δύο εραστές παντρεύτηκαν για να διεκδικήσουν την κηδεμονία των παιδιών από τον πρώτο του γάμο. Η Μέρι θα ζήσει δραματικές στιγμές αργότερα, με αποκορύφωμα τον πνιγμό του άνδρα της. Συγγραφέας με ατίθαση φαντασία, η Σέλεϊ υπήρξε ανήσυχο πνεύμα και ιδιαίτερα δεκτική απέναντι στις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις, στοιχείο που δε συναντά κανείς συχνά στους κύκλους των Ρομαντικών συγγραφέων. Το έργο της ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ γεννήθηκε μέσα από ένα παιχνίδι στο σπίτι του Λόρδου Μπάιρον και τράβηξε την προσοχή όλων, καθώς συνδύαζε την επιστημονική φαντασία με μια ιστορία τρόμου και περιβαλλόταν από μυστήριο σχετικά με την πραγματική ταυτότητα του συγγραφέα του.