ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ποτέ και Πουθενά του Neil Gaiman

Photo by Sandra Mode

«Η νύχτα, πριν πάει στο Λονδίνο, δεν ήταν διασκεδαστική για τον Ρίτσαρντ Μέιχιου. Το βράδυ είχε αρχίσει μια χαρά: είχε διαβάσει τις αποχαιρετιστήριες κάρτες, τον είχαν αγκαλιάσει αρκετές νεαρές κυρίες από τον φιλικό του κύκλο, κυρίες που δεν θα τις έλεγες άσχημες, είχε ακούσει τις συνηθισμένες προειδοποιήσεις για τους κινδύνους και τις παγίδες του Λονδίνου, είχε χαρεί με την άσπρη ομπρέλα που είχα πάνω της τον χάρτη του λονδρέζικου μετρό, που οι φίλοι του είχαν μαζέψει λεφτά και το είχαν αγοράσει·
[…]

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Σκοτεινή ύλη του Blake Crouch

© Erol Ahmed

«Λατρεύω τα βράδια της Πέμπτης. Έχουν μια αίσθηση ότι βρίσκονται πέρα από τον χρόνο. Είναι η παράδοσή μας: οι τρεις μας, μόνοι μας, μια οικογενειακή νύχτα. Ο γιος μου ο Τσάρλι κάθεται στο τραπέζι και ζωγραφίζει σε ένα μπλοκ ζωγραφικής. Είναι σχεδόν δεκαπέντε. Ψήλωσε πέντε εκατοστά το καλοκαίρι και με έχει φτάσει πια στο ύψος. Γυρίζω το κεφάλι από το κρεμμύδι που ψιλοκόβω και τον ρωτάω:

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Το μυστικό νερό της Ιωάννας Μπουραζοπούλου

Detail from Vädersolstavlan showing the medieval towers on w:Riddarholmen, including w:Birger Jarls torn.

«Μέσα στο σκοτάδι που τον περιέβαλλε, ο Ριάλδης αισθανόταν την παρουσία του Μερμετούλη κι ας μην μπορούσε να τον δει. Μπορούσε όμως να μυρίσει την καμπούρα του, η οποία ανέδυε πάντα μια βαριά μυρωδιά, σαν φύλλα σαπισμένα από την υγρασία. Πώς βρέθηκε δεμένος με λουριά σε τούτο το στενό ιατρικό κρεβάτι; Δεν θυμόταν τίποτε απολύτως. Ένιωθε ένα έντονο κάψιμο στο δέρμα του, πίσω από το αριστερό αυτί. Μια οδοντιατρική λάμπα άναψε ξαφνικά, εστίασε στο πρόσωπό του και τον τύφλωσε. Ο Μερμετούλης έσκυψε από πάνω του κρατώντας μια μακριά λαβίδα, ενώ οι κόρες των ματιών του διαστέλλονταν και συστέλλονταν ασταμάτητα. Τη μια στιγμή κάλυπταν όλο το ασπράδι του βολβού και την άλλη γίνονταν μικροσκοπικές, σαν το κεφαλάκι της καρφίτσας. Η λαβίδα έστριψε προσεκτικά το λοβό του Ριάλδη. “Διακρίνω ένα μπλε σημάδι πίσω από το αριστερό σας αυτί, υποκόμη μου” μουρμούρισε ο Μερμετούλης. “Δεν είναι μεγαλύτερο από λίγα τετραγωνικά εκατοστά και έχει σχήμα ιππόκαμπου. Μήπως έχετε γεννηθεί στον αστερισμό της Παρθένου;”». 

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Η Κλάρα στο μισοσκόταδο του Χοσέ Κάρλος Σομόθα

The Artist's Atelier José Malhoa [Public domain], via Wikimedia Commons

«Η ΕΦΗΒΗ ΣΤΕΚΕΙ ΓΥΜΝΗ πάνω σ’ ένα βιβλίο. Η επίπεδη κοιλιά και η σκοτεινή έλλειψη του αφαλού είναι στο ύψος των ματιών μας. Κρατά το πρόσωπο γερτό, το βλέμμα χαμηλωμένο, το ένα χέρι μπροστά στην ήβη, το άλλο στο γοφό, τα γόνατα ενωμένα και κάπως λυγισμένα. Είναι βαμμένη σε φυσική σιένα και ώχρα. Σκιές σε ψημένη σιένα ανυψώνουν τα στήθη και διαγράφουν τις λαγόνες και τη σχισμή. Δεν είναι σωστό να λέμε “σχισμή” γιατί μιλάμε για ένα έργο τέχνης, βλέποντάς την όμως, μόνο αυτό μας έρχεται στο μυαλό. Είναι μια ελάχιστη και κάθετη σχισμή, δίχως ίχνος χνούδι. Κάνουμε το γύρο του βάθρου και ατενίζουμε τη φιγούρα από τα νώτα. Οι μαυρισμένοι γλουτοί αντανακλούν κόκκους φωτός. Αν απομακρυνθούμε, η ανατομία της μας φαίνεται πιο αθώα. Μικρά λευκά άνθη σκεπάζουν τα μαλλιά της. Στα πόδια της υπάρχουν περισσότερα άνθη – μια λιμνούλα από γάλα. Ακόμα κι από αυτήν την απόσταση, εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε την τόσο ιδιάζουσα μυρωδιά που αναδίδει, σαν δάσος αρωματισμένο από τη βροχή. Κοντά στην ταινία ασφαλείας, ένα ανάλογο με τον τίτλο σε τρεις γλώσσες: “Ξεπαρθένεμα”».

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Η ταβέρνα της Τζαμάικας της Daphne Du Maurier

© Krzysztof Cuber

«Ήταν μια γκρίζα παγωμένη μέρα, στα τέλη του Νοέμβρη. Ο καιρός είχε αλλάξει μέσα σε μια νύχτα, κι ο άνεμος είχε φέρει μαζί του έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο, και παρόλο που δεν ήταν καλά καλά δύο το απόγευμα, το χλωμό χειμωνιάτικο σούρουπο έμοιαζε να πλησιάζει τους γύρω λόφους, τυλίγοντάς τους στην καταχνιά. Μέχρι τις τέσσερις θα είχε σκοτεινιάσει. Ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος, και παρά τα σφαλισμένα παράθυρα, τρύπωνε μέσα στην άμαξα. Η υγρασία στα πέτσινα καθίσματα γινόταν αισθητή με το άγγιγμα, και πρέπει να υπήρχε μια χαραμάδα στην οροφή, γιατί πού και πού οι στάλες της βροχής έπεφταν απαλά στο εσωτερικό, μουσκεύοντας το δέρμα κι αφήνοντας έναν σκούρο λεκέ, σαν μελάνι πιτσιλισμένο. Με τις ριπές του ανέμου η άμαξα κλυδωνιζόταν στις στροφές του δρόμου, και στα ακάλυπτα σημεία της διαδρομής φυσούσε με τέτοια ένταση, που όλη η καρότσα έτρεμε και ταλαντευόταν, ανάμεσα στις ψηλές της ρόδες, σαν μεθυσμένη».

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο της Shirley Jackson

© Max Newhal

«ΜΕ ΛΕΝΕ ΜΕΡΙ ΚΑΘΡΙΝ ΜΠΛΑΚΓΟΥΝΤ. Είμαι δεκαοχτώ χρονών και ζω με την αδελφή μου, την Κόνστανς. Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι με λίγη τύχη θα μπορούσα να είχα γεννηθεί λυκάνθρωπος, επειδή τα δυο μεσαία δάχτυλα των χεριών μου έχουν το ίδιο μήκος, αλλά έπρεπε να αρκεστώ σε ό,τι είχα. Αντιπαθώ το μπάνιο, τα σκυλιά και τη φασαρία. Συμπαθώ την αδελφή μου την Κόνστανς, τον Ριχάρδο της Υόρκης και το Amanita Phalloides, το μανιτάρι θανατίτη. Όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου έχουν πεθάνει».

ΝΟΥΒΕΛΑ

Έπρεπε να είχες φύγει του Ντάνιελ Κέλμαν

© Paul Itkin

«Η Γιάννα και η Έλλα κάνουν διπλό ποδήλατο σ’ έναν επαρχιακό δρόμο. Ο ήλιος λάμπει, τα στάχυα κυματίζουν, ευχάριστη μουσική. Η Έλλα κάθεται μπροστά και οδηγεί, η Γιάννα έχει τα χέρια απλωμένα, κοντινό πλάνο: μισοκλείνουν τα μάτια στη λιακάδα ευτυχισμένες. Και τότε το ποδήλατο πατάει πάνω σε μια πέτρα, βγαίνει απ’ τον δρόμο και τουμπάρει. Μικρές κραυγές πόνου και ξεφωνητά. Fade out στη μουσική, μαύρο, τίτλοι αρχής. Και τώρα μένει να πετύχω το σωστό ύφος».

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Λίγη Ζωή της Hanya Yanagihara

© noah silliman

«ΤΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΕΙΧΕ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΝΤΟΥΛΑΠΑ, αλλά η συρόμενη τζαμόπορτα έβγαζε σ’ ένα μπαλκονάκι, απ’ όπου διέκρινε έναν άντρα να κάθεται απέναντι, έξω, φορώντας μπλουζάκι μόνο και σορτς, αν και Οκτώβριος, και να καπνίζει. Ο Γουίλεμ σήκωσε το χέρι να τον χαιρετήσει, μα ο άντρας δεν ανταπέδωσε. Στην κρεβατοκάμαρα, ο Τζουντ ανοιγόκλεινε την πόρτα της ντουλάπας, σαν ακορντεόν, όταν μπήκε ο Γουίλεμ. ‘Έχει μόνο μια ντουλάπα’ είπε. ‘Εντάξει’ είπε ο Γουίλεμ. ‘Δεν έχω και τίποτα να βάλω μέσα, ούτως ή άλλως’. ‘Ούτε εγώ’. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο. Η διαχειρίστρια τους ακολούθησε μέσα. ‘Θα το πάρουμε’ της είπε ο Τζουντ.»